Ένας απρόσεκτος θεός
Διαβάζοντας τις τελευταίες αράδες του «Ανθρώπου Κιμωλία» της C.J. Tudor και φτάνοντας στο σοκαριστικό τέλος, ξαναξεφύλλισα το βιβλίο μπρος-πίσω βιαστικά, καθώς ήμουν σίγουρη ότι το έγραψε κάποιος άλλος, ή ότι το C.J. Tudor είναι το ψευδώνυμο κάποιου πρωτοκλασάτου, φτασμένου συγγραφέα που από παραξενιά ή ματαιοδοξία αποφάσισε να γράψει κάτι ανώνυμα για να δει πώς θα αντιδράσει το κοινό, ή αν θα αναγνωριστεί ο τρόπος γραφής του. Δεν μπορούσα να εξηγήσω διαφορετικά πώς μία άγνωστη πρώην σερβιτόρα παύλα πωλήτρια παύλα διαφημίστρια, γεννημένη στο Σόλσμπερι και μεγαλωμένη στο Νότιγχαμ της Αγγλίας, έκανε το ντεμπούτο της στο ψυχολογικό θρίλερ μ’ αυτό το μυθιστόρημα. Ο πρόλογος είναι αρκετός για να καταλάβει κάποιος το σκοτάδι που γεμίζει τις σελίδες του:
Το κεφάλι της κοπέλας ακουμπούσε σε μία χαμηλή στοίβα φύλλα με καφετιές και πορτοκαλιές αποχρώσεις. Τα αμυγδαλωτά μάτια της ήταν καρφωμένα στον ψηλό θόλο που σχημάτιζαν τα σφεντάμια, οι οξιές και οι βελανιδιές, χωρίς ωστόσο να βλέπουν τα δάχτυλα του ήλιου που τρύπωναν διστακτικά ανάμεσα απ’ τα κλαδιά πασπαλίζοντας το έδαφος με χρυσαφένιο φως, και χωρίς να βλεφαρίζουν ενοχλημένα από τα μαύρα σκαθάρια που σεργιάνιζαν πάνω στις κόρες τους. Δεν έβλεπαν τίποτα πλέον, μονάχα σκοτάδι. Λίγο παρακάτω, ένα ωχρό χέρι πρόβαλλε κάτω από το φυλλώδες σάβανό του σαν να γύρευε βοήθεια ή την επιβεβαίωση ότι δεν ήταν μοναχό. Τίποτε από τα δύο δεν έμελλε να βρεθεί. Το υπόλοιπο σώμα της βρισκόταν πολύ μακριά, κρυμμένο σε άλλα ερημικά σημεία του δάσους. Κάπου εκεί κοντά, ένα κλαρί που έσπασε ακούστηκε σαν κροτίδα μες στη σιγαλιά, ενώ την ίδια στιγμή ένα σμάρι πουλιά πετάχτηκαν τρομαγμένα πίσω απ’ τα χαμόκλαδα και πέταξαν μακριά. Κάποιος πλησίαζε. Γονάτισε δίπλα στο κορίτσι με τα σβηστά μάτια. Τα χέρια του άγγιξαν απαλά τα μαλλιά της και χάιδεψαν το κρύο μάγουλο με δάχτυλα που έτρεμαν από προσμονή. Της σήκωσε το κεφάλι, τίναξε τα φύλλα που είχαν κολλήσει στον κομμένο λαιμό της και τοποθέτησε προσεκτικά το κεφάλι σε έναν σάκο, ανάμεσα σε σπασμένες κιμωλίες. Έπειτα, σαν να το ξανασκέφτηκε, έχωσε το χέρι μέσα στον σάκο και της σφάλισε τα μάτια. Έκλεισε το φερμουάρ, σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε παίρνοντας τον σάκο μαζί του. Λίγες ώρες αργότερα, κατέφθασαν η αστυνομία και οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού. Τοποθέτησαν αριθμούς, φωτογράφισαν, εξέτασαν και στη συνέχεια μετέφεραν το διαμελισμένο πτώμα του κοριτσιού στο νεκροτομείο, όπου έμεινε αρκετές εβδομάδες, περιμένοντας να συμπληρωθεί το κομμάτι που έλειπε. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Έγιναν εκτεταμένες έρευνες, ανακρίσεις, εκκλήσεις, αλλά, παρά τις επίμονες προσπάθειες των ντετέκτιβ και των κατοίκων της πόλης, το κεφάλι δεν βρέθηκε ποτέ, και το κορίτσι στο δάσος δεν συναρμολογήθηκε ποτέ.
Η C.J. Tudor αφηγείται την ιστορία πέντε φίλων: του Έντι, του χοντρού-Γκαβ, του Σιδερένιου Μίκυ, του Χόπο και της Νίκι, του μοναδικού κοριτσιού της παρέας. Πέντε φίλοι που εφευρίσκουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας με χρωματιστές κιμωλίες, αφήνοντας μηνύματα εδώ κι εκεί, μηνύματα που μία μέρα του 1986 τούς οδηγούν στο διαμελισμένο πτώμα μίας νεαρής κοπέλας. Τα συγκεκριμένα όμως δεν τα άφησαν εκείνοι…
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2016, οι διασκορπισμένοι πλέον φίλοι συναντιούνται πάλι και ένας από αυτούς καταλήγει νεκρός, ενώ τα ίδια μηνύματα, γραμμένα με κιμωλία, εμφανίζονται ξανά. Η υπόθεση του νεκρού κοριτσιού ίσως έκλεισε βιαστικά, γιατί φαίνεται ότι ένας δολοφόνος εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσά τους. Πέντε φίλοι και τα πρόσωπα που τους περιτριγυρίζουν: οι μποέμ γονείς του Έντι, ο τρομακτικός αλμπίνος κύριος Χάλοραν, η πανέμορφη αλλά τόσο άτυχη Ιλάιτζα, ο άτεγκτος ιερέας πατέρας της Νίκι. Και όλο αυτό, ναι, θυμίζει Στίβεν Κινγκ και το «Αυτό» ή το «Στάσου πλάι μου», την αγάπη του Βασιλιά για τους έφηβους ήρωες.
Η ιστορία διαδραματίζεται με εναλλαγές σε δύο χρονικές περιόδους, το 1986 και το 2016, με μικρά κεφάλαια σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και δεν κουράζει ούτε στιγμή. Η γραφή είναι γρήγορη, κοφτή, ενίοτε δοσμένη με εκπληκτικό χιούμορ. Αφηγητής είναι ο Έντι, ένας εκ των πρωταγωνιστών, 42χρονος πλέον δάσκαλος που δεν έφυγε ποτέ από το Άντερμπερι, μία μικρή επαρχιακή πόλη στην νότια Αγγλία. Μια πόλη που φιλοξένησε εκείνο το πανηγύρι που άλλαξε την ζωή όλων. Μια πόλη που μοιάζει με τα δικά μας χωριά ή νησιά της δεκαετίας του ’80, τότε που δεν υπήρχαν κινητά και tablet και κοσμοσυρροή. Και, ναι, η C.J. Tudor κατάφερε να με κάνει να αναπολήσω την εποχή που περίμενα να έρθει το καλοκαίρι, όπως κάθε άλλο παιδί, για να πάμε στο νησί, να γυρίζω όλη μέρα με το ποδήλατο, να εξερευνώ με τους φίλους μου νέα πράγματα, να κολυμπώ στη θάλασσα χωρίς αντηλιακό, τότε που κάπνισα κρυφά το πρώτο μου τσιγάρο και που δεν επέστρεφα σπίτι πριν ανάψουν τα φώτα στους στύλους της ΔΕΗ. Όμως εκτός από τις εξαιρετικές περιγραφές της αθώας εκείνης εποχής, υπάρχουν και κάποιες που δεν είναι για τους λιπόψυχους. Και όλο αυτό διαβάζεται με μια ανάσα γιατί θέλεις να δεις τι γίνεται στη συνέχεια: λες στον εαυτό σου μία σελίδα ακόμη, μία σελίδα ακόμη, αλλά δεν είναι αρκετή. Γιατί εμφανίζονται νέοι χαρακτήρες, όπως η Γκουέν, και τα ανθρωπάκια από κιμωλία πληθαίνουν.
Κι ενώ νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, ότι τα πάντα έχουν εξηγηθεί, ότι όλες οι ανατροπές έχουν αποκαλυφθεί, φτάνεις στο τέλος και ανακαλύπτεις έντρομος ότι ίσως ο Έντι δεν είναι τόσο αντικειμενικός αφηγητής, ότι τα πράγματα για άλλη μία φορά δεν είναι όπως φαίνονται, γιατί…
…αν ο κόσμος μας ήταν μία διακοσμητική γυάλινη σφαίρα με χιόνι, εκείνη τη μέρα κάποιος απρόσεκτος θεός τη σήκωσε, την ταρακούνησε και την άφησε πάλι κάτω. Όταν ο αφρός και οι νιφάδες κατακάθισαν, τα πράγματα δεν ήταν πια ίδια. Κάτι είχε αλλάξει. Μπορεί πίσω από το γυαλί όλα να έμοιαζαν αναλλοίωτα, ωστόσο στο εσωτερικό της σφαίρας τα πάντα είχαν αλλάξει.
[ Πηγή εικονογράφησης ].