Τα ακατάστατα ψήγματα

C
Γιώργος Παππάς

Τα ακατάστατα ψήγματα

«…για τα βιβλία που διαβάσαμε και δεν μας προετοίμασαν για όσα θα μας συμβούν, ίσως να ήταν λάθος τα βιβλία, ίσως να ήταν λάθος ο τρόπος που τα διαβάσαμε…»

Έχει από καιρό αποκτήσει το δικαίωμα ο Julian Barnes να γράφει για ό,τι θέλει, για ό,τι θυμάται, για τη νιότη που απαιτεί και ειρωνεύεται κάθε όριο, για τον έρωτα που αυταπατάται πως λειτουργεί εκτός χρόνου, για τις μνήμες που στοιχειώνουν, και για τις πληγές που, εφόσον άνοιξαν, δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ, ειδικά αν πρόκειται για μοναδικές ιστορίες.

Αυτή τη «Μοναδική ιστορία» ξεδιπλώνει ο Μπαρνς στην τελευταία του κατάθεση, τον επιβλητικό μέσα στην απλότητά του απολογισμό ενός έρωτα, μιας νιότης, και των συνεπειών τους. Ξανάρχεται ο Μπαρνς στους έρωτες και τους δισταγμούς, αυτούς που σχεδίασε και στο «Ένα κάποιο τέλος», αλλά και στο «Metroland», το πρώτο του.

Ο ήρωάς του κι εδώ μεγαλώνει σε βρετανικό προάστιο, ασφυκτιά με τη συμβατική παραίτηση και το προδιαγεγραμμένο ήσυχο μέλλον, και ερωτεύεται. Η Σούζαν, αντικείμενο πόθου, άτομο εκτός χρόνου, ηλικίας και τάξεων στα μάτια του νεαρού ερωτευμένου, είναι πολύ μεγαλύτερή του, δεν αναζητά άγνωστες επικίνδυνες χώρες αλλά «έναν τόπο που να παρέχει ασφάλεια», έναν τόπο που δεν της τον δίνει ο παραιτημένος γάμος της. Οι αταίριαστοι εραστές θα κληθούν να τολμήσουν να κατανικήσουν συμβάσεις και, στο δεύτερο μέρος, θα κληθούν να πληρώσουν, καθώς ο Μπαρνς χτίζει και γκρεμίζει ένα μοναδικό πορτρέτο ηρωίδας τραγικής, σαν αυτό μιας φλεγματικής Ναντίν Σεβαλιέ που αδιαφορεί πια αν «Σημασία Έχει ν’ Αγαπάς», σαν μιας Βρετανίδας Μπλανς Ντιμπουά που αποκοιμήθηκε μεθυσμένη στο τρένο της γραμμής (και τι Θείο δώρο θα είναι αυτός ο ρόλος για όποια ηθοποιό κληθεί να τον μεταφέρει στην οθόνη — αρκεί να μην το ενορχηστρώσει κάποιος ξέπνοος, όπως στο «Ένα Κάποιο Τέλος»...). Κι έρχεται πια, στο τρίτο μέρος, σε τρίτο πρόσωπο ο ήρωας, να προσπαθήσει να βάλει τις υποκειμενικές του μνήμες σε σειρά, να προσπαθήσει να δει αυτή τη «Μοναδική» του «Ιστορία» αποστασιοποιημένα, να δανειστεί τα μάτια των δευτεραγωνιστών, να απολογηθεί εντέλει —και ξαφνικά, σε πρώτο, τελικά, πρόσωπο, να σου πει το τέλος, που (δεν) περίμενες…

Αφοπλίζει ο τρόπος που αφηγείται ο Μπαρνς: σ’ το λέει από την αρχή ότι δεν είναι εδώ για να περιγράψει συννεφάκια και λιβάδια και το χρώμα των σπιτιών — είναι εδώ για να καταθέσει σκόρπιες μνήμες, όπως ανακαλούνται, όχι χρονολογικά τακτοποιημένες, αλλά ποτισμένες με τα συναισθήματα που έγραψαν στην καρδιά του. Θυμάται με θέρμη, νοσταλγεί γλυκόπικρα, συζητά παιχνιδιάρικα με τον ίδιο τον αναγνώστη για το λεωφορείο νούμερο 27 σ’ ένα σταυροδρόμι έξω από τους Δελφούς, διακόπτει ξαφνικά για να καταθέσει ένα παθιασμένο παραλήρημα, ένα κατηγορώ ενάντια σε οτιδήποτε ορίζει την ενηλικίωση, και επανέρχεται, πάντα συναισθηματικά φορτισμένος, στα ακατάστατα ψήγματα της Ιστορίας του: μια τέτοια Ιστορία ανήκει στον καθένα, σου λέει.

Έχει μια αρχοντιά η απλότητά του, είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι δείχνει, είναι η γραφή του ανθρώπου που έχει δει πολλά στη ζωή του, του ανθρώπου που μεγάλωσε καταφρονώντας τη χαμένη μεταπολεμική γενιά, αλλά που μπορεί ακόμη να σου εξηγεί γιατί ο Μαξ Βερστάπεν κάνει αυτά τα ανόητα που κάνει στις πίστες της Φόρμουλα 1 (και, ειρωνικά, την ίδια στιγμή που το διάβαζα, ο Μαξ έκανε κάτι τέτοια ανόητα των 20 χρόνων του στην πίστα της Σανγκάης...). Κεντάει με τις φράσεις ο Μπαρνς μια τοιχογραφία ψυχών και συναισθημάτων, και τελειώνοντας, συγκινημένος, αδημονώντας να δεις μια Μπλανσέτ π.χ. ως τραγική Σούζαν, υποκλίνεσαι σε έναν άνθρωπο που ανύψωσε τη γραφή, και τη μνήμη.

Η «Μοναδική Ιστορία» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε, αναμενόμενα άψογη, μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.

[ Πηγή εικονογράφησης ].