Τον βάτραχο ποτέ δε θα φιλήσεις

C
Άντζη Κουνάδη

Τον βάτραχο ποτέ δε θα φιλήσεις

Για κάποιους από εμάς (κάπως μεγαλύτερους), τα Bell στην δεκαετία του ’80 μάς σύστησαν «τέρατα» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μία εποχή που όλοι σνόμπαραν τα pocket («Μα, δεν είναι βιβλία αυτά. Στα περίπτερα τα πουλάνε, μωρέ»). Τριάντα και βάλε χρόνια μετά, τα Bell παραμένουν εδώ, και από τις σελίδες τους παρέλασαν και παρελαύνουν οι John Fowles, Harper Lee, Stephen King, John Grisham, John le Carré, Thomas Harris, Michael Crichton, Richard Montanari, Ken Follett, Dean Koontz, Nelson DeMille, James Patterson, Wilbur Smith, Michael Connelly, Tami Hoag, Lee Child, John Connoly, Craig Russell, Harlan Coben και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι, αλλά έχω σίγουρα διαβάσει. Το 2017 ήταν μία χρονιά που σηματοδότησε μία σειρά αλλαγές (νέα εμφάνιση, νέο χαρτί υψηλής ποιότητας, μεγαλύτερο σχήμα), καθώς τα Bell απέκτησαν και δικό τους βιβλιοπωλείο. Και μέσα σε αυτές τις αλλαγές υπήρξε και η επανέκδοση (μετά από μόλις δύο χρόνια και ενώ είχε προηγηθεί η έκδοσή του από άλλον εκδοτικό οίκο) του βραβευμένου αστυνομικού μυθιστορήματος «Τα Βατράχια» ενός πρωτοεμφανιζόμενου 30χρονου Έλληνα συγγραφέα, του Δημήτρη Σίμου, που αποτελεί μέρος της σειράς με τίτλο «Σκοτεινά Νερά».

Για να είμαι ειλικρινής, αγόρασα το βιβλίο περισσότερο από περιέργεια και χωρίς να περιμένω πολλά. Μα ήταν τίτλος αυτός; «Τα Βατράχια»; Ιντριγκαδόρικος μεν, παράξενος δε. Ήμουν αποφασισμένη να εξαντλήσω όλη μου την αυστηρότητα, οπότε ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες, και να διαβάζω… και να διαβάζω… ώσπου ακούστηκε η φωνή του άντρα μου: «Μα πώς διαβάζεις μέσα στα σκοτάδια; Βλέπεις;» Οι ώρες είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβω, δεν είχα μαγειρέψει, το σκυλί δεν είχε βγει βόλτα και εγώ κινδύνευα να στραβωθώ.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Χαλκίδα, όπου ψαράδες ανασύρουν από τα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού το πτώμα της 14χρονης Ευθυμίας Ραφτοπούλου, παιδιού πλούσιας οικογενείας, που όμως έπεφτε συχνότατα θύμα bullying από τους συμμαθητές της. Η υπόθεση ανατίθεται στον Χρήστο Καπετάνο που επανέρχεται στην ενεργό δράση μετά από μία άτυπη διαθεσιμότητα. Η διαλεύκανση όμως αυτού του εγκλήματος δεν είναι τελικά τόσο απλή· ενώ συγχρόνως διαβάζουμε και το χρονικό του Δημήτρη και της Αμαρυλλίδος, δύο αδερφών χωρίς δεσμό αίματος και του μυστικού που τους ενώνει.

Ο Δημήτρης Σίμος έγραψε ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής του είναι ο αστυνομικός που ονειρευόμαστε όλοι μας: ανθρώπινος, με αδυναμίες, αλλά πάνω απ’ όλα έντιμος και αδιάφθορος. Είναι πάνω απ’ όλα, κατά τη γνώμη μου, ένας ήρωας νουάρ. Οι χαρακτήρες που τον περιτριγυρίζουν —κάποιοι ίσως τούς θεωρήσουν κλισέ— είναι βγαλμένοι μέσα από την καθημερινότητα, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με τα πάθη τους, τις αδυναμίες τους, ακόμη και τις κακίες τους. Παραμένουν όμως αυθεντικοί μέχρι το τέλος. Ο συνεργάτης του Καπετάνου για παράδειγμα, ο Ορέστης, είναι το κλασικό Greek καμάκι, μπαρόβιος αλλά πιστός σαν σκυλί. Ο διοικητής του είναι πρώτα πολιτικάντης και μετά αστυνομικός. Η γυναίκα του, με την οποία βρίσκεται σε διάσταση, κουρασμένη από την ζωή της συζύγου αστυνομικού. Ο Γεραντάρης είναι ο κλασικός Έλληνας πολιτικός, με τα ρουσφέτια και την συμπεριφορά, «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» Η μητέρα της νεκρής χαμένη στον κόσμο της πολυτέλειας. Το ίδιο το θύμα, ένα πλάσμα διαφορετικό και ευαίσθητο, που πληρώνει καθημερινά αυτή του τη διαφορετικότητα. Ακόμα και οι ψαράδες έχουν κάτι να κρύψουν. Αστυνομική διαφθορά, πολιτικά μυστικά και ερωτικά σκάνδαλα. Και μέσα σε όλα αυτά η Χαλκίδα, μία πόλη τόσο κοντά και τόσο μακριά από την πρωτεύουσα Αθήνα, με όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας και, συγχρόνως, με όλα τα καλά της.

To μεγαλύτερο προτέρημα του συγγραφέα είναι ότι η γραφή του δεν πλατειάζει, η γλώσσα είναι απλή, κοφτή, χωρίς περιττές φανφάρες. Ανοίγω παρένθεση εδώ λέγοντας ότι με παραξένεψε που το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Σίμου είναι πρωτοπρόσωπο, αλλά το αποτέλεσμα τον δικαιώνει γιατί ζεις το βιβλίο μαζί με τον ήρωά του. Καταφέρνει να διηγηθεί δύο παράλληλες ιστορίες στο χθες και στο σήμερα χωρίς να κουράζει. Τα κεντρικά κεφάλαια αφηγούνται το παρόν, ενώ στο τέλος του καθενός από αυτά υπάρχει ένα δευτερεύον υποκεφάλαιο που αναφέρεται στο παρελθόν. Όλο αυτό το τρικ, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, βοηθά να μην κάνει πουθενά κοιλιά η ιστορία και σε αναγκάζει να διαβάσεις άλλη μία σελίδα για να δεις τι θα συμβεί. Και συμβαίνουν πολλά, χωρίς να «βαραίνει» η ανάγνωση από τις διάφορες πληροφορίες.

Φτάνοντας στο τέλος με την ανατροπή που αναρωτιέσαι αν σωστά διάβασες, όταν όλα μπαίνουν στην θέση τους, όταν οι δύο ιστορίες συναντιούνται, συνειδητοποιείς ότι κρατούσες στα χέρια σου όχι απλά ένα καλό αστυνομικό, αλλά ένα βιβλίο που αφήνει μία αλμυρή γεύση στο στόμα γιατί πάνω απ’ όλα είναι μία κατάβαση στην παράνοια, σ’ ένα σκοτεινό παραμύθι για μεγάλους. Όμως, μην ξεχνάς...

... Στο παραμύθι αυτό δε θα ’μαι ο βάτραχος εγώ

που μ’ ένα χάρτινο φιλί θα μεταμορφωθώ.

Σ’ έναν κόσμο υποταγής εγώ δε συμβιβάζομαι.

Σπάζοντας όρια, νόμους και κανόνες, έτσι εγώ εκφράζομαι.

Το παραμύθι αυτό δε θα ’ν’ το τέλος του καλό, γιατί τον βάτραχο ποτέ δε θα φιλήσεις.

Σε βιτρίνες αυταπάτες όσο κι αν θες εγώ δε μπαίνω

κι από το τρένο της ζωής αν δε γουστάρω βγαίνω.

Το παραμύθι αυτό δε θα ’ν’ το τέλος του καλό, γιατί τον βάτραχο ποτέ δε θα φιλήσεις.

Με τη φωτιά μου καίω ό,τι δε μου ταιριάζει

κι αν δε σας είμαι αρεστή καθόλου δε με νοιάζει.

Το παραμύθι αυτό δε θα ’ν’ το τέλος του καλό, γιατί τον βάτραχο ποτέ δε θα φιλήσεις.

[ Το δεύτερο βιβλίο της σειράς Σκοτεινά Νερά, με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Καπετάνο, θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου, πάντα από τις Εκδόσεις Bell ].