Η Πόλη θα με ακολουθεί
Η Πόλη με ακολουθεί από τον καιρό του Παντελή, θαμώνα στο ζαχαροπλαστείο μας στα πολιτικοποιημένα 80s, φανατικού αεκτσή —φυσικά— αλλά απόλυτα σιωπηλού στα κομματικά debates γύρω από τον καφέ. «Τούρκος υπήκοος», ήταν η εξήγηση-σοκ του πατέρα μου. Υπήρχαν και στην πραγματική ζωή λοιπόν αυτοί, όχι μόνο σε βιβλία όπως της Αγωγής του πολίτη (μικρό το «π» εδώ), όπου μαθαίναμε για τον Σωκράτη, που ψήφιζε κι αυτός στη γείτονα αλλά είχε «ελληνική εθνική συνείδηση».
Δύσκολες για την τότε ηλικία μου οι έννοιες. Δεν τις έκανε ευκολότερες η πληροφόρηση για το ποδόσφαιρο, αλλά τουλάχιστον ήταν πηγή πρόσθετων παραδειγμάτων. Όπως ο Νίκος Κόβης του Παναθηναϊκού, γνωστός —σύμφωνα με εγχώριο αθλητικό περιοδικό— με το παρατσούκλι Ετζεβίτ, μουστακαλής σαν τον πρωθυπουργό του Αττίλα (και σαν τον Παντελή επίσης). Ή ο παλιός θρυλικός —πλην αμούστακος— Λεφτέρ, που τον έμαθα πολύ αργότερα, όταν το γερμανικό Kicker τον μνημόνευσε ως σκόρερ της Τουρκίας στο πρώτο της μουντιάλ, το ’54.
Μετά ήρθε το ’55 και το ’64 και τα άλλα δύσκολα χρόνια και αποδεκατίστηκε η μειονότητα, που δεν είχε να επιδείξει μόνο ποδοσφαιριστές. Με σχεδόν σταθερή δύναμη κοντά στις εκατό χιλιάδες και ποσοστό πάνω από 5% του πληθυσμού, ήταν μέχρι τότε το κατά Λωζάννη αντίβαρο της Θράκης και —κυρίως— η ζωντανή συνέχεια της Βασιλεύουσας και του Πατριαρχείου. Κι όμως, από τον τριπλό εμβολιασμό βυζαντινής ιστορίας που δεχτήκαμε στο σχολείο, αυτό που μου έμεινε περισσότερο δεν ήταν τα πρόσωπα με τις παροιμιώδεις ίντριγκες, ούτε οι εδαφικές αυξομειώσεις που συμβάδιζαν με την ακμή και παρακμή της αυτοκρατορίας. Ήταν —καθόλου παράξενο για όσους με γνωρίζουν προσωπικά— οι χάρτες της Επταλόφου.
Δεν με απασχόλησαν οι ισοϋψείς και ποτέ δεν κατάλαβα ποια λογική —πέραν της αντιγραφής της Ρώμης— βγάζει μόνον επτά τους λόφους της Πόλης. Την κάτοψη μόνο πρόσεχα: την τριγωνική οχυρωμένη χερσόνησο ανάμεσα στην Προποντίδα και τον Κεράτιο, καθώς και τα μικρά κομμάτια του Γαλατά και της ασιατικής πλευράς που χωρούσαν στην απεικόνιση. Η Πόλη στα μάτια μου ήταν ένα νησί, οχυρωμένο τόσο καλά που η τελική του πτώση ήρθε —όπως λέγεται— από μια πόρτα στεριανή και όχι από τα τείχη της θάλασσας που απέκρουσαν παλιότερους Ανατολίτες εισβολείς, με ή χωρίς πρωτοποριακά φλογοβόλα.
Σαν νησιώτες πράγματι ζούσαν κάποιοι Πολίτες, όπως ο κυρ Δημητρός που ψάρευε στον Βόσπορο, ωστόσο είχαν και τα πραγματικά τους νησιά λίγο παραπέρα. Τα όνομα και πράγμα «Πριγκιπόνησα» είναι όλα τους μικρότερα από το Αγκίστρι της Αίγινας, πράσινες τούφες γεμάτες ζωή. Η Δώρα, κόρη του κυρ Δημητρού και συμφοιτήτριά μου στην Αθήνα, μου έστειλε κάρτα από την Αντιγόνη/Burgazada και μου εξηγούσε στο πίσω μέρος ότι η λευκή εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο με το όνομά μου.
Το παραδίπλα νησί, η Χάλκη/Heybeliada, δεν χρειαζόταν συστάσεις: την ξέραμε από την κλειστή θεολογική σχολή και τη μάθαμε καλύτερα όταν η Δώρα μάς σύστησε τον Νότη, που παραθέριζε εκεί. Ο νέος μου φίλος ήταν —και παρέμεινε— σταθερός στην ΑΕΚ του Παντελή αλλά και στη Φενέρ του Λεφτέρ. (Στο μουστάκι αποδείχτηκε άστατος, μιας και το άφηνε μόνο όταν ήθελε να μεγαλοδείχνει.) Μου μίλησε πολλές φορές για τους Ρωμιούς και το Φανάρι αλλά ακόμη περισσότερες για τη μεγάλη και σύγχρονη Πόλη, που ανάμεσα στους μιναρέδες και τα παζάρια είχε από τότε και σχολή αεροναυπηγικής στο πολύ καλό της Πολυτεχνείο. Αν δεν διάνθιζε με τούρκικα τοπωνύμια και ορολογίες τις αφηγήσεις του (που ακριβώς γι’ αυτό με παρακίνησαν να μάθω τη συγκεκριμένη γλώσσα), θα έλεγες ότι μιλά για τη Νέα Υόρκη.
Όταν λοιπόν την είδα από κοντά την Πόλη στα σαράντα μου, τα τρία της κομμάτια μού έμοιαζαν πράγματι σαν το Μανχάταν, το Μπρούκλιν και το Μπρονξ. Ο «Ιστ Ρίβερ» Κεράτιος, οι ουρανοξύστες, οι γέφυρες και ο δυναμισμός των δεκαπέντε εκατομμυρίων κάνουν την Istanbul αδιαφιλονίκητη μητρόπολη των Βαλκανίων. Μπορεί να έπαψε να είναι η παλιά πολυεθνική πρωτεύουσα, συνεχίζει όμως να προσελκύει και διεθνείς μετοίκους, όχι μόνο τη φτωχολογιά της τουρκικής Ανατολίας. Μέχρι και ομοεθνείς μας ξανατράβηξε, ήδη από τον καιρό της διπλωματίας των σεισμών και μάλλον εντονότερα μετά την κρίση μας.
Κι αν ήταν άλλος ο βαλκανικός προορισμός που τράβηξε εμένα, οι πτήσεις για τον Καύκασο μου δίνουν τη δυνατότητα για μια μικρή ή μεγάλη δόση Κωνσταντινούπολης. Συνήθως στην ανταπόκριση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ δεν προλαβαίνω παρά να πιω έναν τούρκικο καφέ και να πάρω λουκούμια για το σπίτι. Αυτή η συντομία αποδείχτηκε ευτύχημα πρόπερσι τον Ιούλιο: λίγο μετά το πέρασμά μου έγινε το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν. Παρ’ όλο το ρίσκο, όμως, μου είναι δύσκολο να αντισταθώ σε ένα πέρασμα από το κέντρο. Κάποιες φορές που το επέτρεψε ο χρόνος πήγα κατευθείαν στην ουρά των διαβατηρίων κι από εκεί στο μετρό, που θέλει γύρω στη μία ώρα για να σε πάει στην πλατεία Ταξίμ. Εκεί ξεκινά ο πεζόδρομος της Ιστικλάλ, στην παλιά κοσμοπολίτικη γειτονιά του Πέραν, που καταλήγει στον παλιό γενοβέζικο Γαλατά και (μέσω της μεμονωμένης γραμμής Τούνελ, που είναι το παλιότερο μετρό της ηπειρωτικής Ευρώπης) στον Κεράτιο.
Τον τόπο τον θεωρούσα γνώριμο από προηγούμενες επισκέψεις, αλλά η ξενάγηση της Εύας μού θύμισε για μια ακόμη φορά ότι ουδέν οίδα. Παλιότερα δασκάλα τουρκικών στην Ελλάδα, βρέθηκε εγκατεστημένη στην Πόλη να μαθαίνει ελληνικά σε ομογενείς και Τούρκους. Στη βόλτα μας στο Τζιχάνγκιρ και μετά στο μεσημεριανό, στο εστιατόριο του Αρμένη φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ, μου είπε πολλά για την εκεί ζωή της — για τις παρέες της και την ομογένεια, για τους μουεζίνηδες που καλούσαν τον κόσμο να αντισταθεί στο κίνημα του 2016, για τις διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί (δίπλα στην Ταξίμ) τρία χρόνια νωρίτερα. Δεν θυμάμαι να τη ρώτησα ποια ομάδα υποστηρίζει, αλλά θα τη συνδέω πάντα με την Μπεσίκτας: λίγο αφότου έφυγα εκείνη τη μέρα, έγινε μια επίθεση στο γήπεδο της ομάδας των μαυραετών. Όπως μας είπε αργότερα, είδε τη λάμψη της έκρηξης από το παράθυρό της.
Αυτή είναι η Πόλη που —με τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της, με τη γαλήνη της θάλασσας και τον πολιτικό πυρετό της, με τη γνώση μου γι’ αυτήν και τη μεγάλη μου άγνοια— διαρκώς θα με ακολουθεί.