Η δική του πατρίδα

C
Γιώργος Παππάς

Η δική του πατρίδα

«Πάντα τόσο δυνατά τραγουδούσαν τα τζιτζίκια;» αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Kevin Andrews στην Πτήση του Ίκαρου, την ανείπωτης πολυτιμότητας εξιστόρηση της ξαφνικής και ξαφνιασμένης εμπειρίας ενός ξένου από μια χώρα που γνώριζε μόνο από την ηχώ του αρχαίου πολιτισμού της, τη διήγηση του πώς, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφτασε στην Ελλάδα, σε μια χώρα ρημαγμένη από τον πόλεμο και με τον εμφύλιο να μαίνεται, σε μια χώρα εκπλήξεων και αναμενόμενης αταξίας.

Ο Άντριους ήρθε στην Ελλάδα για ένα χρόνο με υποτροφία για να μελετήσει αρχαία κάστρα. Έμεινε τρία χρόνια, περπάτησε όλη την Πελοπόννησο, ανέβηκε στον Όλυμπο, έφυγε, αλλά επέστρεψε για πάντα. Κι ένιωσε αφάνταστα περήφανος όταν πήρε, χρόνια μετά, την ελληνική υπηκοότητα, ένιωσε να βρίσκει το πραγματικό του σπίτι, τη δική του πατρίδα. Είχε ήδη ταξιδέψει ως παιδί πολύ, όχι πάντα για καλό, είχε περάσει από τη φρίκη του πολέμου, και είχε στον νου του μια άλλη Ελλάδα: έρχεται και δεν αντικρίζει άσπαρτα σταροχώραφα αλλά πεδία όπου αντηχούσε η πολεμική ιαχή που προκαλούσε πανικό στις ορδές των Περσών. Κι απορεί μήπως ο Πάνας είναι όντως νεκρός, ή μήπως στέρεψε η φαντασία των γύρω του, καθώς βλέπει τη σύγχρονη Ελλάδα, την ερειπωμένη, την ακόμη εμπόλεμη, την καχύποπτη για τον ανέμελο νεαρό με το σακίδιο στην πλάτη που μοναχικός περιφέρεται σε ρεματιές και χαλάσματα.

Αλλά θα έρθει το τοπίο πρώτα να τον αγκαλιάσει και να τον κάνει να νιώσει σπίτι του. Και το πιο πολύτιμο που κομίζει η Πτήση του Ίκαρου είναι αυτές οι περιγραφές του Άντριους, μια ρέουσα γλώσσα ευφάνταστων μεταφορών και αληθινών αισθημάτων, γλώσσα που θυμίζει Ντάρελ όταν ταξιδεύει στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας (και το λέει αυτό κάποιος που θεωρεί τον Ντάρελ έναν από τους δυο-τρεις μεγαλύτερους αφηγητές που υπήρξαν). Αλλά βρίσκεσαι εκεί με την περιγραφή του Άντριους, με τις πελιδνές νεφέλες φωτός, με το «φως του ήλιου που όταν φεύγει στην Ελλάδα τότε μένει μια στιγμή που δεν υπάρχει τίποτε, μόνο νεκρός αέρας, μίζερα αντικείμενα, συρρικνωμένες αποστάσεις, χώροι που έχουν χάσει τη σημασία τους, κι όλα ασχημαίνουν σαν την διάψευση της ελπίδας τις στεγνές ώρες της αϋπνίας, χωρίς καν την αξιοπρέπεια του φόβου». 'Η όταν αντικρίζει, σ' ένα στενάχωρο νεοϋορκέζικο διαμέρισμα, τα διαγράμματα που είχε κάνει «κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο πάνω σε προμαχώνες όπου βλάσταιναν γαϊδουράγκαθα και μοσχοβολούσε το θυμάρι». Τα υπολείμματα της χώρας που αγάπησε, μέσα στα τετράδιά του, «κάποιο χορταράκι από το Ναβαρίνο, κάποιο ξερό φύλλο λιόπρινου από το Άργος, ή το πολύπλοκο ιερογλυφικό ενός εντόμου πατικωμένου προφανώς στην Καλαμάτα».

Μα δεν ερωτεύεται μόνο τη γη ο Άντριους. Θα αγαπήσει και τους ανθρώπους της, και θα τον αγαπήσουν κι αυτοί, τον ιδιόρρυθμο μοναχικό Αμερικάνο, που «μπορεί και να έχει κάποιον μυστικό σκοπό». Θα επισκέπτεται συχνά τον φυματικό Νικηφόρο στην αθηναϊκή φτωχογειτονιά, θα ξαναγυρίζει στον Κωνσταντή στους πρόποδες του Μιστρά, τον Κωνσταντή τον αδελφό του, «τον απίστευτα γενναίο, τον καλύτερο σύζυγο, τον πιο στοργικό πατέρα, τον άνθρωπο που απεχθάνεται να φέρνει σε δύσκολη θέση ή να στενοχωρεί ή να απογοητεύει όσους αγαπάει, αλλά και τον άνθρωπο που έχει σκοτώσει τόσους, της άλλης πλευράς, που έχει χάσει το μέτρημα». Κι είναι δεξιός ο Κωνσταντής με ματωμένα χέρια, ενώ ο Άντριους είναι, συμπεριφέρεται και έμεινε μέχρι τέλους αριστερός. Αλλά είναι αδελφοί.

Θα κουμπαριάσει και με τον ορεσίβιο Αντώνη, θα ανακοινώνει την άφιξή του παίζοντας φλογέρα και θα νυχτώνουν στα μαντριά γύρω από φωτιές, θα συναντήσει τον παπα-Σταύρο στην Μάνη που θα τον βάλει στο σπίτι του χωρίς να ρωτά πολλά-πολλά, γιατί «Υπάρχει Θεός, έτσι δεν είναι; Τι χρειάζεται να ξέρεις για έναν ξένο;» Θα στραβοκοιτάξει πολλούς, θα μάθει να παζαρεύει ή να λέει ψέματα όπως απαιτεί ο τόπος και η τιμή, θα μνημονεύσει δημοτικά τραγούδια, θα περπατήσει κάθε κακοτράχαλη πλαγιά, θα ξαπλώσει κάτω από πυκνές σκιές δέντρων και θα δει εκατοντάδες ανατολές του ήλιου. Και θα νιώσει ότι βρήκε τη δική του πατρίδα.

Και είναι απορίας άξιο πώς αυτός ο λυρικός ύμνος στην Ελλάδα, στις αναπνοές της γης και των ανθρώπων της, δεν μεταφράστηκε ποτέ παρά μόνο σήμερα, σε μια άλλη μείζονα προσφορά των Εκδόσεων Παπαδόπουλος σε ολοζώντανη μετάφραση της Δέσποινας Ρισσάκη (έκδοση αδελφική της Μεταμόρφωσης της Ελλάδας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο του William McNeill που επίσης πρόσφατα κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο).

Ακόμη και η γραφική απόπειρά του να μελετήσει την ελληνική ιστορία ως μια διαρκή βάρβαρη Αγγλοκρατία, απόπειρα που θα έκανε περήφανο τον σύντροφο Κουτσούμπα, δεν μετριάζει το μεγαλείο της γραφής του, τον τρόπο που ζωντανεύει χώρο και ζωντανούς και το άγγιγμα της Αρχαίας Ιστορίας.

Ο Άντριους έζησε για πάντα στην Ελλάδα, χάθηκε στη θάλασσα των Κυθήρων που υπεραγάπησε το 1989, στα 65 του· λίγοι τον θυμήθηκαν, ο φίλος του ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, οι γείτονές του στο Μετς. Αλλά μέσα από την Πτήση του Ίκαρου, οφείλουμε όλοι μας να τον θυμόμαστε με σεβασμό. Και να προσπαθήσουμε να περπατούμε την ίδια γη, με μάτια παρόμοια με τα δικά του.

[ Πηγή εικονογράφησης ]