Η φυλακή και το ξέφωτο
Κωνσταντίνου και Ελένης σήμερα που γράφω αυτό το κομμάτι, και η συγγραφέας του βιβλίου που διάβαζα το Σαββατοκύριακο έχει τη γιορτή της. Βιάζομαι λοιπόν να το γράψω αυτό το σημείωμα, γιατί νιώθω πως της χρωστάω για κάτι που μού χάρισε. Χρωστάω να μοιραστώ με τους δικούς μου φίλους αυτή τη δεύτερη, ξεχωριστή ματιά, τη δεύτερη ανάγνωση για ιστορίες που γράφει η ίδια η ζωή. Αναφέρομαι στο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, «Η ωραία της νύχτας», που κυκλοφορεί στη νέα σειρά ελληνικής λογοτεχνίας των Εκδόσεων Διάπλαση.
Παρότι το βιβλίο αναφέρεται σε δυο εγκλήματα, το άγνωστο για μας τους αναγνώστες δεν είναι η ταυτότητα των δολοφόνων. Αυτό το γνωρίζουμε ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, κάποιοι δε ίσως να θυμούνται τις πραγματικές αυτές ιστορίες έτσι όπως τις διάβασαν μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων. Δεχόμαστε όμως την πρόσκληση της Γκίκα ν’ ακολουθήσουμε τα δικά της βήματα, βήματα όχι στο παρελθόν, μα στο αύριο και στα γιατί τής κάθε ιστορίας. Δεχόμαστε την πρόσκληση, γιατί μας έχει πείσει από την αρχή πως αυτή ξέρει. Είναι ο τόπος της, οι γειτονιές τους, οι μυρουδιές τους. Είναι οι άνθρωποι οι δικοί της, το φως της δικής τους μέρας, τα σκοτάδια της δικιάς τους αλλιώτικης νύχτας. Εκείνη ξέρει να διαβάζει τα μυστικά τους και μπορεί ν’ ακούει αυτά που οι εφημερίδες δεν θα μπορούσαν ποτέ ν’ αφουγκραστούν.
Δυο φόνοι με απόσταση μισού αιώνα και κάτι, από δυο γυναίκες, στα είκοσι έξι τους χρόνια η κάθε μια. Γιαγιά και εγγονή. Δυο αφηγήτριες. Κι άλλη μια. Μια συγγραφέας. Η πρωταγωνίστρια σε τούτη την ιστορία της Ελένης Γκίκα. Από τον ίδιο τόπο με τις φόνισσες.
Ο τόπος είναι τρόπος. […] Ο τρόπος μου. Κι οφείλω πια να τον ψάξω. Αν θέλω να συνεχίσω ν’ αντέχω και να ζω. Δεν υπάρχει χειρότερο απ’ το να σε μετρούν με τους επιζώντες. Ή μάλλον υπάρχει. Να γεννήθηκες για να εξιστορείς. Να είσαι εκείνη που οφείλει να γράψει την ιστορία. Δεν έχεις άλλον τρόπο, δεν ξέρεις άλλη ζωή, δεν έχει καμιά άλλη επιλογή.
Είναι πολλές και συγκινητικές οι αναφορές της πρωταγωνίστριας στον τόπο της. Ή μήπως μιλά η ψυχή της ίδιας της Γκίκα;
Όπου κι αν έχω πάει, ο δικός μου ο τόπος με κυνηγά. Απολογούμαι γι’ αυτόν, παθιάζομαι μαζί του, είμαι χώμα απ’ το χώμα του και νερό απ’ τα πηγάδια του, κουβαλάω τη βαριά σκιά της συκιάς και της προδοτικής κουτσουπιάς. […] Εδώ γεννήθηκε ο πάππος κι ο προπάππος μου, εδώ ο πατέρας μου, εδώ κηδεύτηκε η μάνα μου, γι’ αυτό το εδώ γράφω και ξαναγράφω, ακόμα κι όταν γίνεται μακριά. Απομακρύνεται ποτέ, αλήθεια, ο τόπος σου;
Η Γκίκα θα πιάσει την ιστορία κεφάλαιο το κεφάλαιο. Στο κάθε ένα, θα μας μιλάνε και οι τρεις. Οι δυο, οι φόνισσες, όχι για ν’ απολογηθούν, ούτε για να δηλώσουν μετάνοια. Όλα έγιναν γιατί έπρεπε να γίνουν. Το ξέρουν:
Απ’ όταν πέσαμε […] απ’ τον Παράδεισο, μοίρα μας ο θάνατος, το φονικό, το λάθος, η μοναξιά. Ένα εξάνθημα η ζωή και το ξερνάμε με το καλό, ή με το στανιό.
Τα φονικά έπρεπε να γίνουν, γιατί: Δε χωρά η δική μας ζωή τη Ζωή, θα πουν. Και θα φιλιώσουν με τη μοίρα τους:
Δίχως το φόνο, δεν θα ήμουν τώρα σ’ αυτή την αυλή, δίχως φωτιά, δεν είχα ποτέ δροσιστεί, δίχως την κόλασή μου, δεν είχα μπει στον παράδεισο, και ξαφνικά ήμουν ελεύθερη μέσα στη φυλακή, ήμουν γαλήνια με τέτοια μαύρη ψυχή, ήμουν παντού κι ας μετρούσα τρία επί τέσσερα βήματα στο κελί…
Θα μιλήσουν όταν εκείνες νομίζουν πως δεν τις ακούει κανείς. Όταν νομίζουν πως τα λένε μόνο στον εαυτό τους. Γιατί η πραγματική ιστορία θ΄ ακουστεί μόνο όταν τα μικρόφωνα είναι κλειστά. Θα πουν για το κρίμα και τ’ άδικο. Αυτό, που μόνο κάποια άλλη γυναίκα —κάποια που ζει αντίστοιχα κι εκείνη στον δικό της γυάλινο κόσμο— μπορεί να καταλάβει για να το μεταφέρει. Η γιαγιά, έχοντας ήδη εκτίσει την ποινή της για ένα φόνο που έγινε πενήντα χρόνια πριν, είναι ένα βήμα πιο μπροστά. Είναι ήδη στον κήπο της, στον Παράδεισό της:
Πίσω απ’ τα λουλούδια κάθε γυναίκα ξέρει και κουκουλώνει ένα μαύρο ριζικό.
Κι έχει πολλά που θέλει να πει στην εγγόνα αν θελήσει να την ακούσει, εκεί στη φυλακή:
Θα ’χει και ξέφωτα, πουλάκι μου, παρακάτω, […] ξέφωτο θα γίνει με τον καιρό και η φυλακή. […] Κουράστηκα τόσο για να καταφέρω να γεράσω, αγαπώ τα γεράματά μου πιο πολύ από τα νιάτα μου σ’ αυτή τη ζωή.
Το δεύτερο φονικό είναι ακόμα φρέσκο. Η εγγόνα περιμένει την ετυμηγορία. Θα διαβάζει για τη ζωή της στις εφημερίδες και, χωρίς να μετανιώνει, θ’ αναρωτιέται με εμμονή:
Τι σχέση έχει η γιαγιά μου με μένα; Και πάλι θα σκότωνα αν δεν ήταν αυτή; Τι θα γινόταν αν…
Η συγγραφέας θα ψιθυρίζει:
Γεννιούνται οι άνθρωποι με άγνωστο παρελθόν προίκα, βαρύ. Λες κι έχουν φταίξει κάπου σε μια άλλη ζωή.
Μα αλλού θ’ αναρωτιέται:
Υπάρχει συλλογικό ασυνείδητο; Συλλογικό πεπρωμένο;
Για να μπορέσει να βάλει τάξη στην ίδια της τη σκέψη, για να μπορέσει να δεχτεί τις δυο γυναίκες όπως τούς πρέπει, θα ξεχωρίσει μέσα απ’ τα τετράδια της, λόγια του Μπόρχες: «Θα πρέπει να σεβόμαστε του καθενός το πεπρωμένο», και του Σεφέρη: «Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος». Ο Θερβάντες θα της πει: «Ο άνθρωπος είναι όπως τον έκανε ο Θεός, αλλά μερικές φορές είναι χειρότερος». Και ο Πόρτσια: «Όποιος έχει δει ν’ αδειάζουν όλα, σχεδόν γνωρίζει από τι γεμίζουν όλα».
Και, για να μας εξηγήσει τον δικό της τρόπο να βλέπει τα πράγματα, θα ομολογήσει:
Η έννοια της αξιοπρέπειας και της σιωπηλής αποδοχής […] κι εκείνο το «συγκρατήσου» που θα συναντήσω στον «Θάνατο στη Βενετία» [θα] μου έχει σημαδέψει ήδη όλη μου τη ζωή.
Οι άντρες δεν έχουν θέση σ’ αυτή την ιστορία. Θα είναι πάντα στο περιθώριο. Όλοι: θύματα (ο βιαστής-σύζυγος της γιαγιάς), πατέρας και γιος (που αρνείται οποιονδήποτε ρόλο), ο γκόμενος (η πέτρα του σκανδάλου για τον δεύτερο φόνο).
Πρωταγωνίστρια αναμφισβήτητη η συγγραφέας, που κουβαλά τη δική της ανείπωτη ιστορία. Πρωταγωνίστρια, γιατί έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στις άλλες δυο γυναίκες. Θα πει για τη γιαγιά φόνισσα:
Άμα θέλω, βάζω τελεία και παύλα: στο μαρτύριό σου, στην αναμονή, στη ζωή. Θέλω σε καταδικάζω, θέλω σε αθωώνω, μέχρι την κομβική στιγμή που θα σε δω να σκιρτάς, που ευλογημένη θα νιώσω πως ήρθες επιτέλους, έχεις στο απεγνωσμένο μου κάλεσμα τελικά ανταποκριθεί.
Αλλά για ποια ιστορία, αλήθεια, γράφει;
Αν δεν έγραφα, το ξέρω, θα είχα σίγουρα τρελαθεί, οι πολλές ζωές των ηρώων είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σβήσεις ή να μερώσεις τη δική σου ζωή. Οι ήρωές μου λοιπόν μπορεί και να είναι οι δικοί μου νεκροί, τους ξεριζώνω με το έτσι θέλω και τους αφήνω εκεί γύρω όλους, στην ίδια τραγική γειτονιά, στη γειτονιά με τους ναυαγούς και τα φαντάσματα των παιδικών μου χρόνων.
Δυο ιστορίες για έναν γυάλινο κόσμο, ιδωμένο από μια δεύτερη, ευαίσθητη ματιά· ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο Κορωπί της Αττικής· έναν τόπο που, όπως λέει η συγγραφέας:
…έχει Ουράνιους κήπους και τεράστιους τοίχους, η αυλή δε γίνεται αμέσως από τον έξω κόσμο ορατή.
Απόλαυσα την ευαίσθητη γραφή της Ελένης Γκίκα, και μ’ έπεισε πως, για τούτη την ιστορία, ίσως να μπορώ κι εγώ να επαναλάβω:
Το αγίνωτο κρίμα είναι εκείνο που φοβάται. Εκείνο που έγινε και πληρώθηκε, τώρα έχει συγχωρεθεί.