«Όλα πάνε πολύ καλά, κυρία Μαρκίς»

L
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

«Όλα πάνε πολύ καλά, κυρία Μαρκίς»

Την εβδομάδα που μας πέρασε, έγραψα για ένα από τα βιβλία της σειράς «Θέματα Εβραϊκής Ιστορίας» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Θέμα του ήταν δύο χειρόγραφα που μας άφησε, σαν ευχή και κατάρα, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ζόντερκομάντο, της «ειδικής ομάδας» των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Ο Μαρσέλ Νατζαρή. Τα άλλα δύο βιβλία της σειράς συμπεριλαμβάνουν μαρτυρίες ανθρώπων που είτε δεν γνώρισαν είτε δεν είχαν ακόμα γνωρίσει τα εγκληματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πόσο λάθος είχα όταν σκέφτηκα πως θα διάβαζα για πράγματα γνωστά και με σαφώς μικρότερο συναισθηματικό βάρος από αυτό που μού άφησε το πρώτο βιβλίο…

Αυτό στο οποίο θα αναφερθώ σήμερα φέρει τον σπαρακτικό τίτλο «Μη με ξεχάσετε» και εκδίδεται με την επιμέλεια του Λέον Σαλτιέλ, διδάκτορα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με επίκεντρο το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Συμπεριλαμβάνει τρεις εντελώς ανεξάρτητες ομάδες επιστολών, γραμμένες από τρεις Εβραίες μητέρες στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες απευθύνονταν στα παιδιά τους στην Αθήνα. Κοινό χαρακτηριστικό των επιστολών αποτελεί ο χρόνος κατά τον οποίο έχουν γραφτεί: παραμονές του εκτοπισμού τους στο Άουσβιτς, από όπου δεν επέστρεψαν ποτέ. Τρεις τραγικές φιγούρες, τρεις γυναίκες-μητέρες: η Σαρίνα Σαλτιέλ, η Ματίλντα Μπαρούχ και η Νεάμα Καζές. Μολονότι άγνωστες, εξ όσων φαίνεται, μεταξύ τους, οι αναφορές τους βγαίνουν μέσα από την ίδια αγωνία, τον ίδιο πόνο.

Στις επιστολές αυτές, γραμμένες στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 1942 μέχρι τα τέλη Απριλίου του 1943, παρακολουθούμε, προφανώς, την καθημερινή αγωνία τους για την εξέλιξη της κατάστασης και την άγνοια για την τύχη που τις περιμένει, την αστείρευτη ανησυχία και αγάπη για τα παιδιά τους και τον πόνο που προκαλεί η αδυναμία να βρίσκονται μαζί· συγχρόνως όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας σκληρής εικόνας των όσων υφίστανται οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης σε καθημερινή βάση από τους Γερμανούς κατά την Κατοχή, καθώς και της αντιμετώπισης που έτυχαν από τους συμπολίτες τους.

Το γεγονός ότι οι επιστολές των παιδιών δεν έχουν σωθεί, κάνει την ανάγνωση ακόμα πιο φορτισμένη. Συμπάσχουμε με την αγωνία της μάνας που δεν έχει τη δυνατότητα επαφής με το παιδί της, παρά μόνο μέσα από μερικές αράδες κάποιων γραμμάτων που θα βρουν ίσως τον δρόμο τους προς τη Θεσσαλονίκη. Μέσα από τα γράμματα, όπως σημειώνει και ο Λεόν Σαλτιέλ, δεν φαίνονται σημάδια λογοκρισίας. Είναι σαφές, όμως, πως κάποιες επιστολές και από τις δύο κατευθύνσεις  δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.

Είναι βέβαια κάποια πράγματα που δεν λέγονται. Κι αυτό αποτελεί επιλογή των ίδιων των γυναικών, που αυτολογοκρίνονται, προκειμένου να μην αναστατώσουν τα παιδιά τους. Δεν θα διαβάσουμε για την ημέρα της ντροπής, την 11η Ιουλίου 1942, όπου όλοι οι άρρενες Εβραίοι από 18 έως 45 ετών κλήθηκαν στην Πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν και να οδηγηθούν τμηματικά σε καταναγκαστικά έργα. Την ημέρα εκείνη εκτυλίχθηκαν συνταρακτικές σκηνές ντροπής, με δημόσιο εξευτελισμό, με χτυπήματα και φωνές κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι περισσότεροι δεν γύρισαν πίσω. Δεν άντεξαν. Οι υπόλοιποι θα γύριζαν μετά από κάποιους μήνες αφού πλήρωσαν λύτρα δυο συνολικά δισεκατομμύρια δραχμές και υποχρεώθηκαν να καταστρέψουν  το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, «αφαιρώντας από τους νεκρούς την ιδιότητα του ανθρώπου», όπως σημειώνει στη μελέτη του ο Λεόν Σαλτιέλ.

Ούτε θα διαβάσουμε να αναφέρεται ρητά η διαγραφή των Εβραίων από τα Επιμελητήρια και τα σωματεία, αφαιρώντας τους πια το δικαίωμα να ασκήσουν οποιοδήποτε επάγγελμα, ή για την υποχρέωση δήλωσης όλων των  περιουσιακών στοιχείων και την ίδρυση Υπηρεσίας Διαχείρισης των ισραηλίτικων περιουσιών. Δεν θα διαβάσουμε ούτε για την υποχρέωση να φέρουν το κίτρινο αστέρι, για τη μετονομασία κάθε εβραϊκού δρόμου, για τη σήμανση των επιχειρήσεών τους, για τους δεκάδες άλλους τρόπους εξευτελισμού και απομόνωσής τους. Η καθημερινότητά τους, όμως, όπως την περιγράφουν, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία: η «τελική λύση» είχε από τότε μπει σε εφαρμογή, κι ας μην το έχουν αντιληφθεί ακόμα οι ίδιες. Δεν θα το καταλάβουν ούτε όταν θα έφευγαν τα πρώτα τρένα τον Μάρτιο του 1943 με προορισμό μια άγνωστη Πολωνία. Το μόνο που έβλεπαν ήταν πως, αργά ή γρήγορα, θα ακολουθούσε και η δική τους η σειρά για την εξορία. Μια νέα εξορία, στον 20ό, αυτή τη φορά αιώνα. Μ’ ένα μοναδικό σάκο 20 κιλών ανά άτομο.

Δεν γνωρίζουν την ακριβή τύχη που τις περιμένει. Γι’ αυτό και οι όροι που συμβολικά μόνο χρησιμοποιούν στα γράμματά τους —όπως θάνατος, εξόντωση, τελευταία ώρα, μοιραία στιγμή και καταδικασμένοι σε θανατική ποινή—, αυτή η ειρωνεία της άγνοιας, πονά τον αναγνώστη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αναφορά.

Διαβάζουμε:

Ο Σάλαμο και η οικογένειά του έφυγαν. Πρέπει να έχουν ήδη φτάσει. Παρακαλώ τον Θεό να είχαν ένα υποφερτό ταξίδι.

Αυτές τις μέρες σάς γράφω ένα γράμμα για να σας καθησυχάσω λίγο, παρ’ όλη την αγωνία πρωί και βράδυ περιμένοντας όπως οι κατάδικοι τη θανατική ποινή.

Προσπαθήστε να με βρείτε με την Τζίνα, γιατί αυτή η σκέψη με βασανίζει, πώς θα μάθετε πού βρισκόμαστε.

Κι ενώ σε τρίτο συνεχές γράμμα βλέπουμε να επαναλαμβάνεται η φράση: Είμαστε ακόμη εδώ για δυο-τρεις μέρες, ίσως, ενώ δηλαδή η αγωνία για την τύχη που τους περιμένει έχει φτάσει στο απροχώρητο, δεν θα σταματήσουν στιγμή να νουθετούν. Να είναι, πρώτα και κύρια, μητέρες:

Κάνε προμήθειες για τον χειμώνα.

Όταν δώσεις για καθάρισμα την bleu-vert ζακέτα, πρόσεξε μη σου την καταστρέψουν.

Μερικές φράσεις από το γράμμα σου [που] σου διορθώνω για να γράψεις καλύτερα την επόμενη φορά [ακολουθούν φράσεις στα γαλλικά].

Σου έστειλα ένα κουτί καραμέλες και η κυρία Τριανταφυλλίδου σού στέλνει ένα κουτί σάλτσα ντομάτας.

Περνούμε κρίσιμες ώρες [στο γκέτο] δεν έχουμε πλέον ελπίδες παρά μόνον στο Θεό και ευχόμαστε να μη χάσουμε τα λογικά μας.

Και μόλις δυο παραγράφους πιο κάτω:

Μη βγαίνεις πολύ έξω για να μην κρυολογήσεις.

Έχουν την αγωνία να προλάβουν να τους ενημερώσουν για όσους Χριστιανούς στάθηκαν στο πλευρό τους, με παρότρυνση να τους το ξεπληρώσουν μια μέρα:

Έκανα ένα πουκάμισο για το φίλο σου […] έφερε στον παππού ένα κουτί με 300 τσιγάρα.

Αύριο θα τον καλέσω [τον φίλο σου] για δείπνο. Αυτό μας γεμίζει το σπίτι, είναι σαν να είσαι παρών.

Πίσω από τις μικρές αναφορές για την καθημερινότητά τους, οι λέξεις μάς ραπίζουν το πρόσωπο. Μια καθημερινότητα διάφανη σαν φάντασμα:

Μας κράτησαν τις κουρτίνες, τα λινόλεουμ, τις λάμπες, την μπανιέρα, το τηλέφωνο. Σε κάθε περίπτωση, μακάρι αυτό να είναι το τέλος όλων των κακών.

Αύριο δεν ξέρω πού θα βρίσκομαι […] γιατί το σπίτι το έχουν επιτάξει.

Δίνουμε τα πάντα σε κάθε φτωχό που έρχεται, στον ένα παπούτσια, στον άλλο ρούχα, σε άλλον χρήματα, γιατί τίποτε δεν μας ανήκει πλέον.

Οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από κόσμο που ορμούν σαν ύαινες πάνω σ’ ένα ψόφιο άλογο για ν’ αρπάξουν, να κλέψουν τα πράγματα του κόσμου. […] Η Νταίζη δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κλαίει όλη τη μέρα βλέποντας τους εμπόρους να μπαίνουν στο σπίτι της. Ένα πραγματικό παζάρι.

Έχουν ήχο μουσικό οι λέξεις τους, άλλοτε μοιάζει με κλάμα, ένα δοξάρι που γλιστράει αργά στις χορδές, κι άλλοτε εναλλάσσεται με απόγνωση, σαν πιτσικάτο:

Ελπίζω αυτή τη βδομάδα να την βγάλω με το βδομαδιάτικο.

Αγόρασες παπούτσια; Οι μπότες μου έχουν γίνει παλιοπάπουτσα.

Εδώ και 8 μήνες έχουμε ξεχάσει τη γεύση [του κρέατος].

Πήγα σ’ ένα μέντιουμ. […] Τη ρώτησα πότε θα ξαναπάρω το σπίτι μου.

Οι νέοι παντρεύονται κατά εκατοντάδες, δέκα τη φορά από το ραβίνο, χωρίς προίκα, μόνο μ’ ένα σάκο στην πλάτη. Τίποτα άλλο, από το να έχουν μια συντροφιά.

Κι όλο ψάχνουν τον τρόπο να παραμείνουν νηφάλιοι:

Χαμογελάω σε όλους ενώ θέλω να κλάψω.

Με τους φίλους μας έχουμε κάνει μια ομάδα που άλλοτε με περιπάτους, ή στο σπίτι, προσπαθούμε να περάσουμε τα απογεύματά μας όσο γίνεται καλύτερα.

Σήμερα είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα κάνοντας φαγητό. Δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε…

Ο μπαμπάς […] είναι κάποιες φορές που είναι τόσο απόμακρος που δεν σηκώνει κεφάλι να μας κοιτάξει.

Όμως συνηθίζουμε σε όλα, αυτός ο πόλεμος μας έμαθε να έχουμε υπομονή.

«Όλα πάνε πολύ καλά, κυρία Μαρκίς», θα σαρκάσει με τον τρόπο του ο Μπέρτο Καζές, γιος της Νεάμα Καζές, σε επιστολή προς τον αδελφό του Μωρίς, αναφερόμενος σ’ ένα γαλλικό προπολεμικό τραγούδι (του 1935) με τον τίτλο Tous va trés bien, madame la Marquise. Όπως και στο γράμμα του, έτσι και το τραγούδι απαριθμεί μία-μία τις καταστροφές που συνέβησαν στον πύργο της Μαρκησίας κατά τη διάρκεια της απουσίας της, καταλήγοντας πάντα με τη φράση, «Κατά τα άλλα, όλα καλά». Το πολύ γνωστό τραγούδι στα χρόνια εκείνα σατίριζε την ακατανόητη αισιοδοξία των γαλλικών κυβερνήσεων μπροστά στην άνοδο του ναζισμού.

Οι τρεις γυναίκες- μητέρες δεν είχαν εδώ τον στόχο να καταθέσουν τη μαρτυρία τους για την τραγωδία που βρέθηκαν να βιώνουν. Αυτό γίνεται, προφανώς,  έμμεσα και ασυνείδητα, πράγμα που κάνει το έργο που έχουμε στα χέρια μας μοναδικό. Όσο διάβαζα όμως το βιβλίο, συνειδητοποιούσα πως η δική μας σημερινή ανάγνωση γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή για έναν κυρίως λόγο: γιατί πίσω από κάθε λέξη είμαστε σε θέση να βλέπουμε τι πραγματικά θα ακολουθήσει — γιατί ξέρουμε πως, όταν η Σαρίνα Σαλτιέλ γράφει, Σήμερα πήγα στο κονσέρτο τζαζ… (κι όταν τελείωσε) πήγα κατ’ ευθείαν σ’ έναν φωτογράφο για να ποζάρω και να σου στείλω μια φωτογραφία που να είμαι χαρούμενη, η τύχη της θα έχει προδιαγραφεί και πως η συγκεκριμένη φωτογραφία θα ήταν και η τελευταία…

Το βιβλίο προλογίζουν ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης και η Ζανέτ Μπαττίνου, διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας, όπου και φυλάσσονται τα δύο από τα τρία σώματα των επιστολών.

Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ αυτούς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης που χάθηκαν με τόσο φρικτό τρόπο και των οποίων οι περιουσίες δεν επιστράφηκαν ποτέ στους —ελάχιστους— δικούς τους ανθρώπους που επέζησαν, θα ήταν να ακυρωθεί η απόφαση του Δήμου που πάρθηκε στις 26.3.1943. Με την απόφαση εκείνη, μετονομάστηκαν όσες οδοί έφεραν εβραϊκά ονόματα. Έστω και μετά από τόσα χρόνια, μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε ένα ελάχιστο βήμα προς την αποκατάσταση της ιστορίας της πόλης.

[ Πηγή εικονογράφησης ]