Συμμετοχή, ενσυναίσθηση και ευσπλαχνία
Στην παράδοση που θέλει τα commencement speeches —τους λόγους που εκφωνούν διακεκριμένοι καλεσμένοι στις τελετές αποφοίτησης πανεπιστημίων— να γίνονται βιβλία, εντάσσεται και το
«Πολύ Καλές Ζωές» της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Οι ομιλίες αποφοίτησης βρίσκουν συχνά τον δρόμο για τους καταλόγους μεγάλων εκδοτικών οίκων και συμπληρώνουν τη βιβλιογραφία καταξιωμένων λογοτεχνών, όπως του Νιλ Γκέιμαν και του Τζορτζ Σόντερς, μεταξύ άλλων.
Η συγκεκριμένη ομιλία εκφωνήθηκε από την επιτυχημένη συγγραφέα το 2008, στην τελετή αποφοίτησης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, κοινωνικά και παραδοσιακά Μέσα είχαν αναπαραγάγει το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του. Μια αναζήτηση στο Internet θα δώσει αρκετά “inspirational quotes” της ομιλίας. Ωστόσο, το βιβλιαράκι, μόλις ογδόντα σελίδες, είναι μια φροντισμένη συλλεκτική έκδοση, με αριθμημένα αντίτυπα, σκληρό εξώφυλλο και ευφάνταστη εικονογράφηση από τον ταλαντούχο Τζόελ Χόλαντ.
Η καθαυτό ομιλία είναι σύντομη και κατανοητή, διανθισμένη από το χιούμορ της Ρόουλινγκ — όσοι την ακολουθούμε στο Twitter κάνουμε like στα σχόλια μιας πνευματώδους και πανέξυπνης γυναίκας.
Οι αναγνώστες —και βέβαια οι φοιτητές στο ακροατήριο, που ανυπομονούσαν να γίνουν φέσι με το που θα πετούσαν από πάνω τους τις τηβέννους— αποκομίζουμε εκείνα που θέλει να μοιραστεί η συγγραφέας για τα οφέλη της αποτυχίας και τη σπουδαιότητα της φαντασίας.
Η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη από την αρχή της ενήλικης ζωής τής ίδιας τής Ρόουλινγκ. Οι γονείς της δυσαρεστήθηκαν μόλις τους ανακοίνωσε ότι άλλαξε αντικείμενο σπουδών: από τις Σύγχρονες Γλώσσες πέρασε στις Κλασικές Σπουδές. Οι λογοτεχνικές φιλοδοξίες της νεαρής Τζόαν δεν προσέφεραν την οικονομική ασφάλεια που εκείνοι προσδοκούσαν για την κόρη τους, την προοπτική για ένα μέλλον διαφορετικό από το δικό τους. Η συγγραφέας ποτέ δεν έκρυψε τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή της, τα επιδόματα που εξασφάλιζαν τις απολύτως βασικές ανάγκες της, το διαζύγιο που κόστισε συναισθηματικά και χρηματικά στην ίδια και το παιδί της.
Η φτώχεια έχει για συνοδοιπόρους τον φόβο, και το άγχος, και καμιά φορά την κατάθλιψη· μεταφράζεται σε χιλιάδες μικρές ταπεινώσεις και δυσκολίες.
Στη φαντασία αναφέρεται ως την ικανότητα των ανθρώπων να μπαίνουν στη θέση άλλων και να συναισθάνονται τις εμπειρίες τους. Όμως, έχει γνωρίσει και εκείνους που δεν θα βάλουν τη φαντασία στη ζωή τους· εκείνους που πάσχουν από «πνευματική αγοραφοβία» αρνούμενοι να μπουν στη θέση των άλλων, να διαβάσουν ή να ακούσουν οτιδήποτε εκτός της δικής τους πραγματικότητας, υπό τον φόβο της γνώσης.
Νομίζω ότι όσοι συνειδητά αφήνουν τη φαντασία τους να ατροφήσει βλέπουν περισσότερα τέρατα. Συχνά, είναι περισσότερο φοβισμένοι.
Ο φόβος της γνώσης μεταφράζεται, κατά τα λεγόμενα της Ρόουλινγκ, σε άρνηση συμμετοχής, ενσυναίσθησης, ευσπλαχνίας ίσως. Στις μέρες μας, περισσότερο ίσως από άλλες εποχές, βιώνουμε παγκοσμίως τις συνέπειες της «πνευματικής αγοραφοβίας»: ρατσισμός, ξενοφοβία, σοβινισμός χαρακτηρίζουν μόνιμα τις καθημερινές ειδήσεις.
Ποιος μπορεί να μαντέψει αν οι σπόροι από τα λόγια της Ρόουλινγκ φυτεύτηκαν στα μυαλά των πτυχιούχων του 2008; Πόσοι από εκείνους έζησαν την αποτυχία στη συνέχεια του βίου τους και την εξέλαβαν σαν μάθημα, σαν μοναδική ευκαιρία να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι αντί μέσα από τις προσδοκίες που επιβάλλει η αποφοίτηση από το Χάρβαρντ; Πόσοι παρευρισκόμενοι καθηγητές αναθεώρησαν την “goal-oriented” νοοτροπία που ενσταλάζουν στους φοιτητές, απαιτώντας από αυτούς στόχους και μετρήσιμες επιτυχίες; Αναλογίστηκαν, άραγε, αν άφησαν το παράθυρο της φαντασίας ανοιχτό σε κάθε ακαδημαϊκό έτος ή το κράτησαν σφραγισμένο, με τις κουρτίνες τραβηγμένες από άκρη σ’ άκρη;
Πέρα από το γόητρο και την προβολή που συνεπάγεται η πρόσκληση μιας διασημότητας στις τελετές αποφοίτησης, τη δεδομένη προσοχή που θα δείξουν οι μέχρι πρότινος φοιτητές αν ο αγαπημένος τους συγγραφέας/ηθοποιός/τραγουδιστής είναι στο podium, τα commencement speeches ενθαρρύνουν τη φαντασία, με τον ορισμό της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Για λίγη ώρα ζούμε στα βιώματα των άλλων, κάνουμε μια εικονική βόλτα στη ζωή τους και βγαίνουμε λίγο-πολύ αλλαγμένοι.
Όπως συμβαίνει όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο.