Οι κλειδωμένες πόρτες

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Οι κλειδωμένες πόρτες

Ο ρυθμός με τον οποίο διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο είναι αξιοσημείωτα αργός. Πάντα ήταν. Και οι λόγοι είναι δύο. Καταρχάς, γιατί είναι σαν να διαβάζω το κείμενο φωναχτά, σαν να το αφηγούμαι σε κάποιον τρίτο, σαν να μπαίνω εγώ η ίδια στους ρόλους των χαρακτήρων, στους διαλόγους τους, λες και μοίρασε ο συγγραφέας όλους τους ρόλους σε μένα. Κατά δεύτερον, γιατί, όσο διαβάζω, ταξιδεύω στα μέρη που περιγράφονται στην ιστορία και φοβάμαι πως, αν δεν αφομοιώσω και την τελευταία λεπτομέρεια, διατρέχω τον κίνδυνο να βρεθώ σε λάθος μέρος. Όταν όμως μού παίρνει μια ολόκληρη βδομάδα για να διαβάσω ένα βιβλίο μόλις 178 σελίδων, είναι γιατί συμβαίνουν δύο ακόμα τινά: έχω βρει το θέμα του βιβλίου άκρως ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα συναντώ συνέχεια τον ίδιο μου τον εαυτό μέσα στις σελίδες του. Αναφέρομαι στο μυθιστόρημα με τίτλο «Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού», της Αιγύπτιας Γιάσμιν Ελ Ρασίντι που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κριτική σε μια ιδιαίτερα στρωτή μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.

Σ’ ένα άρθρο της στους The New York Times, η συγγραφέας αποκαλύπτει πως το βιβλίο της είναι ένας αποχαιρετισμός, μια ελεγεία για το σπίτι όπου γεννήθηκε τόσο η ίδια και τ’ αδέλφια της, όσο και πιο πριν η μητέρα και οι θείοι της. Πρόκειται για μια βίλα 22 δωματίων, έργο ζωής για τη γιαγιά της, χτισμένη στις όχθες του Νείλου. Ένα σπίτι που λόγω οικονομικών και άλλων αναγκών έπρεπε να εγκαταλείψουν, αλλά που τόσο η μητέρα της όσο και η ίδια δεν θα επέτρεπαν να προδώσουν ποτέ. Δεν θα το εγκατέλειπαν πριν βρεθεί ο αγοραστής που θα εγγυάτο την αναστήλωση και διατήρησή του. Κι ας χρειάστηκαν 30 χρόνια μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος. Παράλληλα όμως, στο μυθιστόρημα της Ελ Ρασίντι οι τοίχοι του σπιτιού της θα ζήσουν την ταραγμένη ιστορία της Αιγύπτου μετά την ανεξαρτησία της (…ξέρεις πόσες σημαίες έχουμε αλλάξει, μικρή μου;), βιωμένη μέσα από τους χαρακτήρες που έπλασε η ίδια και που θα εκπροσωπούν τρεις γενιές. Πρόκειται για ένα πολιτικό μυθιστόρημα με ήρωες τα μέλη μιας οικογένειας της σύγχρονης Αιγύπτου που θα βρεθούν αναμεμιγμένα, το καθένα με τον τρόπο του, στα όσα διαδραματίστηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια στη χώρα.

Ο πατέρας της αφηγήτριας, το όνομα της οποίας δεν μαθαίνουμε ποτέ, σε κάποια φάση της νεαρής της ακόμα ηλικίας εξαφανίζεται. Όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι εκείνης της εποχής, θα μας πει. Κι έτσι θα μείνει μόνη με μια μάνα που δεν βγαίνει από το σπίτι σχεδόν ποτέ, έχοντας συχνούς επισκέπτες τον θείο και τον μεγαλοξάδελφο. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, καλοκαίρι του 1984, όσο η αφηγήτρια ήταν ακόμα πολύ μικρή, ακούει από τον θείο αλλά και τον ξάδελφο να περιγράφουν και να σχολιάζουν την επικαιρότητα, με την ίδια να την αφομοιώνει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο:

[Ο πρόεδρος, θα της πει ο θείος] κατέστρεψε τις ευκαιρίες των επόμενων γενεών. Πήρε ένα όμορφο ανθισμένο λιβάδι και το σκέπασε με τσιμέντο και μετά περίμενε τα λουλούδια να ξανανθίσουν. Αυτό ήταν κακό, το κατάλαβα επειδή στο προαύλιο του σχολείου έπεφτα στο τσιμέντο και χτυπούσα τα γόνατά μου. Ήταν το τέλος της αυταπάτης, μου είχε πει. Μετά μου είχε εξηγήσει. Ήταν όπως κοιτάζεις ένα πίνακα και κάποιος σου λέει τι βλέπεις, αλλά εσύ ξέρεις πως όταν τον κοιτάζεις βλέπεις κάτι άλλο. Σκέψου να κάνουν το ίδιο κάθε φορά που σου δείχνουν ένα πίνακα. Δεν θα τους πιστεύεις πια. Και, μετά από λίγο, δε θα σε νοιάζει κιόλας.

Ο ξάδελφος Ντίντο είναι εκείνος που δεν θα πάψει ποτέ να τη νουθετεί:

Έχουμε βουλιάξει στην απάθεια, λέει. Δεν είμαστε πια ικανοί ούτε για επανάσταση, ούτε για έρωτα. Λέει μια λέξη, πορανχεγιάρ, για να εξηγήσει το κενό μας. Κάτι σαν αφανισμός. Κάτι που μας άφησε η προηγούμενη γενιά. Μια λέξη δικής του επινόησης. […] Δεν υπάρχει γλώσσα γι’ αυτό που ζούμε. Χρειαζόμαστε το δικό μας λεξιλόγιο.

Ο δε θείος:

Παραπονιέται για πολλά και διάφορα, γκρινιάζει, κατηγορεί την Κυβέρνηση για την ανικανότητά της, αλλά όχι με την ορμή του θυμού που θέλει ο Ντίντο. Μα ούτε εγώ είμαι τόσο θυμωμένη, όσο επιμένει ο Ντίντο ότι είμαστε όλοι μας. Δεν το νομίζω. Λέει ότι απλώς δεν έχουμε τρόπο να εξωτερικεύσουμε το θυμό μας, ότι δεν έχουμε μάθει να εκφράζουμε τον εαυτό μας. Ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας δεν είναι παρά σκέτος θάνατος.

Η νεαρή, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την απόσταση που τη χωρίζει από τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο ξάδελφός της, θα αναφερθεί στον πατέρα της:

Ο Μπαμπάς έλεγε πάντα πως καθώς μεγαλώνουμε τα πράγματα αλλάζουν, γινόμαστε πιο αυστηροί, ώσπου στο τέλος οι περισσότεροι γινόμαστε ξανά πιο πρόθυμοι να συγχωρήσουμε. Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής, έτσι έλεγε.

Κι όμως, ούτε η ίδια ησυχάζει. Στους σύντομους όσο όμως και κριτικούς μονολόγους της αναφέρεται στις ιδιαίτερες στιγμές στο σπίτι, στιγμές στον κόσμο:

Πώς βρεθήκαμε να ζούμε τη ζωή μας; Η σιωπή και τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση είναι ανακούφιση, μα και βάρος. Με τα μάτια του μυαλού βλέπω τον Μπαμπά, την απουσία του πάντα παρούσα, στις ερωτήσεις που ποτέ δεν έγιναν. Τώρα σκέφτομαι την ποιητική του χώρου, τα κενά που κάποτε γέμιζαν ανθρώπινες παρουσίες. Η Μαμά δεν μιλάει ποτέ για τα πράγματα που έχουν αλλάξει, το βάρος τους όμως κρέμεται από πάνω της. Το βλέπω στις κινήσεις της, πώς κάθεται στην τουαλέτα της κάθε πρωί και χτενίζει τα μαλλιά της, ξανά και ξανά, σαν να υφαίνει την ίδια της τη λήθη.

Οι σκέψεις της συγγραφέως μπλέκονται άλλοτε στους μονολόγους της αφηγήτριας και άλλοτε στους διαλόγους της με τον πατέρα ή τον ξάδελφο. Η Ελ Ρασίντι κάνει λογοτεχνία. Ο λόγος της, λιτός όσο χρειάζεται, μας εκπλήσσει με τις πρωτότυπες περιγραφές:

Θυμάμαι κάποια πράγματα. Τον ήχο της αναπνοής του όταν κούρντιζε το ρολόι του. Πώς χειρονομούσε όταν μιλούσε. Τα βήματά του στις σκάλες, την παύση, μετά τον κρότο των κλειδιών όταν τα έβγαζε από την τσέπη του. Την έκφραση του προσώπου του ένα δευτερόλεπτο πριν ξεσπάσει σε γέλια.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου θα την απασχολήσει ο ρόλος που έπαιξε η «λογοτεχνία της ήττας» που εξέφραζε την αγωνία και την κρίση των καιρών, σε αντιδιαστολή με τον κοινωνικό ρεαλισμό και τη συγκρατημένη καλλιέπεια που είχαν δώσει παλιότερα με τα γραπτά τους επιφανείς Αιγύπτιοι συγγραφείς όπως ο Ναγκίμπ Μαχφούζ.

Σταμάτησα σε πολλά σημεία αυτού του μυθιστορήματος κάνοντας αναπόφευκτους παραλληλισμούς με τα δικά μας πολιτικά πράγματα, τόσο στην Ελλάδα όσο –ακόμα περισσότερο— στην Κύπρο. Κυρίως για την απουσία του θυμού απέναντι στους κυβερνώντες. Αυτό όμως που πιο πολύ με στοίχειωσε είναι οι αναφορές σ’ εκείνον τον Αύγουστο, όταν η αφηγήτρια μαζί με τη Μαμά της θα μαζέψουν ό,τι υπήρχε στο σπίτι για να το παραδώσουν  στους νέους ιδιοκτήτες. Κλειδώνοντας πίσω τους την πόρτα, θα αναφέρει η συγγραφέας, καταγραφόταν, ουσιαστικά, το τέλος μιας εποχής: της ιστορίας της οικογένειάς της αλλά και της νεότερης ιστορίας της Αιγύπτου.

Πώς να μη σκεφτώ ότι έναν άλλο Αύγουστο, το 1974, εγκαταλείποντας –στην περίπτωσή μας— ό,τι υπήρχε στο δικό μας σπίτι στην Αμμόχωστο της Κύπρου, κλειδώναμε πίσω μας την πόρτα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως έτσι καταγραφόταν το δικό μας τέλος εποχής. Το τέλος της νεότερης ιστορίας της πατρίδας μου, της Κύπρου.

Η Γιάσμιν Ελ Ρασίντ διδάσκει στο Πρίνστον, έχει γράψει άλλο ένα βιβλίο («The battle for Egypt»), ενώ πολλά της δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Αρθρογραφεί τακτικά στο The New York Review of Books. Το βιβλίο της αυτό είναι υποψήφιο για το Pen Book Award 2017.

[ Πηγή φωτογραφίας ]