Το ψυχογραφικό manual της ελληνικής κρίσης

C
Πάνος Τσιρίδης

Το ψυχογραφικό manual της ελληνικής κρίσης

Δεν θα κάνω λογοτεχνική κριτική, νιώθω απόλυτα ανεπαρκής και αφόρητα μεροληπτικός. Γράφω εδώ τι νιώθω και τι σκέφτομαι με τα βιβλία του Γιώργου Στόγια και ειδικά με τον «Τελευταίο τροχό της αμάξης». Νιώθω οικεία με το κείμενό του. Χρησιμοποιεί τις λέξεις και τις φράσεις μου για να πει πράγματα που δεν μπορώ να πω, δεν θέλω να πω, δεν έχω ιδέα ότι θα έπρεπε να ειπωθούν. Ξεμπλέκει σκέψεις, τις βάζει στην τάξη, ξεθάβει αβεβαιότητες και τις εκθέτει στο φως, οπότε δεν έχουμε διέξοδο παρά να τις αντιμετωπίσουμε και ό,τι γίνει. Αν ήταν εδώ μαζί μας ένας από τους ήρωες του βιβλίου, θα έλεγε: «Τι θα γίνει; Τίποτα δεν θα γίνει», με τον σαρκασμό που χρησιμοποιούν συχνά ως βαλβίδα ασφαλείας για να αποφορτίσουν από τις αποκαλυμμένες ματαιώσεις τους. Αλλά εδώ έχουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση αποδιοπομπαίου τράγου, τους φορτώνουμε τις διαψεύσεις μας, είναι αυτοί οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης για να μη γίνουμε εμείς που το διαβάζουμε.

Με λίγα λόγια, «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις» διαβάζοντας τον Στόγια.

Στην αρχή το απέδωσα σε διάφορες συμπτώσεις: στο γεγονός ότι έχουμε μεγαλώσει στο ίδιο ευρύτερο περιβάλλον, το κοινωνικό, το πολιτισμικό ακόμη και το χωροταξικό: Καλλιθέα, Κουκάκι. Στο ότι έχουμε περίπου την ίδια ηλικία, generation X, λένε τα εγχειρίδια, τη γενιά της απομυθοποίησης, όπως τη λέω εγώ, που απομυθοποίησε τις προηγούμενες και τα κατασκευάσματά τους. Και τι δεν απομυθοποίησε η γενιά μας στην Ελλάδα: την ανάπτυξη, τον σοσιαλισμό και τις βάσεις του θανάτου, το ΠΑΣΟΚ και την επέλαση στο Δημόσιο, τις σπουδές, την εποχή της αστακομακαρονάδας και του ψευδοεθνικού οράματος του 2004, την ακμή, την παρακμή, τη χρεοκοπία, την πτώση… Στην ουσία όμως η οικειότητα προκύπτει από τον τρόπο που γράφει. Σερφάρει με την άνεση ενός beach boy ανάμεσα στην κλασική λογοτεχνία και στην ποπ κουλτούρα. Από τον Σαίξπηρ στη διαφήμιση και το trash και πίσω στον Ντοστογιέφσκι.

Υποστηρίζεται ότι η τηλεόραση και το Facebook έφεραν μπροστά μας αυτόν τον φιλολογικά αμαρτωλό τρόπο γραφής. Δεν είναι αυτή η αφετηρία του κειμένου του Γιώργου. Είναι το υποσυνείδητο, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, που ιεραρχούμε, άτακτα και υποκειμενικά, ανακαλώντας μνήμες που έχουν τη δική τους προτεραιότητα. Έχει μια απελευθερωτική, υπαρξιακή διάσταση η γραφή του. Το θέμα τους δεν είναι το ύψος: είναι το βάθος. Και εκεί παίζει καλά το παιχνίδι.

Τον κύριο Στόγια τον ανακάλυψα πριν κάποια χρόνια, όταν χαιρόμουν να διαβάζω απόψεις του για βιβλία και μουσικές και ταινίες στο διαδίκτυο. Κάποια φορά έκανα ένα σχόλιο, δειλό, όπως ταιριάζει σε κάποιον που ξέρει ότι μιλάει σε πιο ειδήμονες στο θέμα. Όταν μέσα από άλλη σειρά συμπτώσεων τον γνώρισα από κοντά, είπα ότι δεν μπορεί να ήμουν τόσο χασομέρης στη ζωή μου. Είναι δυόμισι, άντε τρία χρόνια πιο μικρός από μένα και έχει διαβάσει εκατονταπλάσια λογοτεχνία, έχει ακούσει τα εκατονταπλάσια άλμπουμ, έχει δει ό,τι θέατρο και ό,τι σινεμά υπάρχει, συμπεριλαμβανομένων και των παιδικών. Ο Γιώργος πάντα έρχεται μελετημένος όταν έχει κάτι να μας δείξει. Έχει διαβάσει. Και αυτό φαίνεται στον λογοτεχνικό πλούτο των βιβλίων του.

Ο εύκολος τρόπος να το διαπιστώσει κανείς είναι οι ευθείες αναφορές του στα έργα που σε μένα ήταν αφορμή για γκουγκλάρισμα. Μπορείς όμως να καταλάβεις ότι υπάρχει και άλλο επίπεδο, που το αποκαλύπτει η πυκνότητα της αφήγησής του. Σαν τους συμπυκνωμένους χυμούς που πίναμε μικροί. Σε κάθε ιστορία πρέπει να προσθέσεις τα δικά σου υλικά: τον χρόνο –να το γυρίσεις στο μυαλό σου– και τη μνήμη – να φέρεις κάποιες μικρές δόσεις δικών σου εμπειριών που ταυτίζονται. Αυτό το μίγμα είναι που σε επηρεάζει.

Το οικοδόμημα είναι χτισμένο σε βάθος, όπως έχουμε πει, ώστε ο επισκέπτης να βυθίζεται. Ο Γιώργος στον «Τελευταίο τροχό της αμάξης» σκαλίζει και αναδεικνύει πράγματα που έχουν να κάνουν με τη διαφορά, με την απόσταση μεταξύ του σεναρίου που υλοποιείται στον κόσμο μας και των εναλλακτικών σεναρίων που ταυτόχρονα εκτυλίσσονται στο κεφάλι μας. Δεν ξέρεις πάντα ποιο από τα copies είναι το draft και ποιο το τελικό. Γιατί κάποιες φορές, στην πορεία της ζωής μας, αποστασιοποιούμαστε, γινόμαστε παρατηρητές του εαυτού μας. Ζούμε περισσότερο μέσα στο μυαλό μας και λιγότερο έξω από αυτό. Δεν είμαστε βέβαιοι πλέον ποιο σενάριο ισχύει και ποιο όχι. Ενίοτε τα σενάρια διασταυρώνονται… και εκεί ξεκινούν διάφορες επιπλοκές. Στους δικούς του ήρωες και στη δική μας γενιά, οι επιπλοκές σχετίζονται με τη ματαιότητα και με τη ματαίωση. Αν μια γενιά έχει ζήσει τη ματαίωση, είμαστε εμείς. Οι παλιότεροι αναμετρώνται με τα λάθη τους. Η νεότερη γενιά αναμετράται με τις προσδοκίες της. Κι εμείς; Με όλα όσα χάσαμε ή θα έπρεπε να έχουμε.

Ο Γιώργος στο βιβλίο του χειρίζεται εξαιρετικά αυτές τις ανήσυχες ισορροπίες. Ανάμεσα σε αυτό που κάναμε σε σχέση με αυτό που μπορούσαμε. Ανάμεσα στο εάν έχει ή δεν έχει νόημα αυτό που κάνουμε. Και ανάμεσα στο αν το πρόβλημα ξεκινά από μέσα μας ή έρχεται απέξω, εάν είμαστε θύτες ή θύματα της κατάστασής μας. Όλα αυτά, αλλά χωρίς εκβιαστικό λυρισμό, στεγνά και ψύχραιμα, όπως οι σκέψεις στο κεφάλι. Το αστείο δε είναι ότι οι ήρωές του έχουν επίγνωση της μη τραγικότητάς τους και αυτό τους καθιστά σχεδόν κανονικούς ανθρώπους, όπως όλοι μας. Σε μένα όμως το βιβλίο αυτό είναι ξεκάθαρο ότι έχει να κάνει με την πρόσφατη περίοδο που βιώνουμε. Την πρόσφατη πολιτική και κοινωνική μας ιστορία. Τόσο οι αναφορές των ηρώων όσο και του συγγραφέα δείχνουν ότι είναι προϊόν της ταραγμένης εποχής στην Ελλάδα από το 2009 έως το 2015 και μέχρι σήμερα.  

Για ανθρώπους όπως ο Στόγιας, εγώ, χιλιάδες άλλοι που ζούμε από μακριά ή από κοντά στον πολιτισμικά ενιαίο χώρο που ορίζεται από τις δύο χώρες, την Ελλάδα και την Κύπρο, και θεωρούμε ότι είμαστε ισότιμοι πολίτες αυτού του φαντασιακού χώρου, με θέσεις, λόγο και αιτήματα και στις δύο πλευρές, η κατάσταση στην Ελλάδα με αποκορύφωμα το 2015 παραμένει μια τραυματική εμπειρία. Τα γεγονότα ήταν τόσο επίπονα, το διακύβευμα τότε ήταν τόσο θηριώδες, που ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει, να μην καθορίσει ακόμη και τις προσωπικές σου σχέσεις και εσένα τον ίδιο. Υπήρχε θυμός, μίσος, υπήρχε στεγανοποίηση στις παρέες, στις οικογένειες, υπήρχε η αίσθηση ότι κάτι σκοτεινό πλησιάζει, και η μισή Ελλάδα ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό στα μάτια της άλλης μισής.

Προσωπικά νιώθω την ατμόσφαιρα στο βιβλίο του Στόγια, τη μυρίζω… και θυμώνω ακόμα μια φορά. Ήταν μια σημαντική εποχή για μένα το 2015, καθώς τότε έγινε οριστικό ότι έπρεπε να μεταναστεύσουμε οικογενειακά από την Ελλάδα πλέον, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, όπως και κάναμε στην αρχή του χρόνου φέτος. Οπότε, θα πρότεινα το βιβλίο του Στόγια να διαβαστεί, όχι μόνο για τις λογοτεχνικές αρετές του, όχι μόνο για την καθαρτική, θεραπευτική του λειτουργία στον εαυτό μας, αλλά και ως ψυχογραφικό manual της ελληνικής κρίσης. Είναι προϊόν και ακριβής αποτύπωση της ψυχικής αναστάτωσης της περιόδου.

Μια μικρή «κυπριακή» σημείωση, αντί επιλόγου. Θα ήθελα να σημειώσω κάτι που σχετίζεται με την προηγούμενη διάσταση που ανέφερα, των ελληνικών πραγμάτων. Την αντιμετώπιση με τρόπο που με ενοχλεί, από μέρος του κόσμου στην Κύπρο, σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Το φάσμα εκκινεί από την εξιδανίκευση της κάθε ελληνικής κυβέρνησης και των πεπραγμένων της (κάτι που μου θυμίζει αυτά που λέγανε κάποιοι συγγενείς μου παλιά, «Είμαστε με κάθε ελληνική κυβέρνηση») και φτάνει έως την αδιαφορία ή την άρνηση να μπούμε στα εσωτερικά ενός «τρίτου» κράτους, λες και ζούμε στη Βαλτική ή είμαστε κάποιοι περίεργοι ιθαγενείς. Διαφωνώ και με τις δύο στάσεις. Είδαμε και πάθαμε να απαλλαγούμε από έναν παλαιοσυντηρητικό εθνικισμό. Και δεν έχει νόημα να μη μπορούμε να βρούμε το μέτρο και να τον αντικαθιστούμε από έναν κυπριακό ή, ακόμη πιο κωμικά, από έναν νοτιοκυπριακό εθνικισμό.

[ Πηγή εικονογράφησης ]