Η αναγνώστρια [Φεμινισμός και λογοτεχνία, 1]

L
Σαπφώ Καρδιακού

Η αναγνώστρια [Φεμινισμός και λογοτεχνία, 1]

«Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ’ αυτές τις γυναίκες. […] Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή». Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα, Ιούνιος 2009.

Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, «βιβλιόφιλοι» και βιβλιοκριτικοί συνεχίζουν να κατηγοριοποιούν τους άλλους τους σύμφωνα με τα αναγνώσματά τους. Στο γενικότερο πλαίσιο είναι ωφέλιμη η κατηγοριοποίηση – η διαλογή, η επιλογή και η συμπόρευση είναι πρώιμα ένστικτα που δεν έχουμε αποδιώξει από το ανθρώπινο DNA και χρησίμευαν στην επιβίωση του ανθρώπινου είδους απέναντι στις απειλές της φύσης. Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι χρησιμεύουν στην επιβίωση απέναντι στις απειλές κάθε φύσης, πολιτικής, κοινωνικής, φυλετικής κ.ο.κ. Επειδή, κατά αρκετούς, το βιβλίο –η ανάγνωση, η τέχνη του λόγου– απειλείται, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εντοπίζουν την απειλή αυτή στους αναγνώστες γενικώς, και στις Ελληνίδες αναγνώστριες συγκεκριμένα.

Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρο Βιβλίου το 2010, οι συστηματικές αναγνώστριες υπερέχουν σχεδόν 3 μονάδες των συστηματικών αντρών αναγνωστών. Στην ανάγνωση 10 βιβλίων και άνω ανά έτος, η διαφορά φτάνει τις 6 μονάδες! Η υπερίσχυση των αναγνωστριών παρατηρείται εξίσου στην κατηγορία της μέσης και στην κατηγορία της κατώτερης εκπαίδευσης. Ας συνδυάσουμε τα παραπάνω στοιχεία με το εύρημα της UNESCO στην έρευνα του 2014 για τον αναλφαβητισμό στη χώρα μας: στις ηλικίες 15 και άνω, γνωρίζει γραφή και ανάγνωση το 98,4% των αντρών και μόνο το 96,3% των γυναικών. Τέλος, ας λάβουμε υπόψη ότι στην ίδια έρευνα προκύπτει πως στο μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας στον ελληνικό πληθυσμό άνω των 65 ετών πρωτοστατούν οι γυναίκες που ζουν μόνες (ανύπαντρες, χωρισμένες, χήρες).

Παρ’ όλα αυτά, οι στυλοβάτες της βιβλιοπαραγωγής της χώρας απαξιώνονται και παραμερίζονται στη μαζικότητα των προτιμήσεών τους, τα βιβλία που διαβάζουν χαρακτηρίζονται «γυναικεία», ενώ εκείνα που δεν διαβάζουν δεν χαίρουν του χαρακτηρισμού «αντρικά» είναι απλά λογοτεχνικά. Χωρίς να αγνοούμε τις εξαιρέσεις, το γενικευμένο αλλά ασφαλές συμπέρασμα των αριθμών στην προηγούμενη παράγραφο είναι ότι, εφόσον η ζήτηση και η προσφορά αλληλεπιδρούν στην αγορά, τα βιβλία που ενδιαφέρουν την πλειοψηφία θα καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Για ποιο λόγο, όμως, κυριαρχεί η λεγόμενη γυναικεία λογοτεχνία στις προτιμήσεις της πλειοψηφίας;

Για τις γυναίκες η Ιστορία έχει αποδείξει πως το προσωπικό είναι πολιτικό. Ό,τι τις περιορίζει εντός οικίας τις ορίζει εκτός. Οι γυναίκες της λογοτεχνίας, αναζητώντας τη δική τους φωνή και όχι την αναγνώριση μέσω της αφομοίωσης παρελθόντων προτύπων, γράφουν εκείνα που τις εκφράζουν και εκείνα με τα οποία ταυτίζονται: γράφουν για τη μητρότητα, την εκπαίδευση, τον έρωτα, τα συναισθήματα που καταπιέζουν ή που τους στερείται η έκφρασή τους. Η εξωτερίκευση στο χαρτί όσων τις χαρακτηρίζουν ιστορικά και κοινωνικά (σύζυγος, μητέρα, ερωμένη, κόρη, αδελφή, αρραβωνιαστικιά, όμηρος μιας «καλής τύχης», κάτοχος προίκας) τοποθετείται κάτω από το μικροσκόπιο της πατριαρχικής «καλής λογοτεχνίας» και συγκρίνεται με «τα έργα που έχουν αφήσει πίσω τους τα μεγάλα μυαλά όλων των εποχών και όλων των λαών, δηλαδή εκείνα που, όπως υποδεικνύει και η φωνή της δόξας, δεσπόζουν ανάμεσα σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος».

Μπορεί ο Σοπενάουερ να έκανε τη συγκεκριμένη διάκριση για να τιμήσει τους striving artists, τους λογοτέχνες που παρέμεναν πάμφτωχοι έχοντας παραδώσει σημαντικά λογοτεχνικά έργα στο κοινό, αλλά, αναλογιζόμενοι την περίοδο που εκδόθηκε το κείμενο (μέσα 19ου αιώνα), τα περισσότερα έργα στα οποία προφανώς αναφέρεται είχαν γραφτεί από άντρες. Η λογοτεχνία από γυναικεία χέρια στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχε προλάβει να χρονίσει και κατατροπωνόταν από τις προκατειλημμένες κριτικές των αρρένων ομότεχνων, κριτικών και λοιπών διανοουμένων. Οπωσδήποτε δεν χαρακτηριζόταν ως έργο αναφοράς.

Η κατάσταση δεν έχει αλλάξει δραματικά στις μέρες μας. Η κατηγορία «γυναικεία λογοτεχνία», γραμμένη ως επί το πλείστον από γυναίκες για γυναίκες, δέχεται πυρά αμφοτέρωθεν. Θηλυκοί και αρσενικοί βιβλιόφιλοι-θεματοφύλακες βάλλουν κατά ενός είδους που στην αρχική του μορφή διαβάζεται τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα ακόμη και στα μέρη μας. Τα ξενόφερτα ρομάντζα διαδέχθηκε η ελληνική παραγωγή από τις αρχές του 1900, στην οποία μάλιστα συνεισέφερε χαρακτηριστικά ένας άντρας, ο Τυμφρηστός, κατά κόσμον Δημήτρης Παπαδόπουλος. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο εγχώριος Τύπος και μερίδα εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων απέδωσαν στο γούστο των αναγνωστριών την πτώση του επιπέδου της λογοτεχνίας, γενικώς. Από τα «ροζ» και «παστέλ» εξώφυλλα, τις πανομοιότυπες θεματικές και δομές –οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις, μακροσκελείς διάλογοι, στερεοτυπικοί χαρακτήρες– μέχρι την πώληση βιβλίων εκτός βιβλιοπωλείου (π.χ. σε πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ), οι γυναίκες που διαβάζουν πολύ είναι η πηγή του Κακού. Ιδιαίτερα τα παστέλ εικαστικά παραπέμπουν απευθείας σε στερεοτυπική θηλυκότητα – άλλωστε, όπως μας έχει διδάξει η πατριαρχία, το θηλυκό έρχεται δεύτερο, δεν είναι αρσενικό, το δεδομένο και το αποδεκτό.

Η κριτική εντοπίζει την ανάγκη για ταύτιση της αναγνώστριας με τα γραφόμενα ως το κυρίως σφάλμα. Η «καλή λογοτεχνία» πρέπει να ενθαρρύνει την αναγωγή σε μεγάλες ιδέες, εσωτερική αναζήτηση και εξέλιξη, και όχι σε αναπαραγωγή των σχημάτων που οριοθετούν την καθημερινότητα. Και, ίσως, αυτή να είναι η κύρια αποστολή της λογοτεχνίας. Κάποιοι χρειαζόμαστε το έναυσμα να προχωρήσουμε τη συλλογιστική μας παραπέρα, χωρίς όμως να αποκλείουμε περιόδους που αναζητούμε κάτι γνώριμο, λιγότερο κοπιαστικό στην κατανόηση και την ανάγνωσή του. Από την άλλη, η ταύτιση με έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα ουδόλως υποδηλώνει μειωμένη συμμετοχή στην ανάγνωση.

Κατά τον Ουμπέρτο Έκο:

[Η] αφηγηματική μυθοπλασία μπορεί να είναι πιο αληθινή από την αλήθεια, να εμπνεύσει ταυτίσεις, αντίληψη ιστορικών φαινομένων, να δημιουργήσει νέους τρόπους αίσθησης κλπ. [Η] αφηγηματική μυθοπλασία επιτρέπει και αισθητικά αποτελέσματα: ένας αναγνώστης μπορεί κάλλιστα να ξέρει ότι η Μαντάμ Μποβαρί δεν υπήρξε ποτέ, κι όμως ν’ απολαμβάνει τον τρόπο που ο Φλομπέρ στήνει την ηρωίδα του. […] Απλώς, διαισθανόμαστε ότι η Μαντάμ Μποβαρί δεν υπήρξε ποτέ, αλλά υπάρχουν πολλές γυναίκες σαν αυτήν και ίσως να είμαστε λιγάκι σαν αυτήν και παίρνουμε ένα μάθημα για τη ζωή εν γένει και για τον εαυτό μας.

[ Για το παρόν κείμενο χρησίμευσαν στοιχεία από τις εξής πηγές: Τα Νέα, Ιούνιος 2009· Καθημερινή, Σεπτέμβριος 2008· George K. Zarifis, Country profiles of formal and nonformal adult education opportunities in literacy, numeracy and other skills: Greece, 2016, www.unesco.org· Γ΄ Πανελλήνια Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών, 2010, www.ekebi.gr· Ουμπέρτο Έκο, Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας, Ψυχογιός 2016· Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων, Άγρα 2013· Εύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, Gutenberg 2014. Εικονογράφηση: Thomas P. Anshutz, Woman Reading at a Desk (περ. 1910, λεπτ.) ].