Το φράγμα του παρελθόντος

C
Σαπφώ Καρδιακού

Το φράγμα του παρελθόντος

Γκούλσπονγ. Μια μικρή σουηδική πόλη ξεχασμένη στην αειθαλή «σχετική φτώχεια», όπως ορίζεται στην οικονομία της χώρας. Τα κύρια εισοδήματα των κατοίκων προέρχονται από το υδροηλεκτρικό φράγμα και το εργοστάσιο ξυλείας. Η κύρια διέξοδος μεγάλων και μικρών είναι η κατάχρηση: το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τα ηρεμιστικά χάπια. Μόνο στέκι των νέων ένα εγκαταλειμμένο εμπορικό κέντρο. Αν είσαι δεκατριών έως δεκαεννέα, εκεί θα κάνεις πάρτι, εκεί θα βρεις μαριχουάνα, πρέζα, ποτό, σεξ, εκεί θα ξεφύγεις από τους αλκοολικούς γονείς σου, την καταπιεστική μητέρα σου, τον αδιάφορο πατέρα σου, εκεί θα συμφιλιωθείς με το προδιαγεγραμμένο μέλλον σου στην καταδικασμένη κωμόπολη.

Μετά από ακόμα ένα πάρτι εξαφανίζεται η δεκαεπτάχρονη Άναμπελ. Από τις καλύτερες μαθήτριες, μια όμορφη κοπέλα, ένα καταπιεσμένο κορίτσι. Η ψυχικά ασταθής μητέρα της την καταδυναστεύει κάθε λεπτό της ημέρας, ο πελαγωμένος πατέρας κάνει τα στραβά μάτια στις βραδινές της εξόδους. Ώσπου, ένα βράδυ η Άναμπελ δεν επιστρέφει κρυφά στο σπίτι, δεν βάζει στη θέση του το φόρεμα που δανείστηκε από την ντουλάπα της μητέρας, δε νυχοπατάει ώς το δωμάτιό της.

Η Τσάρλι Λάγκερ, γέννημα-θρέμμα του Γκούλσπονγ, ελπίζει να έχει αλλάξει η γενέτειρά της, να μη θυμίζει τον τόπο που άφησε πριν σχεδόν είκοσι χρόνια αλλά, κυρίως, ελπίζει να μη χρειαστεί να επιστρέψει. Η εξαφάνιση της Άναμπελ υποχρεώνει την ντετέκτιβ Λάγκερ να γυρίσει στους κακοφτιαγμένους δρόμους, το μολυσμένο νερό, την απύθμενη λίμνη που δίνει ζωή στον τόπο και δροσίζει τους κατοίκους τα καυτά καλοκαίρια. Κάποια ερείπια βρίσκονται εκεί όπου τα είδε τελευταία φορά, άλλα ορθώνονται στις αναμνήσεις της· ερείπια από τσιμέντο και μέταλλο, ερείπια από ευχές που δεν πραγματοποιήθηκαν, από ανθρώπους που χάθηκαν.

Η επιστροφή της Τσάρλι γίνεται πιο δραματική όταν διαπιστώνει πως εκείνη και η Άναμπελ μοιράζονται περισσότερα κοινά από τον τόπο καταγωγής. Η Άναμπελ ξεχώριζε για τις επιδόσεις της, για την οξυδέρκεια και τη φιλομάθειά της, πάλευε καθημερινά με την εμμονική μητέρα της. Η Τσάρλι μεγάλωσε με μια διπολική αλκοολική μητέρα, με ικανότητες αντίληψης μόλις άνω του μετρίου αλλά άριστες επιδόσεις στο σχολείο, οι οποίες, δυστυχώς, δεν επαινούνταν ποτέ από την όμορφη μα διαταραγμένη Μπέτι.

Δεν μπορώ να έχω ησυχία γύρω μου, Τσάρλι. Χωρίς μουσική θα τρελαθώ. Και η απαγορευμένη σκέψη της Τσάρλι: Είσαι ήδη τρελή, μαμά.

Ποιο θα ήταν το μέλλον της Τσάρλι αν δεν πέθαινε η Μπέτι όταν η ίδια έγινε δεκατεσσάρων ετών; Πού θα κατέληγε το χαρισματικό παιδί αν δεν έφευγε από το Γκούλσπονγ μετά την κηδεία;

Οι περισσότεροι συνάδελφοί της στο Εθνικό Τμήμα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού ήταν μεσήλικες άντρες που υποστήριζαν ο ένας τον άλλο επί δεκαετίες. […] Ένας από αυτούς το είχε πει στα ίσα πως αποδεχόταν να έχει μια γυναίκα από πάνω του μόνο στο κρεβάτι. Δεν έπαιζε κανέναν ρόλο το γεγονός ότι η Τσάρλι είχε μια καριέρα κομήτη, πως είχε πτυχίο ψυχολογίας όταν άρχισε να φοιτά στην Ανώτερη Σχολή της Αστυνομίας.

Στη σουηδική πολιτική ατζέντα ο όρος «απόλυτη φτώχεια» δεν αναφέρεται σε κανένα επίπεδο εισοδήματος. Γίνονται αναφορές μόνο στη «σχετική φτώχεια» για συνολικές αποδοχές 60% κάτω του μέσου εισοδήματος. Παρ’ όλα αυτά, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις της Σουηδίας αναφέρουν ότι παρέχουν υποστήριξη σε χιλιάδες ανθρώπους με πολύ χαμηλότερο εισόδημα. Το scandi crime αναπτύχθηκε στις λειχήνες που εξαπλώθηκαν στο κενό μεταξύ των επίσημων αριθμών και της πραγματικότητας. Στον αντίποδα του επίζηλου «σουηδικού μοντέλου», η σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία προτάσσει ιστορίες με υπόβαθρο τη «σκοτεινή» Σουηδία, τη σήψη πίσω και πέρα από τους κεντρικούς δρόμους της Στοκχόλμης. Η απογοήτευση και η διάψευση σε μια κοινωνία οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων εκχέονται από το crime μυθιστόρημα που έκανε τη «σχολή» scandi παράδειγμα μίμησης και μιμητισμού.

Η Λίνα Μπενγκτσντότερ είναι άξια μαθήτρια αυτής της σχολής. Γεννημένη στο ίδιο χωριό με τις ηρωίδες της, γράφει για το Γκούλσπονγ από πρώτο χέρι με διαύγεια, χωρίς υπερβολές. Δεν καταφεύγει σε ακραίες εξελίξεις της πλοκής, δεν συμβιβάζεται με γκροτέσκα ή ηδονιστικά σκηνικά, δεν στριμώχνει ανοικονόμητους ήρωες στις σελίδες του βιβλίου. Η αρμονία μεταξύ χαρακτήρων και πλοκής διευκολύνει τη συγγραφέα να αφηγηθεί την ιστορία της Άναμπελ και της Τσάρλι, της Τσάρλι και της Άναμπελ, δύο θυμάτων της εγκληματικότητας που δεν φτάνει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και, κατά συνέπεια, δεν θα τιμωρηθεί ποτέ.

«Τι σου συνέβη, Άναμπελ;» ψιθύρισε. «Πού πήγες; Αν εγώ ήμουν δεκαεφτά και μεθυσμένη, πού θα πήγαινα;» Προσπάθησε να θυμηθεί τον εαυτό της σ’ αυτή την ηλικία, προσπάθησε να ανακαλέσει την αίσθηση από μεθύσι και φουρτουνιασμένα συναισθήματα. Δεν ήταν δύσκολο.

Υπάρχει πιθανότητα η Άναμπελ να δημιούργησε την ευκαιρία που προσφέρθηκε μοιραία στην Τσάρλι χωρίς να αφήσει ίχνη; Είχε τη δύναμη να φύγει από το μέρος που την κατάπινε όπως οι τουρμπίνες του υδροηλεκτρικού φράγματος βύθιζαν όποιον τολμούσε να εξοκείλει στη λίμνη; Πώς συνδέονται με την υπόθεση τα κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων για τη δολοφονία ενός δίχρονου αγοριού σαράντα χρόνια πριν;

Ποιος γνωρίζει πραγματικά την Άναμπελ για να εξηγήσει τι συνέβη το βράδυ της εξαφάνισής της; Ποιος γνωρίζει πραγματικά την Τσάρλι για να εξηγήσει την ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ, τα αντικαταθλιπτικά χάπια, το ευκαιριακό σεξ;

Θα αφήσει η Τσάρλι να τη λυγίσει το παρελθόν; Ή μήπως η καταγωγή της είναι η δύναμή της;

[ Πηγή φωτογραφίας ]