Μπομπίνα

L
Γιώργος Κυριαζής

Μπομπίνα

Όσοι έχετε σκύλο, γνωρίζετε από πρώτο χέρι το πώς άλλαξε η ζωή σας όταν τον αποκτήσατε, ξέρετε και τα καλά και τα άσχημα· τις χαρές, τις ευθύνες, τα έξοδα, τα παιχνίδια, τα χάδια, τις στενοχώριες, τη φροντίδα και τις αρρώστιες. Όσοι δεν έχετε, σίγουρα τα έχετε ακούσει από άλλους, που έχουν. Οπότε δεν θα σας μιλήσω για όλα αυτά. Θα σας αφηγηθώ μονάχα το μέχρι σήμερα ιστορικό της Μπομπίνας.

Η Μπομπίνα είναι μια γλυκύτατη ημίαιμη σκυλίτσα, περίπου δύο ετών και ακριβώς 20 κιλών. Βρέθηκε στην ύπαιθρο, κακοποιημένη από ανθρώπους και κυνηγημένη από άλλα σκυλιά. Οι καλές κυρίες του Φιλοζωικού Συλλόγου Αταλάντης την περιμάζεψαν, την περιέθαλψαν, τη στείρωσαν, την εμβολίασαν και την κράτησαν για δύο μήνες στις εγκαταστάσεις του συλλόγου για να εγκλιματιστεί. Τον πρώτο μήνα ήταν ξαπλωμένη και ακίνητη, και σηκωνόταν μόνο για να φάει και να πιει νερό, κι αυτό με την προϋπόθεση να μην υπάρχει ψυχή τριγύρω. Μετά άρχισε να σηκώνεται περισσότερο και να κάνει παρέα με τα άλλα σκυλιά, οπότε άρχισε η προσπάθεια να βρεθεί κάποιος να την υιοθετήσει.

Ταυτόχρονα, εμείς ψάχναμε για σκυλί. Το είχαμε αποφασίσει, και κοιτάζαμε σε διάφορες σελίδες, στον ιστό και στο Facebook. Την είδαμε εκεί, και αποφασίσαμε να τη δούμε και από κοντά.

Όταν συναντηθήκαμε, η κυρία του συλλόγου την κρατούσε από το λουρί και περπατούσαν μαζί. Μόλις μας είδε, ξάπλωσε στο πλάι για να τη χαϊδέψουμε. Όταν πήρα όμως εγώ το λουρί, δεν ήθελε να σηκωθεί. Την τράβηξα λίγο, έκανε ένα-δυο βήματα, και μετά ξάπλωσε στο έδαφος και δεν κουνιόταν. Αναγκαστήκαμε να την πάρουμε στα χέρια για να τη βάλουμε στο αυτοκίνητο. Εκεί ήταν πολύ ήσυχη, αν και εμφανώς φοβισμένη. Όταν φτάσαμε, κατέβηκε μόνη της από το κάθισμα, αλλά ξάπλωσε πάλι στο πεζοδρόμιο και αρνιόταν να σηκωθεί. Την πήραμε, λοιπόν, πάλι στα χέρια και την ανεβάσαμε στο σπίτι. Εκεί έμεινε ξαπλωμένη μπρούμυτα σε απόλυτη απόγνωση, με όλα τα πόδια ανοιχτά και το κεφάλι στο πάτωμα. Την έβλεπες και τη λυπόσουν.

Έμεινε τρεις μέρες έτσι, τρώγοντας και πίνοντας ελάχιστα. Ούτε τις ανάγκες της δεν έκανε. Μας είχε πιάσει απελπισία, και αναρωτηθήκαμε μήπως έχει τίποτε. Φέραμε κτηνίατρο, ο οποίος τη βρήκε υγιέστατη, αλλά βέβαια, μόλις την ψηλάφησε στην ουροδόχο κύστη, η καημένη, που πήγαινε να σκάσει από το κράτημα, τον κατούρησε.

Ευτυχώς γρήγορα άρχισε να συνηθίζει και εμάς και συγκεκριμένους χώρους του σπιτιού (στους άλλους δεν τολμούσε να μπει), διάλεξε τα σημεία όπου προτιμούσε να κάθεται, διάλεξε μόνη της και το σημείο του μπαλκονιού όπου έκανε τις ανάγκες της, και ησυχάσαμε κάπως. Έμενε, βέβαια, το ζήτημα του φόβου.

Η Μπομπίνα στην αρχή φοβόταν τα πάντα. Τον χώρο, τα αντικείμενα, τους θορύβους, ακόμη κι εμάς που την ταΐζαμε και τη φροντίζαμε. Η εκπαίδευση που της κάναμε ήταν η αντίθετη απ’ αυτή που κάνουν συνήθως οι άνθρωποι στα σκυλιά τους. Αντί να την περιορίζουμε, προσπαθούσαμε να την κάνουμε να απελευθερωθεί. Αντί να της λέμε «κάτσε», της λέγαμε «σήκω». Αντί να προσπαθούμε να την ηρεμήσουμε, προσπαθούσαμε να τη ζωηρέψουμε. Σιγά-σιγά μας συνήθισε, αλλά διαπιστώσαμε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να βγει από το σπίτι, για κανένα λόγο. Προσπαθήσαμε να τη δελεάσουμε με διάφορες λιχουδιές και με κομμάτια ψητό κρέας, και στην αρχή καταφέραμε να τη βγάλουμε στον διάδρομο και στην πόρτα του ασανσέρ, στο οποίο βέβαια δεν έμπαινε με τίποτε. Μετά από λίγο καιρό, όμως, σταμάτησε να βγαίνει εντελώς. Και τότε μάς έπιασε πάλι απελπισία.

Βλέπετε, ένα σκυλί 20 κιλών δεν μπορεί να ζει μονίμως μέσα σε ένα διαμέρισμα. Πρέπει οπωσδήποτε να βγαίνει βόλτα. Αυτό ισχύει και για τα μικρότερα σκυλιά, αλλά γενικότερα, όσο μεγαλύτερο είναι ένα σκυλί, τόσο περισσότερη άσκηση χρειάζεται, αλλιώς είναι βέβαιο ότι θα αποκτήσει προβλήματα, και σωματικά και ψυχολογικά. Έτσι, πήραμε την απόφαση να την κατεβάσουμε κάτω με το ζόρι.

Της φορέσαμε για πρώτη φορά στηθόλουρο, και με πόνο ψυχής η γυναίκα μου (διότι εμένα με φοβόταν πολύ περισσότερο, καθώς μάλλον είχε φάει ξύλο από άντρα) την έσυρε μέχρι το ασανσέρ, την κατέβασε στην είσοδο της πολυκατοικίας, την έσυρε στα σκαλιά και την έβγαλε από την εξώπορτα. Η Μπομπίνα, τρομοκρατημένη (είχε κυριολεκτικά κατουρηθεί από τον φόβο), έμεινε εκεί ξάπλα, τρέμοντας. Η γυναίκα μου κάθισε δίπλα της και τη χάιδευε, κι εκείνη, παρότι συνέχισε να τρέμει, άρχισε να κοιτάζει το περιβάλλον γύρω της, και μάλιστα έδειξε ενδιαφέρον για μια κυρία με δύο σκυλάκια που έτυχε να περάσει από εκεί. Μετά από λίγα λεπτά, την πήραμε στα χέρια και την ανεβάσαμε και πάλι στο σπίτι, όπου είχε τη συνηθισμένη καλή και ήσυχη συμπεριφορά της.

Την επόμενη μέρα κάναμε πάλι το ίδιο, αλλά αυτή τη φορά η Μπομπίνα κατέβηκε μόνη της τα σκαλιά της εισόδου και έκανε μερικά βήματα στο πεζοδρόμιο, ώσπου ο φόβος την κυρίεψε ξανά και την ακινητοποίησε. Εμείς όμως συνεχίσαμε στο ίδιο βιολί, και η προσπάθεια καρποφόρησε.

Σήμερα, σχεδόν πέντε μήνες από την άφιξή της, και σχεδόν ένα μήνα αφότου αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω, μόλις ακούσει τη φράση «πάμε βόλτα», η Μπομπίνα σηκώνει τα αυτιά, παίζει με τα μπροστινά της πόδια και αρχίζει να τρέμει από ανυπομονησία. Της φοράμε το στηθόλουρο (ενώ εκείνη είναι ξαπλωμένη σχεδόν ανάσκελα, αλλά θα το ξεπεράσουμε κι αυτό) και πηγαίνει μόνη της και κάθεται μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ. Έξω συμπεριφέρεται άψογα, είναι ήρεμη, φιλική και υπάκουη, και έχει μάθει (χωρίς να κάνουμε τίποτα εμείς) να κρατιέται για να κάνει τις ανάγκες της κατά τη διάρκεια της βόλτας. Έχουμε πάει και βόλτα με το αυτοκίνητο, στο οποίο βέβαια διστάζει ακόμη να μπει.

Είναι ωραίο το συναίσθημα να βλέπεις ένα τόσο φοβισμένο πλάσμα να καταπολεμά, σιγά-σιγά, τον φόβο του, με την κατάλληλη παρότρυνση, και να αρχίζει να αποκτά τη συνείδηση μιας κανονικότητας που δεν περιλαμβάνει ούτε φωνές, ούτε ξύλο. Εικάζουμε ότι είχε δεχτεί πολλές φωνές, γιατί τις δυο-τρεις φορές που χρειάστηκε να τη μαλώσουμε (για τη δική της ασφάλεια) έσκυβε το κεφάλι, έριχνε κάτω τα αυτιά και σχεδόν ξάπλωνε στο πάτωμα. Ως προς το ξύλο, δεν χρειάζονται εικασίες — αρκεί η μαρτυρία των ανθρώπων που τη βρήκαν.

Τώρα ξεπερνάμε και μια σοβαρή ωτίτιδα (βρισκόμαστε στο τελευταίο στάδιο της θεραπείας), και είμαστε έτοιμοι να διαμορφώσουμε μαζί μια κοινή καθημερινότητα γεμάτη αγάπη.

Γιατί, χωρίς αγάπη, τίποτε δεν έχει νόημα.