Κακόηχος, ημίγλυκος πόθος
Είναι στριφνή η γλώσσα τους εδώ, όπως κι οι περισσότερες των δυτικών Σλάβων. Δεν σπανίζουν οι λέξεις-γλωσσοδέτες με τέσσερα ή πέντε σύμφωνα στη σειρά, ενίοτε χωρίς καθόλου φωνήεντα. Ακόμη και οι σχετικά απλούστερες συνήθως δεν πολυμοιάζουν με τις αντίστοιχες των γνωστότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, εκτός αν πρόκειται για εμφανή σύγχρονα δάνεια όπως η γκαράζα και ο φασίζαμ. Παρά το ταλέντο εκμάθησης που μου αναγνωρίζουν, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι, ακόμη κι αν έμενα εδώ «για πάντα», δεν θα κατάφερνα να σκέφτομαι, να γράφω ή να ονειρεύομαι στα κροατικά με την ίδια ευκολία που μου συμβαίνει στα αγγλικά, τα γερμανικά ή στη μητρική μου γλώσσα.
Κάποιες λίγες φορές, ωστόσο, εμφανίζονται γνώριμα σημάδια που με ταξιδεύουν νοερά στον Νότο. Ενίοτε πρόκειται για τις δανεικές λέξεις που μεταφέρθηκαν στον Βορρά: η τ’ρπεζαρία των Σέρβων, τα οχυρωμένα δαλματικά φαράγγια του Μεσαίωνα που τα λένε κλισούρε και οι προσφορές στα σούπερ μάρκετ για το πλέον γέφτινο, «ευθηνό», προϊόν της εβδομάδας. Καμιά φορά, πάλι, είναι οι υπομνήσεις της αντίστροφης ροής – ονόματα δρόμων και τοπωνύμια που τα συναντάμε και στην Ελλάδα, σε αφηγήσεις, ιστορικά χρονικά, έως και στη σύχρονη οδοσήμανση.
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει αυτό. Τα περίφημα φύλα των Σκλαβηνών από τον 6ο μ.Χ. αιώνα και μετά δεν κατέβηκαν μόνο στις σημερινές Κροατία και Σερβία. Ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος απέκτησε νέους κατοίκους δίπλα στους αρχαιότερους, και η σημερινή Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στη μιάμιση χιλιετία που μεσολάβησε, η ζύμωση των πληθυσμών οδήγησε, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, σε ένα γενετικό χαρμάνι με δυσδιάκριτες τις κατά τόπους διαφορές. Το «βαλκανικό DNA» έχει αρκετή απόσταση τόσο από αυτό που απαντάται στις σλαβικές κοιτίδες (περί τη Λευκορωσία) όσο και από το τυπικό μεσογειακό. Δεν έγιναν ηλιοκαμμένοι νησιώτες οι από Βορράν έποικοι, ούτε βέβαια «εκσλαβίστηκαν» οι Έλληνες όπως με απόλυτο τρόπο υποστήριζαν ο περίφημος Φαλμεράιερ και άλλοι κατά τον 19ο αιώνα.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους πρόσκαιρους επιδρομείς-κομήτες, οι Σλάβοι και λοιποί λαοί της νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι παρόντες και σήμερα στη χώρα μας, μέσω πολλών «απολιθωμάτων» και αρκετών ζωντανών κυττάρων. Παρά τα ελληνικότατα ύψιλον και ωμέγα που έχει η επίσημη ονομασία τους, ο Τύρναβος (αγκαθότοπος) και η Αράχωβα (καρυδότοπος) απαντώνται σχεδόν πανομοιότυπα στα υπόλοιπα Βαλκάνια – Trnava και Orahovac εδώ στο Ζάγκρεμπ. Άλλα γνωστά παραδείγματα είναι η Ζαγορά (πίσω από το βουνό), τα Γρεβενά (Γκρέμπεν, αυχένας), η Καρδίτσα (Γκράντιτσα, καστράκι) και η Βόνιτσα (Βόντ[ε]νιτσα, νερότοπος ή νερόμυλος).
Πολύ περισσότερα είναι τα ονόματα πόλεων και κυρίως χωριών που άλλαξαν διά νόμου τον 20ό αιώνα. Στα Βοδενά (πόλη του νερού κι αυτή) επανήλθε η αρχαία ονομασία Έδεσσα, και το ίδιο συνέβη με το λιμάνι Δραγαμέστο (κοιλαδότοπος) που ξανάγινε Αστακός όπως στα κλασικά χρόνια. Χωριά που δεν είχαν αποδεδειγμένη αδιάλειπτη ζωή χιλιετιών απέκτησαν κι αυτά ονόματα με αρχαίες αναφορές, όπως τα Σοποτά (πηγές) Αχαΐας που έγιναν Αροανία λόγω του βουνού, ή η Δίβριτσα (μικρό φαράγγι) της Αρκαδίας που χάρη στα γειτονικά ερείπια ενός αρχαίου ιερού έγινε Δήμητρα. Άλλες μετονομασίες υπήρξαν λιγότερο ένδοξες, όπως στο δικό μου πατρογονικό χωριό, λίγο πιο νότια: από Τσιάρεσι (Τσ’ρνεσι, μαύρο) έγινε ένα από τα πολλά Λιβαδάκια της χώρας.
Οι περισσότερες αλλαγές έγιναν μαζικά το 1928, αμέσως μετά τους πολέμους και τις ανταλλαγές. Τα σλαβικά, τουρκικά ή αλβανικά ονόματα χαρακτηρίστηκαν «κακόηχα», ωστόσο τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η νέα δημογραφική πραγματικότητα της εποχής, που επιδιώχθηκε να τονωθεί με τις μετονομασίες. Παρά τις εκτεταμένες ανταλλαγές πληθυσμών, η απογραφή πληθυσμού της ίδιας χρονιάς εμφανίζει μια πολύγλωσση, ακόμη, χώρα. Δίπλα στις σκάρτα εκατό χιλιάδες τουρκόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης καταγράφηκαν άλλοι τόσοι χριστιανοί ορθόδοξοι («καραμανλήδες»). Τα στοιχεία αναφέρουν επίσης καμιά ογδονταριά χιλιάδες σλαβόφωνους, διακρίνοντας ανάμεσα στη «μακεδονοσλαυική» των χριστιανών και τη βουλγαρική των μουσουλμάνων Πομάκων. «Ισπανόφωνοι» Εβραίοι και ομιλητές της «κουτσοβλαχικής» και της αρμενικής συμπληρώνουν το γλωσσικό μωσαϊκό, από το οποίο εμφανής είναι η απουσία των αρβανίτικων, καθώς οι σχεδόν 19.000 αλβανόφωνοι καταγράφονται ως μουσουλμάνοι και κατά πάσα πιθανότητα κατοικούσαν τότε στην Ήπειρο.
Οι πάσης φύσεως εθνοκαθάρσεις –βίαιες και μη, ποτέ όμως ανώδυνες– έδωσαν και πήραν στον 20ό αιώνα. Η χώρα μας δεν ήταν μοναδική στην επιδίωξη ομοιομορφίας και στην αποσιώπηση του παρελθόντος (και καμιά φορά και του παρόντος). Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι οι παλιοί φόβοι τής «από Βορράν απειλής» δεν έχουν αντικείμενο σήμερα. Η Ελλάδα παρά την κρίση παραμένει με διαφορά η πιο ανεπτυγμένη χώρα στην περιοχή της. Κανένας από τους βόρειους γείτονες δεν παρατάσσει στρατό για να διεκδικήσει εδάφη μας. Ακόμη και στα πρόσφατα ταραγμένα χρόνια των Βαλκανίων η σύγχρονη κάθοδος προς Νότο ήταν ειρηνική, φέρνοντας εργατικά χέρια, αργότερα μικτούς γάμους και πολιτογραφήσεις, και πλέον την αμφίδρομη ροή επιχειρηματικότητας – όπως και άφθονο τουρισμό.
Μαζί με τους παραθεριστές, στις παραλίες του Βορρά έφτασε και το κυριλλικό αλφάβητο, σε ένα ευπρόσδεκτο comeback πολλές δεκαετίες μετά την υποχρεωτική και τραυματική χρήση του στη βουλγαρική προσάρτηση της ανατολικής Μακεδονίας. Δεν είναι και τόσο ξένο, άλλωστε. Δυο αδέλφια από τη Θεσσαλονίκη έδωσαν τη γραφή στους σλαβικούς λαούς. Όσο «κακόηχες» ή «στριφνές» κι αν τις χαρακτηρίζουμε εμείς με τα καλομαθημένα μεσογειακά αυτιά μας, οι γλώσσες των Σλάβων είναι σαν όλες τις άλλες: μέσο επικοινωνίας, εργαλείο πολιτισμού και –πολλές φορές– όχημα για υπέροχες εκφράσεις συναισθημάτων: όπως στα ποιήματα που έγραψαν δυο άλλα αδέλφια, οι Μιλαντίνοφ από τη Στρούγκα της Οχρίδας. Η νοσταλγία του ξενιτεμένου (στη Ρωσία) Κονσταντίν για τη ζεστή πατρίδα του Νότου, η τούγκα ζα γιουγκ, έγινε τραγούδι, αργότερα ετικέτα υπέροχου ημίγλυκου κρασιού, και εντέλει σύμβολο για τον πανανθρώπινο, μελαγχολικό πόθο για τη ζέστη και τη θάλασσα, αυτόν που έφερνε και θα φέρνει νοτιότερα τους Αχαιούς, τους Δωριείς, τους Σλάβους και όλους μας.