Η διχάλα του Δούναβη
Με μια απλοϊκή προσέγγιση της μετεωρολογίας, το κροατικό Ζάγκρεμπ και η ιταλική Μπρέσια θα έπρεπε να είχαν το ίδιο κλίμα. Οι δυο πόλεις έχουν παρόμοιο υψόμετρο (λίγο πάνω από τα 100 μέτρα), ίση περίπου απόσταση από τη θάλασσα (λιγότερο από 200 χιλιόμετρα) και σχεδόν ταυτόσημο γεωγραφικό πλάτος (45 μοίρες και κάτι). Η αισθητή διαφορά των δύο πόλεων —οι χειμώνες στο «ηπειρωτικό» Ζάγκρεμπ είναι πολύ πιο ψυχροί, ενώ η «υποτροπική» Μπρέσια είναι βροχερή— οφείλεται στη συμπαγή Δειναρική Οροσειρά της Κροατίας που, παρά το σχετικά χαμηλό της υψόμετρο, εξουδετερώνει την επίδραση της Αδριατικής.
Όποτε παίρνουμε τον αυτοκινητόδρομο από το Ζάγκρεμπ για την παραλία, η αίσθησή μας είναι κάθε φορά η ίδια: πως η απόσταση που μας χωρίζει από τη θάλασσα είναι πολύ μεγαλύτερη από τις δύο ώρες της οδήγησης. Θα μας άρεσε να βρισκόταν η πρωτεύουσα ή έστω ο τόπος εργασίας στη Ριέκα ή κάπου αλλού δυτικά από τα βουνά. Ή να υπήρχε, έστω, μια μαγική κοιλάδα που θα έφερνε τα νερά του κάμπου στην Αδριατική και όχι, μέσω του Δούναβη, στον μακρινό Εύξεινο Πόντο.
Λίγοι είναι οι ποταμοί που κάνουν τέτοιες εντυπωσιακές φυσικές διχάλες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ορινόκο της Βενεζουέλας που δίνει μέρος των νερών του στον Ρίο Γκράντε και εν μέρει στον Αμαζόνιο, μετατρέποντας έτσι σε «νησί» μια σημαντική έκταση της Νότιας Αμερικής (που συμπεριλαμβάνει και τις τρεις Γουιάνες). Ο Δούναβης είναι ένας από τους πολύ περισσότερους που ενώθηκαν μεταξύ τους με κανάλια: χάρη σε ένα εκτεταμένο ευρωπαϊκό δίκτυο υδάτινων οδών, ακόμη και μεγάλα ποταμόπλοια μπορούν να κινηθούν ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τις ολλανδικές εκβολές του Ρήνου.
Ίσως για κάθε μία πραγματοποιημένη διώρυγα να υπάρχει τουλάχιστον άλλη μία που έμεινε στα χαρτιά. Πολλά από τα φιλόδοξα όνειρα αφορούν τον «γαλάζιο» ποταμό του Στράους. Εδώ και δύο γενιές, τουλάχιστον (πιο πρόσφατα με κινέζικη πρωτοβουλία), εξαγγέλλεται κατά καιρούς η υδάτινη σύνδεση Βελιγραδίου-Θεσσαλονίκης, που θα ένωνε τον Δούναβη με το Αιγαίο μέσω Μοράβα και Αξιού. Ακόμη πιο παλιό είναι ένα άλλο ανεκπλήρωτο σχέδιο, δυτικότερα τοποθετημένο: ήδη από το 1900, ο Αυστριακός μηχανικός Βαγκενφίρερ είχε οραματιστεί αλλά και προμελετήσει δίκτυο καναλιών μεταξύ Βιέννης και Τεργέστης μέσω της σημερινής Σλοβενίας.
Αν δεν ήταν οφθαλμοφανώς ασύμφορη μια τέτοια εκτροπή του Δούναβη στη Μεσόγειο, θα αποτελούσε υλοποίηση όχι μόνο της μαγικής κοιλάδας που προαναφέρθηκε αλλά κι ενός παμπάλαιου μύθου: ότι ο αρχαίος Ίστρος κάπως, κάπου έβρισκε τον δρόμο του προς το Mare Nostrum. Στα μυαλά των Ρωμαίων, και νωρίτερα των Ελλήνων, αυτή η διαδρομή ήταν δεδομένη. Μόνο χάρη σε αυτήν ολοκληρωνόταν ο κύκλος της Αργοναυτικής Εκστρατείας, που όπως κάθε όμορφο και ξεχωριστό ταξίδι επιστρέφει στην αφετηρία με πορεία διαφορετική από αυτή της μετάβασης. Μετά την Κολχίδα, κάποιες εκδοχές της αφήγησης θέλουν τον Ιάσονα να ανεβαίνει κόντρα στον ποταμό και —στα βαλτοτόπια της σημερινής Λιουμπλιάνας— να σκοτώνει τον δράκο που αποτελεί σήμερα σύμβολο της σλοβενικής πρωτεύουσας.
Πολλά ιστορικά τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής δείχνουν εμπνευσμένα από αυτή την ιστορία. Η ίδια η Λιουμπλιάνα ονομαζόταν Emona από τους Ρωμαίους, όνομα που πιστεύεται πως τιμά τον Θεσσαλό (όπως και ο Ιάσων) γενάρχη Αίμονα. Κάποιοι μελετητές συνδέουν ετυμολογικά την παραπλήσια χερσόνησο της Ιστρίας με τον Ίστρο/Δούναβη. Την τιμητική της στη δυτική Κροατία έχει η Μήδεια: η εικονιζόμενη αγαπημένη παραλία κοντά στη Ριέκα είχε το ιταλικό όνομα Medea (ατυχώς παραλλαγμένο στην κροατική του εκδοχή ως Μεντβέα, που θυμίζει κάτι σε αρκούδα), ενώ από τον αδελφό της Άψυρτο πήραν το παλιό τους όνομα οι σχεδόν ενωμένες νήσοι Αψυρτίδες, γνωστές σήμερα ως Τσρες και Λοσίνι.
Η ίδια η Κροατία είναι η κατεξοχήν χώρα που γεφυρώνει αυτούς τους δυο κοντινούς/μακρινούς κόσμους, πατώντας αντίστοιχα στη λεκάνη του Δούναβη και στην Αδριατική με τα σκέλη ενός μεγάλου Λ. Μέρος αυτού του δυισμού είναι οι εμφανείς κλιματολογικές αλλά και πολιτισμικές αντιθέσεις των «χαλαρών» παραλίων με τον «αυτοκρατορικό» βορρά — συμπεριλαμβανομένου του κρασιού που βγάζει κάθε μία από τις δύο περιοχές.
Αν και οι οινολογικές μου γνώσεις είναι ακόμη λιγότερες από τις μετεωρολογικές, πιστεύω ότι επιτρέπεται σε ένα καλοκαιρινό κείμενο να μιλήσω για τα λευκά κρασιά που δοκιμάσαμε στα τελευταία τριάμισι χρόνια — ξεκινώντας από το λαοφιλέστερο και μαζικότερα παραγόμενο. Η γκρασεβίνα, αν και γνωστή σε άλλες χώρες ως «ιταλικό» ρίζλινγκ, δεν παράγεται στις παραθαλάσσιες περιοχές που «βλέπουν» Ιταλία αλλά στον απέραντο σλαβονικό κάμπο. Ο κροατικός αυτός σιτοβολώνας (τόπος με κρέατα, τυριά και κυρίως σαλάμια), όποτε δεν άλλαζε χέρια μεταξύ κρατών ή αυτοκρατοριών, συνήθως ζούσε και γιόρταζε πιο πλουσιοπάροχα από τις σήμερα δημοφιλείς τουριστικές περιοχές (που είχαν τις τυπικές μεσογειακές ξερολιθιές και πεζούλες).
Η γκρασεβίνα, σκέτη ή γκεμίστ με ανθρακούχο νερό, υποτίθεται ότι είναι το γιορτινό κρασί της Κροατίας. Για κάποιον λόγο δεν με συγκινεί αρκετά. Ίσως εξαιτίας αυτής της μαζικότητας, που δυσκολεύει εν τω πολλώ να αναδειχθεί το ευ. Ίσως φταίει και το όνομα, που κάνει ομοιοκαταληξία με την ομοίως λαϊκή —και ομοίως ασυμπάθιστη για μένα— μαλαματίνα. Σας το είπα, δεν είμαι ειδικός και κυρίως κρίνω από τις παραστάσεις μου: έχω μάθει να προτιμώ άλλες γεύσεις που μου φαίνονται πιο καθαρές και πιο «σπιρτόζικες». Το σαμιώτικο σεκ, ας πούμε, το λημνιό, το ασύρτικο και τη μαλαγουζιά.
Ευτυχώς, έχουμε βρει στην Κροατία αρκετές γεύσεις λευκού που μας ταιριάζουν. Κάποιες στη Σλαβονία (το τραμίνατς από το Ίλοκ, για παράδειγμα) αλλά κυρίως στα παράλια: τη μαλβάζια της Ιστρίας (που λέγεται ότι την έφεραν Βενετοί απ’ τη Μονεμβασιά), τη ζλάχτινα της νήσου Κρκ (οι Αψυρτίδες δεν βγάζουν πια κρασί), καθώς και μερικά διαμάντια των γνωστών αρχαιοελληνικών αποικιών, συμπεριλαμβανομένης της ποικιλίας Γκ’ρκ (=Έλληνας) από την Κόρτσουλα ή Μέλαινα Κόρκυρα της Δαλματίας. Η αμπελουργία σ’ αυτούς τους τόπους —και πρωτίστως η απόλαυση του οίνου— μπορεί με ασφάλεια να αποδοθεί στους Κορίνθιους και λοιπούς Έλληνες που μετανάστευσαν εκεί, πολύ πριν κατεβούν οι Κροάτες. Ίσως, με λίγη φαντασία, και στους Αργοναύτες.