Δεν πάνε στη θάλασσα από δω
Βγήκε κάποιο πρωί για να πουλήσει τ’ αυγά του, πριν ακόμα ο ήλιος ανατείλει πίσω από το όρος Σανίν. Κι ήταν η λάθος στιγμή στο λάθος σημείο.
Έτσι ξεκινά η πολύπαθη ιστορία του Χάνα Γιακούμπ, κεντρικού χαρακτήρα στο ιστορικό μυθιστόρημα του βραβευμένου Λιβανέζου συγγραφέα Ραμπιέ Τζαμπίρ, «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου», που κυκλοφορεί στην ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ένα εξαιρετικά ευαίσθητο κείμενο που δεν απεικονίζει απλώς μια ιστορική εποχή, αλλά κυρίως ανιχνεύει την εύθραυστη φύση του ανθρώπου, μέσα από ιδιαίτερα σκληρά γεγονότα που τον φέρνουν να μοιράζεται τη ζωή του με τον ίδιο του τον εχθρό.
Η ιστορία τοποθετείται στα 1860, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο, ο οποίος ακολούθησε την αγροτική εξέγερση των χριστιανών Μαρωνιτών λόγω των εξαιρετικά υψηλών φόρων που τους επέβαλαν οι Δρούζοι τσιφλικάδες. Στο πλευρό των Δρούζων παρατάχτηκαν και οι Τούρκοι, που κυβερνούσαν τότε τον Λίβανο. Με το τέλος του πολέμου, όμως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις παρεμβαίνουν και εξαναγκάζουν τους Δρούζους τσιφλικάδες σε εξορία. Για εκείνο το πρωί, τα χαράματα της ημέρας που οι Δρούζοι, αλυσοδεμένοι, παίρνουν τον δρόμο για την απέλαση στο απώτερο άκρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Χάνα Γιακούμπ αργότερα μονολογεί:
Με λένε Χάνα Γιακούμπ. Πουλούσα αυγά στο λιμάνι της Βηρυτού. Οι στρατιώτες με χτύπησαν στο πρόσωπο και μου έσπασαν τα δόντια, έπειτα με ανέβασαν σ’ ένα πλοίο και με εξόρισαν στο Βελιγράδι στη θέση ενός Δρούζου φυλακισμένου. Είμαι χριστιανός, δεν είμαι στην υπηρεσία του σουλτάνου, ούτε στον στρατό του. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω κρατήσει τουφέκι ή σπαθί. Έχω ένα κοριτσάκι.
Όμως η τύχη του έχει ήδη προδιαγραφεί. Τα ίχνη του Χάνα θα χαθούν εκείνο το χάραμα, με τη γυναίκα και την κόρη του να παραμένουν στα σκοτάδια για ατελείωτα χρόνια σχετικά με το τι του συνέβη.
Ο δρόμος για την εξορία και το μαρτύριο των εκδιωγμένων είναι ατελείωτο. Από χώρα σε χώρα και από καταναγκαστικά έργα σε κατασκότεινα και υγρά μπουντρούμια, ο Χάνα Γιακούμπ μοιράζεται τον ελάχιστο ελεύθερο αέρα με τους εχθρούς του, μα κυρίως με την οικογένεια εξαιτίας της οποίας βρέθηκε να πληρώνει ένα βαρύ τίμημα που καθόλου δεν του αναλογεί. Πέντε αδέλφια, εκ των οποίων την ποινή του ενός, του Σουλεϊμάν, θα υποχρεωθεί να εκτίσει ο ίδιος.
Από το Βελιγράδι στη Βοσνία, στην Ερζεγοβίνη, και στη συνέχεια το Μαυροβούνιο, στα «βουνά τα δασοσκέπαστα», κι από εκεί στη Δαμασκό, εξαθλιωμένοι μετά από συνεχή βασανιστήρια, τα τέσσερα αδέλφια και ο άτυχος αυγοπώλης μετράνε μαζί τον χρόνο της επιστροφής στην πατρίδα, μια επιστροφή που η αρχή της δεν φαίνεται πουθενά. Καμιά διαφορά, ούτε ακόμα και τα θρησκευτικά τους πιστεύω, δεν έχουν πια σημασία μπροστά στην αγωνία της επιβίωσης, της λαχτάρας για απελευθέρωση, για την επιστροφή στην πατρίδα, για την επανένωση με την οικογένεια. Οι κακουχίες που υφίστανται καθημερινά και οι επιθέσεις αντάρτικων ομάδων αποδεκατίζουν τον πληθυσμό των εξορισμένων. Πόσοι και ποιοι θα καταφέρουν να γυρίσουν στην πατρίδα;…
Παράλληλα όμως με τις αγωνίες που ζουν οι εξόριστοι, ο αναγνώστης θα ταξιδέψει στον κόσμο των Βαλκανίων του 19ου αιώνα, θα εισπνεύσει τις μυρουδιές των αγορών τους, θα γνωρίσει τις συνήθειές τους.
Είδαν ακόμη τη σκεπαστή αγορά, τις πλατείες και τις καμήλες να πίνουν νερό γονατισμένες. Παιδιά πολλά είχαν συγκεντρωθεί εκεί που σφάζονταν δαμάλια. Ζεστός ατμός ανέβαινε από τα αιμάτινα ρυάκια. Οι τέντες που είχαν στηθεί χτυπούσαν στον αέρα κι έστελναν γλυκούς ήχους που μπλέκονταν με τις φωνές των παιδιών και τα καλέσματα των γυναικών. Νεαρές κοπέλες, καθισμένες σε κύκλο, έπαιζαν με τις χάντρες κι έφτιαχναν κολιέ. Χείμαρρος χρωμάτων και υφασμάτων. Λασπωμένα βόδια έσερναν αραμπάδες που κουβαλούσαν βαριά μπαούλα, κοφίνια, τεντζερέδια και καζάνια, ρουχισμό και κουβέρτες, γεωργικά εργαλεία και δεμένα πουλερικά. Εκείνοι οι σχεδόν ετοιμόρροποι ξύλινοι αραμπάδες μετέδιδαν στο πρωινό σκηνικό, το πλημμυρισμένο με ζωντάνια, μια υπόγεια μελαγχολία.
Η πορεία των Δρούζων του Βελιγραδίου —όπως θα γίνουν γνωστοί στον κόσμο των Βαλκανίων— στο μυθιστόρημα του Τζαμπίρ εξελίσσεται σε μικρά κεφάλαια με την επεξηγηματική παράθεση της ιστορίας από τριτοπρόσωπο αφηγητή που εναλλάσσεται με τους κοφτούς, σύντομους διαλόγους των ηρώων που παρεμβαίνουν σαν πιτσικάτο. Ο συγγραφέας αποτυπώνει την ιστορία πιστά, μετά από πολυετή έρευνα και μελέτη των ιστορικών αρχείων, καταφέρνοντας να μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής. Η αγωνία για την επιστροφή αποτυπώνεται κυρίως μέσα από τους μονολόγους του Χάνα Γιακούμπ, που, χωρίς καμιά επαφή με την οικογένεια, την αγαπημένη του γυναίκα Χιλάνα και την κόρη του Μπαρμπάρα, ζει το παράλογο μαρτύριό του.
Το μυαλό μου χωρισμένο στα δυο. Το μισό, τρομαγμένο, βλέπει μες στο σκοτάδι εκείνα τα χέρια και τα πόδια να αγωνίζονται μάταια για να πετάξουν από πάνω τους τις αλυσίδες. Το άλλο μισό, γαληνεμένο, αδιαφορεί για το παρόν και δραπετεύει μακριά.
Στις στιγμές απόγνωσης, στιγμές που τίποτα δεν φαίνεται να δικαιολογεί την ελπίδα για επιστροφή, τον Χάνα κρατά ζωντανό η αφοπλιστική αθωότητα του Κάσιμ, του ενός από τα τέσσερα αδέλφια, με τον οποίο δέθηκε με δυνατή φιλία.
«Πού πάει αυτό το ποτάμι;»
«Βόρεια»
«Και πού χύνεται; Στη θάλασσα;»
«Όχι. Στον Σάβο. Μπορεί και στον Δούναβη».
«Πώς πάνε στη θάλασσα από δω;»
«Δεν πάνε».
Το μυθιστόρημα «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» απέσπασε το διεθνές βραβείο αραβικής λογοτεχνίας, το γνωστό και ως τ Αραβικό Μπούκερ, δεδομένου ότι υποστηρίζεται από το Booker Prize Foundation και χρηματοδοτείται από το Emirates Foundation for Philanthropy. Παίρνοντας να το διαβάσω, οι προσδοκίες μου ήταν υψηλές. Και ανταμείφθηκα.