Ένα δεξιοτεχνικό pastiche

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Ένα δεξιοτεχνικό pastiche

Πριν από τρεις περίπου μήνες είχαμε την τεράστια χαρά να έχουμε στο ετήσιο φεστιβάλ «Ο κόσμος του βιβλίου» της Πράγας τον μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα των μυθιστορημάτων «Η θάλασσα» (βραβευμένο με το βραβείο Booker), «Η έκλειψη», «Σάβανο», «Άπειροι κόσμοι», «Το βιβλίο της αλήθειας», «Μεφίστο» και τόσων άλλων αγαπημένων έργων. Δεν ξέρω πότε ακριβώς ερωτεύτηκαν οι Πραγιανοί τον John Banville, υποπτεύομαι όμως πως ο έρωτας φούντωσε όταν ο χαρισματικός συγγραφέας έγραψε το συναρπαστικό αφήγημα με τίτλο «Πράγα», μέσα από το οποίο μας γνωρίζει την πόλη όπως εκείνος την αγάπησε. Δεν ήταν η πρώτη του επίσκεψή του εδώ. Φέτος, όμως, είδα με τα ίδια μου τα μάτια πόσο απλόχερα του ανταποδίδουν την αγάπη, όταν παρότι μια περίπου ώρα πριν την προγραμματισμένη εμφάνισή του άνοιξαν ξαφνικά οι ουρανοί κι άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή, στη μεγάλη σάλα όπου θα μιλούσε γινόταν το αδιαχώρητο. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, η «Κυρία Όσμοντ», δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα τσέχικα, αποτέλεσε εντούτοις σημείο μεγάλου ενδιαφέροντος, και με τις ερωτήσεις μας τον υποχρεώναμε να γυρνά συνέχεια σε αυτό. Και πώς αλλιώς να γινόταν, άλλωστε. Δεν γράφονται κάθε μέρα τέτοια βιβλία. Δεν γεννιούνται κάθε μέρα αυτές οι ιδέες, ούτε βέβαια τέτοια διαμάντια της λογοτεχνίας.

Αυτό που αποτόλμησε ο Banville, το άκρως πρωτότυπο και επικίνδυνο συγχρόνως, ήταν να βάλει τη δική του γραφή και τη δική του φαντασία δίπλα σε έναν γίγαντα της κλασικής αγγλόφωνης λογοτεχνίας, τον Henry James. Γιατί η κυρία Όσμοντ του Banville δεν είναι ένας συνηθισμένος χαρακτήρας· είναι η ίδια η ηρωίδα του James από το περίφημο μυθιστόρημά του «Πορτρέτο μιας κυρίας». Κρατώντας λοιπόν την ηρωίδα αγκαζέ, ο Banville την οδηγεί σήμερα, εκατόν τριάντα πέντε χρόνια μετά, στους δρόμους της δικής του φαντασίας, συνεχίζοντας το μυθιστόρημα του James από εκεί που το άφησε ο ίδιος. «Πρόθεσή μου ήταν να αποτίνω φόρο τιμής στον μεγάλο συγγραφέα», μας είπε ο Banville· αυτό το ελαφρύ σήκωμα του ενός φρυδιού, όμως, εμένα μού λέει και κάτι ακόμα: πως θέλησε να δοκιμάσει τον εαυτό του στα πολύ δύσκολα. Και το κάνει επιτυχώς.

Όπως αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα στην ελληνική έκδοση που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε εξαιρετική μετάφραση της Τόνια Κοβαλένκο, το βιβλίο διαβάζεται σαν αυτόνομο μυθιστόρημα. Ολοκληρώνοντας πάντως την ανάγνωσή του, ο αναγνώστης, με έναν ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό και αθόρυβο τρόπο, θα έχει τελικά γνωρίσει και την ιστορία του James. Η μοναδικότητα του έργου βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζεις πίσω από τις μεγάλες αλλά απολαυστικές προτάσεις και τις εξαιρετικά περιγραφικές εικόνες τη γνωστή υπέροχη γραφή του, όσο προχωρά η ιστορία συνειδητοποιείς πως μιμείται συγχρόνως το στιλ του James. Ευφυέστατος συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο, οι υπέροχα σατιρικές αναφορές του, πότε με την ηρωίδα του όταν αυτοσαρκάζεται και πότε με το πλούσιο χιούμορ του αφηγητή όταν αναφέρεται άλλοτε σε στιγμές του πρώτου βιβλίου και άλλοτε στις τρέχουσες εικόνες που συνθέτουν τη συνέχεια της ιστορίας.

Πέρα από το ύφος, ο Banville παραμένει πιστός στο αρχικό μυθιστόρημα σε όλες τις λεπτομέρειες που καθορίζουν τους χαρακτήρες. Όπως λοιπόν και στο «Πορτρέτο μιας κυρίας», έτσι και στην «Κυρία Όσμοντ» οι βασικοί ήρωες, όντας Αμερικανοί που επέλεξαν να ζουν στην Ευρώπη (όπως άλλωστε και ο James), άλλοτε τη δοξάζουν και άλλοτε τη θεωρούν πηγή όλων των κακών που δέχτηκαν:

Της φαινόταν ότι η γηραιά ήπειρος είχε προσελκύσει έναν-έναν αυτούς του δυο στις ακτές της, τους είχε εσκεμμένα διαφθείρει, τους είχε ενώσει και τους είχε τοποθετήσει σαν δηλητηριασμένο δόλωμα στο διάβα της, γνωρίζοντας καλά ότι κάποια μέρα θα έπεφτε πάνω τους.

Όποτε όμως ο Banville αποφασίζει να ανατρέψει τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε αναφορικά με κάποιον ήρωα, το κάνει με συνέπεια ως προς το παλιό κείμενο και μας το σερβίρει με μοναδική δεξιοτεχνία. Μετά από ένα μακρύ μονόλογο, του κυρίου Όσμοντ, ο αφηγητής αναφέρει:

Ήταν παράξενο που ένας άνθρωπος τόσο λιγομίλητος απολάμβανε πότε-πότε να διανθίζει τόσο πολύ τις αφηγήσεις του· για εκείνον οι λέξεις, η γλώσσα η ίδια ήταν απλώς σύνεργα παιχνιδιού, όταν δεν χρησιμοποιούνταν ως όπλα πολέμου.

Όσοι έχετε διαβάσει ήδη το «Πορτρέτο μιας Κυρίας» θα μπορέσετε σίγουρα να προβλέψετε αρκετές από τις στροφές της πλοκής. Με την εφευρετικότητα όμως που διακρίνει τον Banville, οι εκπλήξεις δεν απουσιάζουν, ακόμα και με απίστευτα αναπάντεχες ανατροπές όχι μόνον στα όσα αρχικά θα μας δώσει ο ίδιος, μα και στα όσα γνωρίζουμε από την ιστορία του πρώτου βιβλίου.

Φυσικά, δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι γνωστές εκπληκτικές παρομοιώσεις του Banville, οι μεταφορές και οι πρωτότυπες περιγραφές που χαρακτηρίζουν τη γραφή του:

Πριν καλά-καλά διερωτηθεί, η απάντηση ήρθε πετώντας με την άγρια σβελτάδα του γλάρου που χυμάει στη λεία του.

Υπήρχε ανάμεσα στα φρύδια της μια βαθιά χαραγμένη ρυτίδα που πρόδιδε ότι ζούσε κι αυτή πολύ συχνά, όπως πρόσφατα η Ίζαμπελ, στη χώρα των ημικρανιών.

Εξωτερικά η κυρία Τάτσετ […] στα μάτια της Ίζαμπελ […] έμοιαζε κούφια, για την ακρίβεια δίχως μάζα και αβαρής, σαν ρεπλίκα του εαυτού της, φτιαγμένη από προσεκτικά κομμένο λεπτό, διάφανο χαρτόνι.

Σαν φίλεργο κοτσύφι, [η κόμισσα Τζέμινι] χοροπηδούσε εδώ κι εκεί στα χαμόκλαδα της κοινωνίας, παραμερίζοντας πεσμένα κλαράκια και ραμφίζοντας νεκρά φύλλα —αρκετά απ’ τα οποία ήταν πεσμένα φύλλα συκής— για να σκαλίσει το γόνιμο μαυρόχωμα από κάτω και να τσιμπολογήσει όποια βρώσιμη μπουκιά μπορεί να κρυβόταν εκεί. [Εδώ σατιρίζει τη ροπή της κόμισσας για κουτσομπολιό].

Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, και ο ταλαντούχος συγγραφέας θα φροντίσει βέβαια να μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής, ακόμα και μέσα από τις παροιμιώδεις παρομοιώσεις του:

Το σπίτι μύριζε αποξηραμένη λεβάντα και γυαλιστικό για ασημικά.

Η κόμισσα απόστρεψε το βλέμμα, τσιτώνοντας τα ρουθούνια και κρατώντας το κεφάλι τεντωμένο στο πλάι, σαν νήπιο που αποφεύγει την νταντά του και την κουταλιά με την αλεσμένη τροφή που επιμένει να το ταΐσει.

Ιδιαίτερα συναρπαστικές είναι οι δεκαεπτά (!) στο σύνολο σελίδες στις οποίες εκτείνεται ο διαπληκτισμός του ζευγαριού Όσμοντ…

Ένα pastiche ενέχει πάντα τον κίνδυνο να καταλήξει σε παρωδία. Κάτω από την πένα του δεξιοτέχνη Banville, όμως, η «Κυρία Όσμοντ» είναι αναμφισβήτητα ένα διαμάντι της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

ΥΓ. Φτάνοντας στις τελευταίες αράδες του βιβλίου, δεν μου βγάζει πια κανείς την υποψία από το μυαλό πως ο συγγραφέας ετοιμάζει ένα pastiche στο δικό του pastiche. Κι αν δεν το κάνει στα επόμενα πέντε χρόνια, μά τον Θεό, θα το κάνω εγώ.