Ατενίζοντας τη θάλασσα
Τα πρωινά που είμαι στο λιμάνι, πέφτω συχνά πάνω στην πομπή των επιβατών των πλοίων που φτάνουν στις πρώτες πύλες του λιμανιού. Ξεκινούν από τις αποβάθρες κάπου στον όρμο της Ηετιωνείας, όπου φτάνουν τα πλοία από τα Δωδεκάνησα, και καταλήγουν συνήθως στον σταθμό του Ηλεκτρικού. Εγώ συνήθως ακολουθώ την ίδια διαδρομή με αντίθετη φορά. Για το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού, η πομπή είχε μια μάλλον ανάλαφρη ατμόσφαιρα. Ίσως λόγω της ανεμελιάς που έφερναν οι τουρίστες από τα μέρη όπου πέρασαν τις διακοπές τους. Σιγά-σιγά το καλοκαίρι έφυγε μαζί με τους τουρίστες, η πομπή αραίωσε και το βήμα έγινε πιο βαρύ. Οι αποσκευές λιγόστεψαν. Οι ταξιδιώτες δεν σέρνουν ράθυμα μπαούλα με ρόδες, αλλά περπατούν, άλλοι έχοντας στην αγκαλιά τους μωρά, κι άλλοι κρατώντας πλαστικές τσάντες ή μικρά σακίδια με τα στοιχειώδη. Άλλων τα χέρια είναι εντελώς άδεια. Δεν δείχνουν να βιάζονται ιδιαίτερα. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα κοντοστέκονται σε κάποιο σημείο της διαδρομής: μια παρέα που κουβεντιάζει χαλαρά δίπλα σε μια νταλίκα· δυο φίλοι που κάθονται σε μια δέστρα για να ξαποστάσουν· ένα ζευγάρι που βγάζει σέλφι με τον Πύργο του Πειραιά στο φόντο. Υπάρχουν πάντα κάποιοι που κάθονται σκεπτικοί για ώρα στην άκρη του κρηπιδώματος και ατενίζουν σιωπηλά τη θάλασσα. Το βλέμμα τους χάνεται στον ορίζοντα, εκείνοι δείχνουν χαμένοι στις σκέψεις τους, αλλά τίποτα στο πρόσωπο τους δεν με βοηθά να αποκρυπτογραφήσω τι σκέφτονται. Κάποιον οικείο που έμεινε πίσω; Τι θα βρουν στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού τους για τον οποίο μάλλον δεν γνωρίζουν τίποτα εκτός από το ότι λέγεται Βικτόρια; Πότε θα φτάσουν στον τελικό προορισμό τους;
Ποιος ξέρει.