Αυτό που παραμονεύει στους διαδρόμους
Λονδίνο, 1850.
Στο ανήλιαγο κουκλομάγαζο της κυρίας Σόλτερ εργάζονται οι δίδυμες αδελφές Άιρις και Ρόουζ Γουίτλ. Εξαιτίας των σωματικών δυσμορφιών τους —το καλυμμένο με τα σημάδια τής ευλογιάς πρόσωπο της Ρόουζ και η στραβή κλείδα της Άιρις δεν υπόσχονται εύκολη «αποκατάσταση»—, έγιναν παρακόρες της οξύθυμης ιδιοκτήτριας. Η Ρόουζ ράβει ρούχα για τις πορσελάνινες κούκλες και η Άιρις δίνει ζωή στα πρόσωπά τους με το πινέλο και τις μπογιές της. Το όνειρό της, όμως, δεν είναι η εργασία μέχρι τελικής πτώσεως για λίγο χλιαρό χυλό και μερικές δεκάρες τον μήνα.
Τα βράδια, όταν το κουκλομάγαζο κλείνει και όλοι κοιμούνται, η Άιρις κατεβαίνει στο κρυφό ατελιέ της και εξασκείται στη ζωγραφική. Μακριά από τις επιταγές της κοινωνίας για ένα φτωχό και αμόρφωτο κορίτσι, η Άιρις δουλεύει τις γραμμές της και ανακατεύει τα χρώματα ευελπιστώντας να εξελιχθεί, να γίνει ζωγράφος, και να βοηθήσει τη δίδυμη Ρόουζ να ανοίξει το δικό της κατάστημα.
Στη φωτεινή πλευρά του Λονδίνου η βικτωριανή εποχή τής προόδου, της εξέλιξης στις τέχνες και τις επιστήμες, η ελευθερία των ιδεών και της αγοράς γονιμοποιούν τη σύσταση της Αδελφότητας των Προραφαηλιτών. Εικαστικοί νοσταλγοί της Αναγέννησης και του Ρομαντισμού απομακρύνονται από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα για να αποδώσουν με καθαρές γραμμές και εξιδανικευμένες απεικονίσεις θέματα μιας άλλης εποχής. Ο Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι και ο Τζον Έβερετ Μίλε, ανάμεσα στους επιφανείς εκπροσώπους των Προραφαηλιτών, εμφανίζονται στο μυθιστόρημα· φίλοι, και οι δύο, του Λούις Φροστ, του νεαρού φέρελπι ζωγράφου που φιλοδοξεί να δει τα έργα του στην επερχόμενη Μεγάλη Έκθεση.
Η καλλιτεχνική συντροφιά προμηθεύεται ταριχευμένα ζώα για μελέτη και εξάσκηση στο σχέδιο από τον Σίλας Ριντ, «το Πτώμα», όπως τον αποκαλούν αστειευόμενοι.
Μπορώ να σας δείξω πώς φτιάχνω τις πεταλούδες, αν θέλετε, όμως τα άλλα μου εκθέματα είναι πολύ πιο εντυπωσιακά. Το μαγαζί μου… λέγεται Αξιοπερίεργα Αντικείμενα, Νέα και Παλαιά, του Σίλας Ριντ.
Ένας μοναχικός ξερακιανός άντρας κυκλοφορεί με κλινικά καθαρά ρούχα στο Λονδίνο της σκόνης, του κάρβουνου και των περιττωμάτων, ταριχεύοντας μικρά ζώα με εμμονική δεξιοτεχνία για να ευχαριστήσει την πελατεία του και για να αναδείξει το μοναδικό ταλέντο του, μία δεξιότητα που τον απομονώνει από τους άλλους. Για να γίνει αρεστός στους καλλιτέχνες, προτείνει στον Λούις την Άιρις για μοντέλο. Την αντίκρισε για λίγα λεπτά, όσα χρειάστηκαν για τα κόκκινα μαλλιά της νεαρής κοπέλας, την αλαβάστρινη επιδερμίδα, και την ατέλεια που την κάνει να ξεχωρίζει να αποτυπωθούν στον αμφιβληστροειδή του. Από τότε τη βλέπει παντού, τη θέλει πάντοτε, θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα για να γίνει —και να παραμείνει— δική του.
Η ευκαιρία για την Άιρις έρχεται υπό τη μορφή της Βασίλισσας του Γκιγεμάρ. Ο ημιτελής πίνακας του Λούις βρίσκει την πρωταγωνίστριά του, το πρόσωπο στο επίκεντρο του έργου Η Φυλάκιση της Βασίλισσας του Γκιγεμάρ, και ο Λούις βρίσκει τη μούσα του. Κοντά του η Άιρις θα διδαχτεί τη ζωγραφική όπως λαχταρούσε, θα ζήσει ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους χωρίς κοινωνικά συμπλέγματα πληρώνοντας το τίμημα της αποξένωσης από την οικογένειά της. Δεν είναι δυνατό για ένα κορίτσι της εργατικής τάξης να εργάζεται σαν μοντέλο ή σαν ζωγράφος. Η βικτωριανή ελευθερία ιδεών δεν προσέγγισε ποτέ τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις — για τα φτωχά κορίτσια, ο γάμος και η οικογένεια είναι μονόδρομος.
Όσο ο πίνακας εξελίσσεται στην τελική προσδοκία του ζωγράφου, η αβεβαιότητα των συναισθημάτων μετουσιώνεται σε έρωτα, και μια νεαρή γυναίκα αφήνεται να προσδοκά ένα καλύτερο πεπρωμένο. Όμως η πραγματικότητα και οι κρυφές αδυναμίες των ανθρώπων θα τη διαψεύσου.
Στο φόντο της ιστορίας η Μεγάλη Έκθεση, το ανυπέρβλητο γεγονός της σύγχρονης βιομηχανικής τεχνολογίας και της τέχνης. Η ελπίδα για το καλύτερο και η πεποίθηση πως είναι εφικτό μεταφράζονται στα εκατοντάδες εκθέματα που κοσμούν τους χώρους του μεγαλειώδους Κρίσταλ Πάλας. Παράλληλα, η Βασιλική Ακαδημία φιλοξενεί τους πίνακες που κρίθηκαν αντάξιοι της ξεχωριστής περίστασης. Η προοδευτική πνευματική Αγγλία συνωστίζεται σε αίθουσες και διαδρόμους για να δει πρώτη το επόμενο βήμα, τον αιώνα που έρχεται. Στους ίδιους διαδρόμους, όμως, παραμονεύει η σκοτεινή εμμονή, κάτι θηριώδες — καμία εξέλιξη, καμία καινοτομία δεν είναι ικανή να ξεριζώσει τις αρρωστημένες εμμονές, τα ψυχωσικά αταβιστικά ένστικτα του ανθρώπου…
Το συγγραφικό ντεμπούτο τής Ελίζαμπεθ Μακνίλ διαβάζεται σαν γοτθικό θρίλερ με απόηχους sensation novel, του λογοτεχνικού υποείδους που ευδοκίμησε στη δεύτερη περίοδο του βικτωριανού μυθιστορήματος. Η ηρωίδα της Μακνίλ δεν καρτερεί στωικά κάποιον σωτήρα, δεν παραδίδεται στις προσταγές της κοινωνίας — είναι αποφασισμένη, δράττει την ευκαιρία να δραπετεύσει από μία αδιέξοδη ζωή, τολμά να ερωτευτεί, να απολαύσει το σεξ και όχι να το υποστεί, να ποθήσει. Η Άιρις απαιτεί να μην αντιμετωπίζεται σαν μία ακόμα μούσα, ένα πολύτιμο και χαϊδεμένο κατοικίδιο όπως η Γκουίνεβιρ, ο φασκωλόμυς του Λούις, ξένη σε ξένο περιβάλλον, περιφραγμένη και λατρεμένη. Στο διάβα της ορθώνονται παγιωμένες νοοτροπίες σχετικά με την κοινωνική διαθεσιμότητα του θηλυκού γένους. Καλείται να χαράξει μόνη την αδιαπραγμάτευτη πορεία της από το εργαστήριο παραγωγής ομοιόμορφων εξιδανικευμένων γυναικείων ομοιωμάτων μέχρι την ολοκληρωτική δημιουργική ελευθερία στην απεικόνιση της θηλυκής μορφής.
Το «Εργαστήριο με τις Κούκλες» είναι ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα εποχής, ένας συγκερασμός ειδών και ιδεών του παρελθόντος αλλά και προσδοκιών για το μέλλον.