Η ζωή στη σκιά
Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον κατάσκοπο; Ποια συναρπαστική μυστική ζωή ονειρεύεται, ποιους ανώτερους σκοπούς νομίζει πως μπορεί να υπηρετεί ή, αντίθετα, ποια ταπεινά κίνητρα, ποιες υλικές και σωματικές απολαύσεις ή ατασθαλίες θα τον δεσμεύσουν σε κόσμους σκιών και δολοφονικών μαριονετών; Κι ακόμη περισσότερο: τι είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει κάποιον να στραφεί εναντίον της χώρας του, να δώσει τα μυστικά της στους εχθρούς, να ακροβατήσει επικίνδυνα κοντά στην αποκάλυψη και την ατίμωση;
Αυτό αναρωτιέται σε όλη την αγωνιώδη αφήγησή του ο Ben McIntyre στο «Ο Κατάσκοπος και ο Προδότης», το ωραιότερο κατασκοπικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί εκεί έξω, με έναν μικρό αστερίσκο: δεν είναι μυθιστόρημα, είναι η αλήθεια.
Ο McIntyre ανασυνθέτει με ρυθμούς εφάμιλλους του John Le Carré αλλά και με ηθική διεισδυτικότητα αντίστοιχη του Graham Greene, την ιστορία του Όλεγκ Αντόνιεβιτς Γκορντιέφσκι, του υψηλόβαθμου αξιωματικού τής KGB που για χρόνια λειτούργησε ως πράκτορας της βρετανικής MI6, τροφοδοτώντας με κρίσιμα μυστικά τη Δύση τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, πριν συγκεντρώσει πάνω του υποψίες και εξωθηθεί σε μυθιστορηματική απόδραση από τη Σοβιετική Ένωση. Καταπιάνεται με όλη τη ζωή του Γκορντιέφσκι, προσπαθώντας να ξεκλειδώσει τον δρόμο που τον οδήγησε στην αποστασία. Γνήσιο τέκνο των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, μορφωμένος και καλλιεργημένος, με ανούσιες, φαινομενικά, θητείες στο εξωτερικό, με έναν προβληματικό πρώτο γάμο και έναν ανθηρό δεύτερο, ο Γκορντιέφσκι βρέθηκε στο επίκεντρο των τελευταίων σεισμικών κραδασμών του Ψυχρού Πολέμου, όταν η αρτηριοσκλήρυνση του καθεστώτος Μπρέζνιεφ και των σύντομης εξουσίας επιγόνων του Αντρόποφ και Τσερνιένκο συγκρούστηκε με την ανερχόμενη επιθετική Δυτική ρητορική των Ρίγκαν και Θάτσερ. Οι δύο τελευταίοι προσωπικά ευχαρίστησαν τον Γκορντιέφσκι για τις υπηρεσίες του, που ενδέχεται και να αποσόβησαν επικίνδυνες ψυχροπολεμικές κλιμακώσεις.
Ο McIntyre ενδιαφέρεται λιγότερο για το είδος των μυστικών που παρέδωσε ο Γκορντιέφσκι και παρασύρεται (μαζί του κι ο αναγνώστης) στο χτίσιμο αυτού του παράξενου κόσμου: στη ρουτίνα του κατασκόπου που αναλώνεται σε ανούσιες ώρες απελπισμένων επαφών, αλλά και σε πρακτικές που, όσο τετριμμένες κι αν μοιάζουν, τόσο τρομακτικής σημασίας είναι: ένας κύριος με γκρίζα που περνά έξω από ένα μοσχοβίτικο αρτοποιείο μια Τρίτη τρώγοντας μια σοκολάτα, ή μια τσίχλα κολλημένη σε ένα χαμηλό κολονάκι σε κάποιο απόμερο δρομάκι του Λονδίνου, κωδικές ονομασίες και σχέδια που καταστρώνονται για καλό και για κακό, τυχαίες συναντήσεις σε στενά κλιμακοστάσια, μυστικά που τη σημασία τους κανείς δεν μπορεί να προβλέψει… και αμφιβολίες. Συνεχείς αμφιβολίες, για το αν ο κατάσκοπος που έχεις απέναντί σου είναι όντως πρόθυμος να συνεργαστεί ή αν θέλει να σε παγιδέψει. Κι αν θέλει να σε παγιδέψει, για τίνος λογαριασμό.
Ο κόσμος των κατασκόπων του McIntyre, ο αληθινός κόσμος των κατασκόπων, δεν έχει James Bond, δεν έχει υπερκατασκόπους των πέντε ηπείρων, δεν έχει μοιραίες γυναίκες.
Έχει γραφεία και αναφορές και επαγγελματικούς ανταγωνισμούς κατώτατης στάθμης, έχει εικασίες και δισταγμούς, έχει ατέλειωτα αργά χρονικά μεσοδιαστήματα μεταξύ των επαφών. Έχει, για παράδειγμα, την παράλληλη ιστορία του Michael Bettaney, του Βρετανού που άτσαλα προσπάθησε να γίνει κατάσκοπος των Σοβιετικών, αλλά και του Αμερικανού Aldrich Ames που κυνικά λειτούργησε ως τέτοιος για χρόνια, όντας σε καίριες θέσεις τής CIA.
Την υλική αδηφαγία αυτού του τελευταίου αντιπαραβάλλει συχνά ο συγγραφέας με το ιδεολογικό υπόβαθρο της αντίστροφης αποστασίας του Γκορντιέφσκι: τον θαυμάζει τον Γκορντιέφσκι ο McIntyre και δεν το κρύβει, τον θεωρεί ήρωα που θυσίασε κρίσιμα ατομικά στοιχεία για ένα ανώτερο ιδανικό. Ενίοτε μπορεί να αποξενώσει τον αναγνώστη αυτός ο θαυμασμός, επάγει όμως και τον προβληματισμό: Είναι ήρωας ένας άνθρωπος που προδίδει τη χώρα του, έστω και αν το κάνει για να εναντιωθεί σε ένα απολυταρχικό καθεστώς; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η έννοια της χώρας σου άραγε; Την εκφράζει το καθεστώς μόνο, ή η προδοσία που επιτελείς στρέφεται ενάντια σε όλους, στους καθημερινούς ανθρώπους με τους περιορισμένους ηθικούς προβληματισμούς, στους φίλους και τους συγγενείς που ενδέχεται να μείνουν πίσω ή και να πληρώσουν τη φιλία και τη συγγένεια; Τι προδίδεις εντέλει; Τι επιζητάς; Αν κάτι λείπει από τη μαεστρικά ενορχηστρωμένη αφήγηση του McIntyre είναι αυτό ακριβώς: ο τελευταίος λόγος του Γκορντιέφσκι (που βέβαια μπορεί να αναζητηθεί σε άλλες πηγές).
Ο κόσμος των κατασκόπων του McIntyre είναι όμως και ο συναρπαστικός κόσμος που γνωρίσαμε στα μυθιστορήματα, σε κάποιες πτυχές του. Δεν είναι μόνο η σκιά του Φίλμπι, του διαβόητου κατάσκοπου των Σοβιετικών, που επικρέμεται σαν έμπνευση και φλόγα πάνω από τα στελέχη τής KGB και σαν αιώνιο στίγμα πάνω από την ΜΙ6. Είναι και η κυνικότητα των μυστικών υπηρεσιών (ο σκληρός ανακριτής τής KGB που τώρα είναι ιδιοκτήτης ιδιωτικής εταιρίας ασφάλειας, υπεύθυνης για την Αμερικανική Πρεσβεία στη Μόσχα…) αλλά και των σύγχρονων καιρών, είναι και η αγωνία.
Η απόδραση του Γκορντιέφσκι, που καταλαμβάνει το ύστερο ένα τρίτο του βιβλίου, είναι δουλεμένη με αδυσώπητο ρυθμό, αισθάνεσαι πως είσαι εκεί, σε χιονισμένα σοβιετικά και φινλανδικά τοπία, να βλέπεις πίσω σου και μπροστά σου ύποπτα οχήματα, να μετράς τα δευτερόλεπτα, να κρέμεται η ύπαρξή σου από την γκριμάτσα του φρουρού του συνοριακού ελέγχου, να αυτοσχεδιάζεις ακόμη και με την πάνα ενός μωρού.
Γραφή και υπόθεση που ανήκουν στο πάνθεον της κατασκοπικής λογοτεχνίας. Όπως και η όλη ιστορία ανήκει ίσως στο πάνθεον αυτού του παράξενου δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Που ευχόμαστε να μην καταλήξουμε να νοσταλγούμε.
Γιατί οι πραγματικοί κατάσκοποι ίσως να ήταν μια κάποια λύση…
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε ρέουσα μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου και επιμέλεια της Ηλιάννας Αγγελή.
[ Φωτογραφία ]