Πρόωροι εορτασμοί
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη συμπλήρωσε εσχάτως τις πρώτες εκατό ημέρες στη διακυβέρνηση της χώρας, φτάνοντας και τυπικά στο τέλος του περιβόητου «μήνα του μέλιτος», μιας περιόδου που κατά κανόνα διέπεται από χαρακτηριστικές δυσκινησίες στην υλοποίηση των προγραμματικών δεσμεύσεων του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές. Η συνήθης αυτή μετεκλογική ραθυμία οφείλεται πρωτίστως στην αποφόρτιση του εκλογικού σώματος, αφού η νέα ηγεσία έχει μόλις απολαύσει ευρείας λαϊκής αποδοχής, χάνοντας το κίνητρο για περαιτέρω κινητοποίηση. Επίσης, τα αντιπολιτευτικά κόμματα, στον απόηχο των δυσμενών αποτελεσμάτων, επιχειρούν αμήχανα να ανακτήσουν πολιτικό βηματισμό, παραμελώντας, κατά συνέπεια, προσωρινά τη θεσμική υποχρέωσή τους για άσκηση γόνιμης κριτικής που θα διατηρεί τη συμπολίτευση στη μέγιστη επαγρύπνηση. Όμως, με τη νωπή ακόμη εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, οι παλαιοπολιτικές συμπεριφορές την επαύριο των εκλογών εξέλιπαν, οι τεχνοκρατικές πρακτικές υπαγόρευσαν ευθύς εξαρχής την παραγωγή του κυβερνητικού έργου, και κάπως έτσι η παρατηρηθείσα μεταστροφή πλημμύρισε με φρενίτιδα τον διεθνή οικονομικό Τύπο.
Αρκεί άραγε μια ριπή από οικονομικά νομοθετήματα –αδιαμφισβήτητα προς την ορθή κατεύθυνση–, για να αναβιώσει με αξιώσεις ευλογοφάνειας ο όρος «success story» για την οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας; Δικαιολογεί μήπως μια σειρά από επιδοκιμασίες για την αναστροφή πορείας της ελληνικής οικονομίας, όπως οι πρόσφατες και οι επικείμενες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, τη φιλολογία περί ανάκαμψης του «μεγάλου ασθενούς» της Ευρώπης; Η πραγματιστική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι σύντομη και απερίφραστη: όχι.
Δεν υπάρχει καμία βάσιμη αμφιβολία πως οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που προεκλογικά εξαγγέλθηκαν και τώρα προωθούνται τάχιστα δύνανται να αποδώσουν πολλαπλά οικονομικά οφέλη στο ορατό μέλλον. Η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από το 28% στο 22% εντός του 2020, η σταδιακή ελάττωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5% για τους ευρισκόμενους σε πλήρη απασχόληση από το 2020 έως το 2023, η τριετής αναστολή του ΦΠΑ 24% στις μεταβιβάσεις παλαιών και νεόδμητων ακινήτων, και η έκπτωση 40% της δαπάνης από τον φόρο εισοδήματος για επισκευές κατοικιών, αποτελούν μόνο ορισμένα από τα μέτρα που πρόκειται να διαμορφώσουν προϋποθέσεις για την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων μακρόπνοων τοποθετήσεων. Επιπρόσθετα, η καταρχήν διευθέτηση του μείζονος ζητήματος των «κόκκινων» δανείων, με την έγκριση του σχεδίου «Ηρακλής» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναμένεται όχι μόνο να απαλλάξει τα τραπεζικά ιδρύματα από συσσωρευμένο τοξικό χρέος της τάξεως των €30 δις, αλλά και να εισφέρει στα κρατικά ταμεία περί τα €200 εκ. από χρεώσεις για τη συμμετοχή του Δημοσίου στη διαδικασία. Τέλος, η καταγραφή πρωτογενούς δημοσιονομικού υπερ-πλεονάσματος 4,2% του ΑΕΠ για το 2018 κάνει την ελληνική κυβέρνηση να αισιοδοξεί όσον αφορά την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2019, ενισχύοντας τις προσδοκίες για διατηρήσιμη δημοσιονομική σταθερότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι παραπάνω οικονομικοί σχεδιασμοί, βέβαια, συνιστούν προς το παρόν ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς να λογίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό οι προκλήσεις που συνοδεύουν την ευόδωσή τους. Μετά από παρατεταμένη λιτότητα, ένα σύνολο από φορολογικά κίνητρα που πρόκειται να αποδώσουν σε βάθος χρόνου δεν αρκεί επ’ ουδενί για να γεφυρώσει ένα επενδυτικό κενό –ήτοι, το έλλειμμα στις δαπάνες για αναβάθμιση εξοπλισμού και υποδομών– που εκτιμάται ότι υπολείπεται σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα κατά €15 δις ετησίως. Οι φορολογικές συνθήκες είναι μονάχα ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την προσέλκυση επενδύσεων, αλλά η επίλυση του προβλήματος αυτού έγκειται σε μια πληθώρα ζητημάτων, όπως η εξάλειψη διοικητικών εμποδίων, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης και η προσφορά χρηματοδοτικών εργαλείων. Αναφορικά με την τιτλοποίηση των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων, φαίνεται ότι οι παρεχόμενες εξασφαλίσεις από το ελληνικό Δημόσιο δεν επαρκούν για να χαρακτηριστούν τα παράγωγα προϊόντα μηδενικού ρίσκου, αφού η επενδυτική βαθμίδα της Ελλάδας καθιστά τις κρατικές εγγυήσεις ανεπαρκείς σε όρους ασφάλειας. Εναλλακτικές προτάσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό σχετίζονται με τη χρήση είτε μετρητών είτε ομολόγων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μία ενδεχόμενη νέα επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Καταληκτικά, οι πιστωτές της Ελλάδας έχουν εκτιμήσει ότι το πακέτο ελαφρύνσεων για το οποίο έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση πρόκειται να δημιουργήσει ένα χρηματοδοτικό έλλειμμα περί τα €900 εκ., θέτοντας εν αμφιβόλω τόσο την ανταπόκριση στον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, όσο και την ευρύτερη δημοσιονομική πειθαρχία της χώρας.
Αναντίρρητα επιδείχθηκε ορμητική πολιτική βούληση στο πεδίο της Οικονομίας, που υπερκέρασε με σχετική άνεση ακόμη χρονίζοντα γραφειοκρατικά κωλύματα και διαδικαστικές αγκυλώσεις, αλλά προς το παρόν αυτή έχει εξαντληθεί σε κατά περίπτωση μεσολαβήσεις. Είμαστε σύμφωνοι ότι η προνοητικότητα στην εκπόνηση οικονομικού προγραμματισμού και η αστραπιαία ταχύτητα στην προώθησή του εκπέμπουν ενθαρρυντικά μηνύματα για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όμως η οριστική επανεκκίνησή της απαιτεί έναν δομικό μετασχηματισμό που δεν οριοθετείται ούτε σε σποραδικές θεραπευτικές παρεμβάσεις ούτε σε επικοινωνιακές διαχειρίσεις μεμονωμένων περιστατικών. Όσο κι αν σημειολογικά ενισχύεται η κυβερνητική δυναμική στο πεδίο της επιτέλεσης οικονομικής προόδου, πόρρω απέχει από ό,τι εμπίπτει στη σφαίρα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πράγμα απολύτως καταφανές στους θεσμικούς παίκτες του παγκόσμιου οικονομικού στερεώματος. Συστήνεται, λοιπόν, όχι ως άσκηση πεσιμισμού, αλλά ως ένδειξη ρεαλισμού, να παύσουν οι πρόωρες εορταστικές εκδηλώσεις και οι άγουρες επευφημίες, και να επανέλθουν σε ένα κατοπινό σημείο, όταν θα είναι λιγότερο άκυρες και, προπάντων, λιγότερο ζημιογόνες.
[ Εικόνα: Leonard Aitken, Carousel (2011) ].