Η σκοτεινή άβυσσος
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του. Στον Γάλλο συγγραφέα Jérôme Ferrari, όμως, αρκούν διακόσιες σαράντα εννιά σελίδες για να μας πείσει με το μυθιστόρημά του με τίτλο «Κατ’ εικόνα Του» πως αυτή η εικόνα έχει πια χαθεί.
Η βασική ηρωίδα στο έργο είναι η Αντόνια. Μια νεαρή Κορσικανή φωτογράφος που αναζητά εναγωνίως να απαθανατίσει το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου. Το αναζητά πλάι στον εθνικιστή φίλο της Πασκάλ Μπ., μέσα από τις ακραίες δραστηριότητες των νεαρών αυτονομιστών με τις κουκούλες στο νησί της. Το ψάχνει στις τραγικές στιγμές που γνώρισε σαν ελεύθερη πολεμική φωτογράφος στα χρόνια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το ψάχνει ακόμα στις φωτογραφίες των συναδέλφων της, σε «τοπία με σωριασμένα και εγκαταλελειμμένα λιθάρια, σε μέρη σκοτεινά και καταθλιπτικά», γιατί αυτή, «η σχολαστική απογραφή της ερείπωσης, δε μιλούσε ούτε για το παρελθόν ούτε για τη φύση, αλλά μόνο για την αναπόφευκτη ήττα των ανθρώπων».
Ο χαρισματικός συγγραφέας επιλέγει μια ιδιαίτερα ευρηματική πλοκή για το μυθιστόρημά του. Στο πρώτο κεφάλαιο γνωρίζουμε την Αντόνια την ημέρα που ένα τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα θα κόψει το νήμα της ζωής της. Τα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν περιγράφουν τα έντονα αλλά σύντομα χρόνια που έζησε, καταλήγοντας κάθε φορά σε στιγμές από την κηδεία της. Στην κηδεία όπου ιερέας είναι ο αγαπημένος της νονός και αδελφός της μητέρας της. Μια τραγική φιγούρα που προσπαθεί να σταθεί όρθιος μπροστά στον χαμό της αγαπημένης του ανεψιάς, όπως στάθηκε δίπλα της σε κάθε στιγμή της ζωής της, ακόμα και στις αποφάσεις της που τον έβρισκαν αντίθετο.
Ο Ferrari μιλά για το θάνατο. Τον βίαιο θάνατο. Της Αντόνια αρχικά, των Γιουγκοσλάβων στα πεδία της μάχης στη συνέχεια, και των νεαρών Κορσικανών αυτονομιστών. Μιλά για τον θάνατο έτσι όπως προβάλλεται μέσα από τις εικόνες που εγκλωβίζει η νεαρή Αντόνια με τον φωτογραφικό της φακό. Κι όσο προχωρούν οι σελίδες, ο συγγραφέας θα μας μυήσει και στο φωτογραφικό έργο δύο άλλων πολεμικών φωτογράφων που προηγήθηκαν. Του Γκαστόν στη Λιβύη στα χρόνια του ιταλοτουρκικού πολέμου μεταξύ του 1911 και του 1912, και στη συνέχεια του Ρίστα, με εικόνες από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι έτσι ξαφνικά, όλα θα γίνουν ένα κράμα, το 1912, το 1934, το 1943, με το σήμερα: «Το παρελθόν που είχε μείνει για χρόνια μαγκωμένο μέσα στον λαιμό, ανεβαίνει και μολύνει το παρόν». Άλλοτε αργά, βασανιστικά, κι άλλοτε με άλματα, μας περιγράφει τις σκηνές που αιχμαλωτίζει ο φακός τους, με χρώματα πιο σκληρά κι από τις ίδιες τις εικόνες. Εικόνες για «εγκλήματα και εξεζητημένες βαναυσότητες που περιέγραφαν τον σαδισμό του απέναντι στρατοπέδου». Οι ιστορίες είναι πάντα ίδιες. «Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ψευδείς, καθεμιά με τον τρόπο της. Μερικές διένυσαν τον χρόνο αλλαγμένες και εμπλουτισμένες στη διάρκεια του ταξιδιού τους, ώστε να αποκτήσουν μια αποτρόπαιη ακρίβεια».
Ο Γκαστόν, αναρωτιέται: «Πώς να τα εξηγήσεις όλα αυτά που εγκλωβίζεις; Να συνδυάσεις τη φωτεινότητα του ουρανού με τις σάρκες που αποσυντίθενται, τη γαλήνη της ερήμου με τις σφαγές, την ηδονή με τη βαρβαρότητα;» Κι ο Ρίστα «ανακαλύπτει ότι κατά περίεργο τρόπο και με την ίδια αθωότητα, οι άνθρωποι θέλουν να διατηρούν τη συγκινητική ανάμνηση των εγκλημάτων τους, όπως του γάμου τους, της γέννησης των παιδιών τους, ή οποιασδήποτε άλλης σημαντικής στιγμής της ζωής τους».
Όλα τα σαρώνει η ωμή δύναμη των φωτογραφιών.
Η Αντόνια γελάει: «Της αρέσει που γελάει όταν την πυροβολούν χωρίς κανένα λόγο, η αίσθηση της πτώσης, ο ίλιγγος, η χαρά να ξανασηκώνεται την τελευταία στιγμή». Επιμένει να μένει θεατής της ασχήμιας, «να τραβάει φωτογραφίες αισχρές για να μην μπορεί κανείς να ισχυριστεί άγνοια της αισχρότητας του κόσμου στον οποίο συναινούσε να ζει». Κι όταν πια ξαναγυρνάει στο νησί της, η πολιορκία του Σαράγιεβο θα συνεχίζεται: «Η απευθείας αναμετάδοση θα συνοδεύει για τέσσερα χρόνια τα οικογενειακά δείπνα».
Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος ξεκινά με μια προσευχή από τη νεκρώσιμη ακολουθία, που ψάλλουν στην κηδεία της Αντόνια τέσσερις νεαροί. Το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν, και ο νονός ιερέας την ακούει να σιγοκλαίει, όπως τότε, στη βάφτιση, όταν το πολύ κρύο νερό τής πάγωνε το μέτωπο. «Την ακούει να σιγοκλαίει μέσα στην επιβλητική ομορφιά της ψαλμωδίας που είναι κι η σκοτεινή άβυσσος, δεν μυρίζει το άρωμα του θυμιάματος που τυλίγει το φέρετρο με τα δαχτυλίδια του καθώς ο νονός της κουνάει αργά το θυμιατήρι και ψιθυρίζει τα καθιερωμένα λόγια». Σιγοκλαίει, και οι ψαλμοί έρχονται να τονίσουν την παραδοξότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με αυτό το καθηλωτικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση της Έφης Κορομηλά από τις Εκδόσεις Στερέωμα, ο Ferrari, Γάλλος γεννημένος το 1968 στο Παρίσι, με καταγωγή επίσης από την Κορσική, καταφέρνει με τις δικές του ιδιαίτερες χίλιες λέξεις να υπερβεί σε δύναμη και τέχνη την ίδια την εικόνα.