Καθηλώνοντας το κοινό

C
Σαπφώ Καρδιακού

Καθηλώνοντας το κοινό

“I don’t like anybody but comedians. If you’re not going for a joke, why are you talking?”—Jerry Seinfeld.

Το stand-up comedy είναι ιδιαίτερο είδος κωμωδίας. Ένας κωμικός παρουσιάζει το νούμερό του μπροστά σε κοινό χωρίς σκηνικό, μουσική, κοστούμια. Η δομή και η φιλοσοφία του σταντ-απ δίνουν την εντύπωση πως δεν υπάρχει σενάριο, ότι ο καλλιτέχνης αυτοσχεδιάζει.

Στη χώρα μας διαδόθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Προηγήθηκαν τα σόλο νούμερα στις επιθεωρήσεις, οι κομπέρ των κέντρων διασκέδασης και οι μονόλογοι αστέρων στις χρυσές εποχές του ψυχαγωγικού ραδιοφώνου. Παρόλο που οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί σταντ-απ κωμικοί είναι περισσότερο αναγνωρίσιμοι, το είδος δεν γεννήθηκε ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην Αγγλία. Το παρεμφερές macchietta ευδοκιμούσε στα ιταλικά θέατρα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, αρχής γενομένης στα café-chantants του 190υ αιώνα. Ακόμα παλαιότερα, οι Ινδοί του 16ου αιώνα ξεκαρδίζονταν με το chakyar koothu, ίσως την παλαιότερη γνωστή μορφή σταντ-απ παγκοσμίως. Επίσης, κωμικά κείμενα για δύο ερμηνευτές διασκέδαζαν τους Κινέζους της Δυναστείας Μινγκ μέχρι τη Δυναστεία Τσινγκ.

Ένας συνεχιστής της παράδοσης είναι ο πενηνταεπτάχρονος άσημος σταντ-απ κωμικός Ντόβαλε Τζι, ο ήρωας του βιβλίου. Μέτρια καριέρα, διαζύγια, καταθλιπτική παιδική ηλικία: η συνταγή του σταντ-απ. Μόνο που, στην περίπτωσή του, η συνταγή απέτυχε. Το βράδυ που μας συστήνεται κάνει το νούμερό του σε ένα μπαρ της Νατάνια, στο κεντρικό Ισραήλ. Η περίσταση είναι ξεχωριστή. Φρόντισε μάλιστα να εντοπίσει έναν παλιό συμμαθητή, τον συνταξιούχο ανώτατο δικαστή Αβισάι, και να τον προσκαλέσει στην παράσταση με μία παράκληση — να του πει τι βλέπει:

«Ας πούμε πως περνάω μπροστά από κάποιον στον δρόμο, που δε με ξέρει, δε γνωρίζει τίποτα για μένα. Πρώτο βλέμμα, τσαφ! Τι του μένει; Τι εντύπωση του κάνω; Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός…»

Ο Ντόβαλε δεν αντιλαμβάνεται πώς τον βλέπουν οι άλλοι γιατί έχει πλάσει μία στρεβλή αυτοεικόνα. Το βάρος στην ενοχική συνείδησή του δεν δίνει επιλογές για απολαύσεις και υγιείς σχέσεις, τον ωθεί να αμφισβητεί τον εαυτό του μέχρι απέχθειας. Με γονείς επιζώντες από το Ολοκαύτωμα ανήμπορους να θεμελιώσουν δεσμούς είτε μεταξύ τους είτε και με τον ίδιο, τον μοναχογιό τους, υπέμεινε τη βία από τον πατέρα και την παθητικότητα της μητέρας όσο στωικά δέχτηκε τον εκφοβισμό των παιδιών της γειτονιάς. Περιορισμένος στην απομόνωση από τον κοινωνικό του περίγυρο, επινόησε έναν μοναδικό τρόπο να αναστρέψει —στην κυριολεξία— τη δική του οπτική. Έκανε κάτι τόσο παράταιρο ώστε να γίνει αόρατος: ένδειξη έμφυτης κωμικής κλίσης — αλλά και η απόδειξη πως η κωμωδία συνορεύει με την τραγωδία. Υιοθέτησε τον ρόλο του κλόουν σαν μηχανισμό επιβίωσης και κατέληξε αυτό το βράδυ να αφηγείται στους θεατές και σε εμάς πώς ξεκίνησαν όλα, με την προσδοκία να βάλει τα γεγονότα στη σειρά την ύστατη ώρα.

Οι θεατές σταντ-απ είναι ειδικό κοινό. Παρακολουθώντας έναν μονόλογο σε μπαρ, επιλέγουν να δουν έναν άγνωστο να εκτίθεται επί σκηνής, να σατιρίζει τον εαυτό του, την οικογένειά του, τους φίλους του, έτοιμοι —ή μήπως όχι;— να δεχτούν την ίδια σάτιρα, την υπερβολή που συνοδεύει την ειλικρίνεια του κωμικού για εκείνους, την κοινωνική τους τάξη, την πολιτική τους παράταξη και το φύλο τους.

Το μπαρ που φιλοξενεί το νούμερο είναι στο Ισραήλ, αλλά το κοινό, όπως εκμαιεύει ο Ντόβαλε όταν ρίχνει τον προβολέα στα τραπέζια, έρχεται από την αντίπερα όχθη και τους καταυλισμούς. Εβραίοι και Άραβες δέχονται (;) τις αιχμές, τα αστεία, τον σαρκασμό του ασθμαίνοντα κωμικού. Συμμορφώνονται στους άρρητους κώδικες του είδους, επιδοκιμάζουν και γιουχάρουν, κοιτούν γύρω άβολα ή αποστρέφουν το βλέμμα. Ορισμένοι είναι ενεργά συμμέτοχοι σε αυτή την έκθεση. Είναι όσοι αντιμιλούν, γιουχάρουν και προβοκάρουν τον κωμικό με την προσδοκία να τους βάλει στο στόχαστρο, να εισπράξουν τους βιτριολικούς αυτοσχεδιασμούς που θα τους εκθέσουν μπροστά σε όλους ή που θα εκθέσουν τον ίδιο.

«Γιατί τι είναι το σταντ-απ, το σκεφτήκατε ποτέ; Ακούστε το από μένα, Νατάνια: είναι τελικά μια αρκετά αξιοθρήνητη διασκέδαση, ας είμαστε ειλικρινείς, και ξέρετε γιατί; Γιατί ο κόσμος μυρίζει τον ιδρώτα μας! Την προσπάθειά μας να βγάλουμε γέλιο! Να γιατί!»

Οι πεπειραμένοι σταντ-απ κωμικοί συμφωνούν πως κάθε παράσταση είναι διαφορετική εξαιτίας του κοινού. Τα αστεία που «πέρασαν» στους θεατές τη μία βραδιά δεν αποκλείεται να «βουλιάξουν» την επόμενη. Ο Ντόβαλε ισορροπεί σε ένα τρεμάμενο σχοινί, παραπαίει ανάμεσα στην αυτοβιογραφική αναδρομή και την τραγικωμωδία, μεταξύ γεγονότων, αναμνήσεων και ανεκδότων εκτάκτου ανάγκης. Τη στιγμή που φαίνεται να χάνει το ενδιαφέρον του κόσμου και μετρά όσους αποχωρούν βαριεστημένοι ή εξοργισμένοι, κάνει τα μαγικά του —ξόρκια που κατέχει κάθε ταλαντούχος σταντ-απ κωμικός— και καθηλώνει τους θεατές, τους παίρνει ξανά με το μέρος του.

Αυτός ο άνθρωπος, σκέφτομαι, ένας άνθρωπος που δεν είναι ωραίος, ούτε συναρπαστικός ούτε ελκυστικός, και όμως ξέρει να θίγει ακριβώς τα σημεία τα οποία μετατρέπουν τους ανθρώπους σε όχλο, σε συρφετό.

Σαρωτικό βιβλίο, με ρυθμό και έλεγχο, απρόσμενο, δικαίως βραβευμένο με το Man Booker International Prize του 2017. Ο Νταβίντ Γκρόσμαν εφαρμόζει τους κώδικες του σταντ-απ στη λογοτεχνία, σε μία tour de force κατάθεση ενός δραματικού χαρακτήρα. Θρυμματίζει το τραγικό σε ψίχουλα και τα σκορπά στη διαδρομή της ζωής του ήρωά του με την ελπίδα εκείνος να τα περιμαζέψει όταν νιώσει έτοιμος και ώριμος να επιστρέψει στο μέρος από όπου δεν έφυγε ποτέ.