Η αρπαγή της Μέδουσας
Θυμάμαι καλά την πρώτη φορά που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Ήταν τέλη Αυγούστου. Ήμασταν στην άκρη του κόσμου· στο κέντρο της ερήμου· στην κάψα του καλοκαιριού· στον πυρήνα μιας προσωρινής πόλης διάρκειας δέκα ημερών· στην κεντρική σκηνή. Οι λεπτές λωρίδες πανιού που κάλυπταν τον θόλο της κυλινδρικής σκηνής ανέμιζαν σαν υφασμάτινες κορδέλες· οι ακτίνες του ήλιου τρυπούσαν την πηχτή σκόνη που έπλεε παντού και δημιουργούσαν δεσμίδες φωτός στον κεντρικό χώρο. Παρά το πλήθος του κόσμου, επικρατούσε ησυχία. Πολλοί ήταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα ή καθισμένοι σε μαξιλάρια και σε αυτοσχέδιους καναπέδες· άλλοι τριγύριζαν και παρατηρούσαν τα έργα τέχνης· στο κέντρο της σκηνής, οι πιο τολμηροί επιδίδονταν σε περίτεχνες ασκήσεις ισορροπίας και σωματικού χορού· ένα είδος πάλης σε αργή κίνηση.
Ένιωθα ήρεμος. Είχα ήδη συνειδητοποιήσει ότι ζω κάτι ουσιαστικό, κάτι αληθινό· ήμουν ανοιχτός. Περπατούσα αργά παρατηρώντας τον κόσμο. Έστριψα τη γωνία που δημιουργούσαν τα τεχνητά χωρίσματα και σε είδα. Το βλέμμα σου με κάρφωσε. Μου κόπηκε η ανάσα. Μέδουσα. Καραβάτζο. Η τελευταία συνέντευξη του Χρήστου. Η φρίκη. Μια ρανίδα Ευρώπης στον Νέο Κόσμο. Ένα δείγμα παλαιάς τέχνης μέσα σε έναν ωκεανό new age αισθητικής. Μια φούσκα προστασίας μέσα στην αχανή έρημο του άγνωστου. Κίνηση. Μεταμόρφωση. Το γνώριμο πριν. Το αποτρόπαιο τώρα. Το αβέβαιο μετά.
Εκείνη την πρώτη στιγμή ήξερα ότι σε θέλω. Άρχισα να περιφέρομαι στον χώρο, να κάνω τον γύρο της σκηνής, για να καταλήξω πάλι σ’ εσένα, να δω μήπως αυτή τη φορά είχαν λυθεί τα μάγια· μάταια όμως. Τις επόμενες μέρες κάθε φορά που έφτανα στην κεντρική σκηνή περνούσα και σε κοίταζα. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας είχες γίνει ένα με τις αναμνήσεις της ερήμου και των όσων έγιναν εκεί. Η αλκαλική σκόνη είχε αρχίσει να σε περιτυλίγει, να διεισδύει στους πόρους σου· όπως και στους δικούς μου. Έψαξα να βρω τα στοιχεία του δημιουργού σου. Στο πλάι του τελάρου μια κρυπτική αναφορά σε λογαριασμό στο Instagram. Ήξερα ότι εκεί που ήμαστε απαγορευόταν το εμπόριο, η διαφήμιση, η προώθηση προϊόντων. Ήξερα ότι δεν ήσουν εκεί για να πουληθείς και να αγοραστείς· ότι, κατά πάσα πιθανότητα, είτε δεν θα ήσουν διαθέσιμη, είτε εγώ δεν θα είχα τη δυνατότητα να σε αποκτήσω.
Τις μέρες που ακολούθησαν, τις μέρες μετά την έρημο, σε σκεφτόμουν όλο και περισσότερο. Σχεδόν ποτέ δεν νιώθω τέτοια επιθυμία για υλικά αντικείμενα· εσύ όμως έφερες μαζί σου την ανάμνηση και τη σκόνη τού πριν και του μετά. Ήξερα ότι ήταν λάθος — ήξερα ότι δεν θα έπρεπε να είχε σημασία η υλική αποτύπωση, άλλωστε είχα μόλις νιώσει ότι τίποτα δεν έχει σημασία — αλλά και πάλι: θα έκανα ό,τι μπορούσα για να σε αποκτήσω. Ένιωθα την ανάγκη να ασκήσω ισχύ για να γίνεις δικιά μου.
Έψαξα να βρω τη δημιουργό σου. Μου πήρε ώρα γιατί ήταν καλά καμουφλαρισμένη στη ζούγκλα του διαδικτύου. Ακολούθησε μια προσέγγιση ημερών — ένας χορός σαν κι αυτούς που είδαμε στην κεντρική σκηνή· ένα ιδιότυπο φλερτ, μια πάλη δημιουργού/μητέρας-αγοραστή/αναδόχου. Η μητέρα δεν ήθελε να αποχωριστεί το δημιούργημά της. Πέρασαν μέρες για να με εμπιστευτεί. Νιώθοντας να με καθοδηγεί ένας άλλος εαυτός, μια ξένη δύναμη, έχοντας μια ασυνήθιστη αίσθηση του πεπρωμένου, ένα προαίσθημα ματαιότητας, αποφάσισα να θυσιάσω αποτέλεσμα κόπου μηνών για χάρη σου. Η συμφωνία έκλεισε στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Αμέσως μετά έμαθα την ιστορία σου. Επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες μου· κουβαλούσες πάνω σου πολύ πόνο. Ήσουν το προϊόν ενός τραύματος· οι πόροι σου κωδικοποίησαν τη σωματική και ψυχική βία, την προδοσία μιας σχέσης, τη διάλυση μιας φιλίας ζωής, την αδικία —ατομική και δομική, έμφυλη αδικία—, τον εξοστρακισμό, τη μοναξιά, τη μάχη για επιβίωση, την πάντα καθυστερημένη επικράτηση της αλήθειας.
Όσο περνούσαν οι μέρες μέχρι να προετοιμαστεί η αποστολή σου, η επιθυμία μου να σε ξαναδώ δεν έσβησε· ίσα-ίσα, γινόταν όλο και πιο ενοχλητική. Μετά από δέκα μέρες σε τύλιξαν, σε έβαλαν σε έναν κύλινδρο και ξεκίνησες το ταξίδι σου για την Αθήνα. Εκεί θα έβρισκες ανθρώπους να σε φροντίσουν και να σου δώσουν ένα σπίτι· μπορούσα ήδη να σε δω σε έναν συγκεκριμένο τοίχο. Δεν ήσουν όμορφη — αντιθέτως, η πρώτη αντίδραση που δημιουργούσες ήταν συνήθως η αποστροφή· η ομορφιά σου ήταν ατελής: ανθρώπινη.
Μετά από ταξίδι δύο εβδομάδων, την 1η Οκτωβρίου, έφτασες στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Εκεί ξεκίνησε ένας μήνας σουρεαλισμού. Ένας μήνας ατέλειωτης γραφειοκρατίας, τηλεφωνημάτων στο αεροδρόμιο, σε ταχυδρομεία, τελωνεία, εφορίες, εκτελωνιστές· υπεύθυνες δηλώσεις και γνήσια της υπογραφής στην αστυνομία, καταθέσεις ψηφιακών δικαιολογητικών, επιστροφή στο αεροδρόμιο, έκδοση EORI με τρεις υπογραφές από τρεις διαφορετικούς προϊσταμένους στον 1ο όροφο, επίσκεψη στις αποθήκες των ΕΛΤΑ, διαπραγματεύσεις με τους υπαλλήλους στον όχι και τόσο κατάλληλο χώρο της εισόδου των φορτηγών. Βλέπεις, έκανα το λάθος, όπως μου είπαν όλοι, να θέλω να τα κάνω όλα σύμφωνα με τον νόμο. Παρ’ όλα αυτά, ούτε καν έτσι δεν κατέστη δυνατός ο εκτελωνισμός σου. Μετά από έναν ολόκληρο μήνα, αναγκάστηκα να σε «αποκηρύξω» και να ζητήσω να σε γυρίσουν στη δημιουργό σου, ώστε να ξαναπροσπαθήσουμε. Ήξερα ήδη από τότε ότι οι πιθανότητες να σε ξαναδώ μειώνονταν· ούτως ή άλλως, η χαρά της επανένωσης είχε ήδη αμαυρωθεί από την ταλαιπωρία των τελευταίων εβδομάδων.
Η επιστροφή ήταν ακόμη πιο αργή και βασανιστική από την αρχική αποστολή. Οι μέρες και οι εβδομάδες πέρασαν· συχνά κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς ήσουν. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι έφυγες από το αεροδρόμιο. Μετά από μέρες μάθαμε ότι ήσουν στο διαμετακομιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης. Στα τέλη Νοεμβρίου τελικά έφτασες πίσω από εκεί που ξεκίνησες, στο Ρίνο της Νεβάδας…
Μετά από νέες συνεννοήσεις με μεσάζοντες και φίλους, η νέα προσπάθεια ξεκίνησε στα μέσα Δεκεμβρίου. Ο νέος σου προορισμός ήταν η Νέα Υόρκη. Εκεί θα ήσουν ασφαλής μέχρι να καταφέρουμε να ξαναβρεθούμε. Μετά από λίγες μέρες έλαβα την ειδοποίηση ότι είχες επιτέλους παραδοθεί σε στέρεο έδαφος· σε οικεία χέρια. Η επανένωσή μας θα καθυστερούσε, αλλά τουλάχιστον είχες βγει από τον δαίδαλο των μεταφορών. Ήσουν τυπικά δική μου. Η συναλλαγή είχε ολοκληρωθεί. Με περίμενες.
Όχι.
Ένα μέιλ με δύο φωτογραφίες έφτασε την Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου, αργά το βράδυ. Κάποιος, κάπου, στη Νεβάδα, στη Νέα Υόρκη ή στη διαδρομή, σε είχε απαγάγει. Ο κύλινδρος ήταν άδειος· το ένα καπάκι έλειπε.
Λοιπόν, δεν ήταν γραφτό να ξανασυναντηθούμε. Η ιερότητα και καθαρότητα της μνήμης θα έμενε, θα μείνει, «αμόλυντη» από τη διάβρωση της υλικής ύπαρξης.
Η απώλειά σου χτύπησε εμένα· χτύπησε τη δημιουργό σου· και μάλλον θα χτυπήσει και τη σχέση μας, μια σχέση εμπιστοσύνης που βασίστηκε στην κοινή εμπειρία της ερήμου· άλλωστε άνθρωποι είμαστε και έχουμε ανάγκη, όταν κάτι πάει στραβά, να αποποιούμαστε την ευθύνη μας. Ελπίζω όμως ότι με τον ίδιο τρόπο που στοίχειωσες τη δημιουργό σου κι εμένα, θα στοιχειώσεις και τον απαγωγέα σου.
Η αλήθεια πάντα βρίσκει ένα τρόπο να επικρατεί· αν και συνήθως μόνο όταν είναι πολύ αργά πια.
[ Εικονογράφηση: #MeTooSa, Mallory Kate, 2019, ακρυλικό σε καμβά, φωτογράφιση από τον Hunter Howatt, λεπτομέρεια) ].