Το ξενύχτι

L
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Το ξενύχτι

Το είχαμε συμφωνήσει από την περασμένη Πρωτοχρονιά: την επόμενη, που θα ’χα πια κλείσει τα εφτά, θα μου επέτρεπαν να ξενυχτίσω τον παλιό χρόνο. Μου είχαν πει πως πεθαίνει ο παλιός και γεννιέται ένας καινούργιος, κι ήθελα να το δω με τα μάτια μου. Δεν με είχαν αφήσει να είμαι στο ξενύχτι στη μεγάλη τραπεζαρία, τότε που πέθανε η γιαγιά, αλλά τώρα αυτό δεν θα το έχανα με τίποτα στον κόσμο.

Στο σπίτι είχε μαζευτεί ολόκληρη η οικογένεια· μαζί, και κάποιοι φίλοι όπως η νονά κι ο νονός και η κυρία Στέλλα που δεν έλειπε ποτέ από τα πάρτι και τις βόλτες και που μου είχε και μεγάλη αδυναμία. Μέχρι τις εννιά, όλα εξελίσσονταν πολύ όμορφα και διασκεδαστικά. Το τραπέζι ήταν γεμάτο λιχουδιές, οι μουσικές έφταναν μέχρι έξω στον δρόμο, και κανένας γείτονας αυτή τη φορά δεν μάλωνε κανέναν — όλοι γελούσαν και χαίρονταν. Κι ούτε τόση δα στεναχώρια γι’ αυτόν τον κακομοίρη τον παλιό χρόνο που όπου να ’ναι θα πέθαινε.

Μάλιστα, δεν θυμάμαι ποιος άρχισε πρώτος, αλλά όλοι με τη σειρά είχαν κάτι κακό να θυμηθούνε. Άτιμο τον ανέβαζαν τον παλιόχρονο, άδικο τον κατέβαζαν. Ακόμα κι ο θείος Κώστας, που στον χρόνο που έφευγε είχε βρει επιτέλους δουλειά, έφτυνε τώρα τον κόρφο του, λέγοντας πόσο άσπλαχνο ήταν το αφεντικό του και πως, πριν προλάβει να μυρίσει τα λεφτά που έπαιρνε, αυτά τα άτιμα κάθε μήνα κάνανε φτερά. Η θεία Ελένη, που είχε ντυθεί νυφούλα πριν μερικούς μήνες, και που, όπως άκουσα τη μαμά μου να λέει, λαχείο τής έπεσε έτσι που βρέθηκε αυτός ο χρυσός άνθρωπος να την κατεβάσει από το ράφι, ακόμα κι εκείνη δεν θυμήθηκε τίποτα καλό, παρά μόνο το μικρό της αυτοκίνητο που τράκαρε κι έγινε σαν φυσαρμόνικα και που πάει καλά που δεν χτύπησε κανείς. Πιο πολύ από όλους, όμως, γκρίνιαζε ο μπαμπάς. «Όλα τα είδαμε αυτή τη χρονιά, που να φύγει και να μην ξανάρθει». «Γιά σύνελθε, βρε Αντρέα, και μάζεψε τα μυαλά σου!» του απαντούσε ο νονός. «Ξεχνάς που οι άλλοι μάς τράβηξαν μέχρι το χείλος του γκρεμού; Ε; Τα ξεχνάς; Λίγο έλειψε να…» «Όχι πάλι πολιτικά! Όχι απόψε!» φώναζε από την κουζίνα η μαμά όσο ετοίμαζε για να σερβίρει το γλυκό. Κι εκεί σηκώθηκε η θεία Αντιγόνη, που είναι και δασκάλα και που ξέρει απ’ όλους πιο πολλά, αφού τα διδάσκει κάθε μέρα στους άλλους, και σήκωσε το δάχτυλο ψηλά κι έλεγε κάτι που διάβασε, λέει, κάτι σπουδαίο πως θα γινότανε μέσα στον νέο χρόνο, κι οι άλλοι κουνάγανε το κεφάλι, όπως το κουνάει η μαμά στον μπαμπά άμα δεν τον πιστεύει πως θα βγάλει τα σκουπίδια «σε λίγο», όπως της υπόσχεται. Και η μια κουβέντα έφερνε την άλλη, και τα γέλια χάθηκαν, και τα μούτρα όλων συννέφιασαν για τα καλά, και η κυρία Στέλλα, που ήταν η πιο ξένη από όλους, μαζεύτηκε η έρμη σε μια γωνιά και δεν μιλούσε καθόλου.

Κάπου εκεί με πήρε κι εμένα ο ύπνος ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ. Ξύπνησα τρομαγμένη από τις φωνές και τα πυροτεχνήματα και τις τρακατρούκες που βάραγε ο θείος Αντώνης. «Για το καλό», έλεγε, «για να μπει ο νέος χρόνος ζωηρά και να κάνει θόρυβο». Κι έβαλα τα κλάματα. Όχι γιατί φοβήθηκα τον θόρυβο, όχι βέβαια· αλλά για εκείνον τον κακομοίρη τον παλιό τον χρόνο που όλοι τον βρίζανε και που έφυγε άκλαυτος, χωρίς το ξενύχτι που του έπρεπε.

[ Εικονογράφηση: Kathie Nichols ]