Οι φτερούγες της νύχτας

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Οι φτερούγες της νύχτας

 «Μού είναι αδύνατον να περιγράψω το θέμα του βιβλίου», έγραφε ο ίδιος ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στον εκδότη του απαντώντας στην ερώτησή του για το τι πραγματεύεται το μυθιστόρημά του «Ο μαύρος οβελίσκος», που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε στη γλώσσα μας από τις Eκδόσεις Κέδρος σε εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη.

Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1956, στα χρόνια δηλαδή του Ψυχρού Πολέμου. Στα χρόνια που ο Ρεμάρκ, ένας από τους πλέον ασυμβίβαστους αγωνιστές της ειρήνης, μετά τα αντιπολεμικά μυθιστορήματα «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» και «Οι τρεις σύντροφοι», ένιωσε ξανά την ανάγκη, όχι μόνο να θυμίσει τις πληγές που αφήνει πίσω του ένας πόλεμος, αλλά να μιλήσει και για τις καμπάνες του κινδύνου για το «αιματοκύλισμα» που ακολουθεί τον πόλεμο, και που συχνά φέρνει έναν καινούργιο, πράγματα που δυστυχώς συχνά αγνοούμε, πιστεύοντας πως η ιστορία και τα λάθη δεν επαναλαμβάνονται.

Ο «Μαύρος οβελίσκος», μολονότι πράγματι δεν έχει μία και μόνη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι ένα εξίσου συνταρακτικό βιβλίο με το «Ουδέν νεώτερον». Ο Ρεμάρκ καταφέρνει να μας μεταφέρει στη Γερμανία του 1923, στα χρόνια όπου η χώρα, μετά την ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται σε αποσύνθεση. Οι άνθρωποι ζουν στα νύχια της απελπισίας που φέρνουν ο μεγάλος πληθωρισμός και η επώδυνη οικονομική κατάσταση. Όλοι βρίσκονται σε αδιέξοδο, ενώ παράλληλα έχει αρχίσει να διαφαίνεται ο νέος μεγάλος εφιάλτης που θα ακολουθήσει.

Ο «μαύρος οβελίσκος» είναι σε μεγάλο βαθμό ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Λούντβιχ Μπόντμερ, έχει την ίδια ηλικία με τον συγγραφέα, έχει βρεθεί κι εκείνος στα χαρακώματα του πολέμου και στη συνέχεια γυρνά στην πόλη του, το Βέρντενμπρικ (που δεν είναι άλλο από το Όσναμπρικ, τη γενέτειρα του Ρεμάρκ), για να πάρει μεν το πτυχίο του δασκάλου αλλά καταλήγοντας να δουλεύει με τον συμπολεμιστή του Γκέοργκ Κρολ στην εταιρία ταφικών μνημείων την οποία διατηρεί με τον αδελφό του. Πολλοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι συμπολεμιστές του Λούντβιχ, που ο καθένας με τον τρόπο του γυρεύει να ζήσει, να ερωτευτεί, αναζητώντας έναν καλύτερο κόσμο.

«Χρονικό μιας αργοπορημένης νιότης» είναι ο υπότιτλος του μυθιστορήματος κι αυτό ακριβώς είναι που ψάχνουν οι ήρωες του βιβλίου, οι άνθρωποι της χαμένης γενιάς του πολέμου. «Πού πήγε η νιότη μας;» αναρωτιούνται οι φίλοι του Λούντβιχ, σύντροφοι της λέσχης ποιητών. « Ήμασταν ποτέ νέοι;» «Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα», μονολογεί ο Λούντβιχ. «Από το 1914 είναι λες και πορευόμαστε με ό,τι έχει μείνει από τα κουρέλια μιας πρώτης, μιας δεύτερης και μιας τρίτης ζωής. Μα ούτε ταιριάζουν μεταξύ τους, ούτε και μπορούμε να τα ταιριάξουμε».

Ο Λούντβιχ, απελπισμένος κι ο ίδιος από το τέλμα στο οποίο ζει, δεν βρίσκει τις απαντήσεις που ψάχνει, ούτε στον εκπρόσωπο του Θεού (τον βικάριο Μπόντεντικ), μα ούτε και στον εκπρόσωπο της επιστήμης (τον γιατρό Βέρνικε).

Στον δικό τους κόσμο δεν υπάρχουν ξαφνικές και απόκοσμες αναλαμπές, ούτε μακρινές βροντές, ούτε αστραπές που καταιγιάζουν τους παγερούς αιθέρες. Είναι άνθρωποι της πίστης και της επιστήμης! Πορεύονται στη ζωή με οδηγό το νήμα της στάθμης και το αλφάδι, με μέτρα και σταθμά, αν και διαφορετικά ο ένας από τον άλλο. Μα και τι σημασία έχει; Είναι σίγουροι για τον εαυτό τους, έχουν ονόματα για να τα κοτσάρουν στα πάντα σαν να ήταν ετικέτες. Κοιμούνται ήσυχοι, έχουν ένα σκοπό στη ζωή – και αυτό τους αρκεί.

Βρίσκει τη χαρά μόνο δίπλα στην Ιζαμπέλ, μια όμορφη σχιζοφρενή νεαρή κοπέλα που ζει στο ίδρυμα. Εκεί, δίπλα της, στο πάρκο του ιδρύματος, δεν χρειάζεται να μιλά ούτε για τον πόλεμο ούτε και για την πολιτική και τον πληθωρισμό. Ερωτευμένος με το κορίτσι και την αθωότητά του, μονολογεί:

Μπορώ να κάθομαι με τις ώρες και να κάνω ένα σωρό παλιομοδίτικα πράγματα, όπως να αφουγκράζομαι τον άνεμο και τα πουλιά ή να παρατηρώ τις ηλιαχτίδες να λογχίζουν τις ανοιχτοπράσινες φυλλωσιές των δένδρων. Έμοιαζε να έχει έρθει από ένα αχανές σύμπαν, πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου, από εκεί όπου το φως της λογικής φτάνει στα μάτια μας θολό και παραμορφωμένο, αχνοφέγγοντας σαν το βόρειο σέλας, σε ουρανούς που δεν γνωρίζουν ούτε μέρα ούτε νύχτα, παρά μονάχα την ηχώ του δικού τους φωτός και την ηχώ της ηχούς του – το αμυδρό φως που φτάνει από τα βάθη του σύμπαντος, από μια απεραντοσύνη χωρίς αρχή και τέλος.

Ο εφιάλτης του πολέμου εμφανίζεται ξανά ανάμεσά τους, δίπλα τους. Αναβιώνει από το είδος των ανθρώπων που, όπως μονολογεί ο Λούντβιχ…

…δεν αμφιβάλλουν ποτέ για τις πεποιθήσεις τους, πράγμα που δεν τους κάνει μονάχα πληκτικούς, αλλά και επικίνδυνους. Είναι η μαγιά, η ατσάλινη βούληση που χρειάζεται η αγαπημένη μας πατρίδα για να εξαπολύει κάθε λίγο και λιγάκι έναν νέο πόλεμο. Κάτι τέτοιοι τύποι […] γεννήθηκαν με τα χέρια σε στάση προσοχής και θα ήταν περήφανοι αν πέθαιναν στην ίδια στάση. Δεν ξέρω αν ο ίδιος τύπος ευδοκιμεί και σε άλλες χώρες, αλλά στοιχηματίζω ότι πουθενά αλλού δεν υπάρχει σε τόσο μεγάλη αφθονία.

Ο Λούντβιχ βλέπει τον χρόνο να περνά σαν ένα ποτάμι που τα νερά του ξαφνικά άλλαξαν ροή κι αρχίζουν να κυλάνε ανάποδα.

Μάλλον αυτή είναι η μοίρα της ανθρωπότητας… Όταν επιτέλους μαθαίνουμε κάτι, είναι πλέον αργά για να το αξιοποιήσουμε. Κι έτσι συνεχίζεται το πράγμα, κύμα το κύμα, από γενιά σε γενιά. Καμιά γενιά δεν μαθαίνει το παραμικρό από την προηγούμενη.

Ένας οβελίσκος δεσπόζει σε όλο το έργο, ένα μνημείο που φτιάχτηκε στα χρόνια του Κάιζερ από τον ιδρυτή της εταιρίας ταφικών μνημείων, στήθηκε στην είσοδο του γραφείου τους αλλά ποτέ δεν κατάφερε κανείς να το πουλήσει. Ένα μνημείο από μαύρο σουηδικό γρανίτη ο οποίος στα γερμανικά –καθόλου τυχαία για τις ανάγκες του μυθιστορήματος– λέγεται SS Granit (Schwarz Schwedisch). Για αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου το μνημείο είχε την «τύχη» να το κατουράει κάθε βράδυ ο μεθυσμένος αρχιλοχίας του Κάιζερ, κύριος Κνοπφ. Ο Μαύρος Οβελίσκος παραμένει μέχρι τις τελευταίες σελίδες του έργου στην είσοδο του γραφείου, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο του στον αναγνώστη το ναζιστικό Ράιχ και τα Ες-Ες, εξάπτοντας το ενδιαφέρον μας να μάθουμε τι τελικά θα απογίνει.

Το βασικότερο μέρος του βιβλίου, όπως αναφέραμε, διαδραματίζεται στο 1923, ο επίλογος όμως γράφεται πολλά χρόνια αργότερα, όταν θα έχει τελειώσει και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Έπαψε να υπάρχει χρόνος. Η νύχτα άπλωσε τις μαύρες φτερούγες της πάνω από τη Γερμανία. Όσο για μένα, διέφυγα στο εξωτερικό. Όταν επέστρεψα, δεν βρήκα παρά μόνο σωρούς από ερείπια.

Ο «Μαύρος οβελίσκος» είναι ένα καθηλωτικό βιβλίο που υπογραμμίζει πως η ιστορία πράγματι επαναλαμβάνεται και πως αμέτρητες γενιές δεν θα σταματήσουν ποτέ να αναζητούν τη χαμένη τους νιότη.