Πάστα φλώρα
Ανοίγεις και κλείνεις τα ντουλάπια, σκαλίζεις το ψυγείο, γυροφέρνεις στην κουζίνα, μια που κάθεσαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή που μένει καρφωμένη σε κείνο το πρόγραμμα που σου βάλαν είπανε για να τους βλέπεις, μια που σηκώνεσαι και κοιτάς γύρω το σπίτι, όχι δεν αλλάξαν θέση τα έπιπλα, και οι πίνακες εκεί είναι στη θέση τους, και τα μπιμπελό στο σκρίνιο – μα τι λεφτά πετάξαμε χριστιανέ μου σε άχρηστα πράγματα αντί να πάμε εκείνο το ταξίδι, τι σου λέω τώρα και σάματις ακούς εκεί που είσαι, λες κι αν ήσουν εδώ τώρα θα πηγαίναμε ταξίδι, πουθενά δεν είναι για να πάμε αφού δεν πήγαμε στην ώρα μας – μα δεν περνά η ώρα, κι αν είναι οι ώρες ίδιες, κι αν είναι οι μέρες ίδιες έτσι που κάθεσαι μέσα στο σπίτι, να μη βγεις μάνα, θα σου φέρω εγώ ό,τι χρειάζεσαι, τι να μου φέρεις, απ’ όλα έχει εδώ, μόνο τα χαμόγελά τους δεν έχει και τις αγκαλιές τους, και τι να σου κάνουν δέκα λεπτά σε αυτή την οθόνη – γειά σου γιαγιά, καλά είμαστε, φιλιά, γεια – ώρες θες εσύ, να τα νιώθεις γύρω σου, ν’ ανοίγουν τα ντουλάπια να βγάζουν τις μαρμελάδες να βρίσκουν τα μπισκότα να αφήνουν ψίχουλα παντού και γέλια, νά ορίστε, ξανά σηκώνεσαι, θα βάλεις το μίξερ πάνω στο τραπέζι –α ναι, αυτή τουλάχιστο ήταν καλή αγορά άνθρωπέ μου κι ας γκρίνιαζες–, θα μετρήσεις το αλεύρι, μια κουταλιά μπέικιν, ένα αυγό και το βούτυρο κρύο από το ψυγείο σε κομμάτια, άχνη ζάχαρη χιονάτη όσο πρέπει, όλα μαζί στον κάδο να σμίξουν σε ζύμη μαλακή και μυρωδάτη – έτσι μυρίζατε μωρά όταν σας έφερνε η μάνα σας να σας κρατήσω–, θα την απλώσεις στο ταψί (θα κρατήσεις λίγη στην άκρη) κι από πάνω θα στρώσεις τη μαρμελάδα που έχει μείνει άγγιχτη τόσες μέρες (σαράντα μία; σαράντα δύο;) κι αφού κάνεις μπαστουνάκια με τη ζύμη που κράτησες και στολίσεις από πάνω διαγώνια τα μισά από τη μία και τα άλλα μισά από την άλλη, θα φουρνίσεις μέχρι να τυλίξει όλο το σπίτι η μυρωδιά, να περάσει μέσα από την οθόνη, να φέρει τις φωνές τους, μέχρι που να διώξει το κακό, και να γεμίσουν το σπίτι ψίχουλα πάλι, κι ας σε πονάει η μέση σου σκουπίζοντάς τα κάθε φορά, και πόσες φορές πια να μένουν;