Το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών
Αυτοσκόπηση είναι η ψυχική εμπειρία κατά την οποία το άτομο έχει την αίσθηση πως βλέπει το σώμα του από εξωσωματική οπτική, σαν διπλό του εαυτού του, σαν ξένο είδωλο στον καθρέφτη.
Ο δεκαεννιάχρονος Τάρεκ βιώνει μια εκδοχή του φαινομένου. Όσο τσαλαβουτάει στα ρηχά του αυτοπροσδιορισμού, η αντανάκλαση στον καθρέφτη του σπιτιού, στις βιτρίνες του Παρισιού και στα παράθυρα του μετρό δείχνει έναν μεγαλύτερο άντρα. Άλλοτε όμορφος, με σπινθηροβόλο βλέμμα, άλλοτε κουρασμένος και πρόωρα γερασμένος, το είδωλο αντικατοπτρίζει την ψυχική κατάσταση του αποπροσανατολισμένου Τάρεκ και την ποσότητα κιφ που έχει καπνίσει.
Η Γαλλοαλγερινή μητέρα του πέθανε όταν ήταν δέκα ετών. Ο πατέρας του ασχολείται περισσότερο με την επόμενη ιδέα προσέλκυσης πελατών παρά με τον γιο του. Η μητριά του Τάρεκ, μια απλή γυναίκα, καταπιάνεται με το νοικοκυριό και τα θέματα της καθημερινότητας.
Ένας νέος άνθρωπος, στην πρώτη, άγουρη ενηλικίωση κυκλοφορεί στους σκονισμένους δρόμους του Μαρόκου χωρίς σκοπό, χωρίς θέληση για σπουδές και εξέλιξη, με μυαλό γεμάτο από αδιέξοδες σκέψεις και φαντασιώσεις για κάθε θηλυκή παρουσία στη ζωή του. Πρωταγωνίστριες η συμφοιτήτρια Λάιλα και η νεαρή καθηγήτρια δεσποινίς Αζίζ. Το όμορφο είδωλο στον καθρέφτη τον προτρέπει να «την κάνει». Με λίγα χρήματα, το διαβατήριό του κι ένα σακίδιο κάνει οτοστόπ μέχρι το λιμάνι, και από τη Μασσαλία με ένα άλλο φορτηγό φτάνει στο Παρίσι. Τον πρώτο καιρό οι παραστάσεις αλλάζουν, μα η σεξουαλική εγρήγορση εξακολουθεί να διαφεντεύει το θυμικό του.
[Α]ναρωτιόμουν αν ο τρόπος που κοιτούσα τα κορίτσια ήταν πράγματι φυσιολογικός. Τουλάχιστον μία φορά τη μέρα έβλεπα μια κοπέλα ή μια γυναίκα από δεκαεφτά μέχρι σαράντα χρονών για την οποία ένιωθα αυτή τη φοβερή λαχτάρα. […] Φανταζόμουν πως, όταν έφτανα στα σαράντα ή εκεί γύρω, δεν θα είχα καθόλου τέτοιες εμμονές.
Μέσω μιας λαθρεπιβάτισσας που γνώρισε στη Μασσαλία φιλοξενείται από την Αμερικανίδα Χάνα Κόλερ. Η Χάνα έχει περάσει τα τριάντα και ζει στο Παρίσι για δεύτερη φορά — την πρώτη ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια, και η εργασία της είχε τίτλο «Εργασία, Οικογένεια και Φύλο: Οι Γαλλίδες στο κατεχόμενο Παρίσι, 1940-1944». Τώρα επέστρεψε με στόχο να την αναπτύξει σε ένα κεφάλαιο για μία συλλογική πανεπιστημιακή έκδοση. Συναντιέται ξανά με τον Βρετανό Τζούλιαν, ο οποίος τη βοηθά στην έρευνα αφήνοντας στην άκρη τις δικές του ακαδημαϊκές υποχρεώσεις. Μα, εκεί που η ευθεία λογική του Τάρεκ θα φανταζόταν πως δύο άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα, χωρισμένοι από τους συντρόφους που τους πλήγωσαν και με φόντο το Παρίσι θα συνέθεταν την ευτυχή κατάληξη, προβάλλουν συναισθηματικά εμπόδια.
Ο πρώτος έρωτας της Χάνα, δέκα χρόνια πριν, θα ήταν απλώς μια ερωτική απογοήτευση. Όμως, η εύπιστη φοιτήτρια πληγώθηκε τόσο από την προδοσία εξιδανικευμένων προσδοκιών στη σύντομη σχέση με τον παντρεμένο «Ρώσο της» ώστε να αφιερωθεί εξολοκλήρου στις σπουδές και την έρευνα.
Είχα εξαπατηθεί. Το γεγονός ότι τον γνώριζα ώς τα μύχιά του δεν με είχε εξυψώσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης ούτε μου χάρισε τουλάχιστον ψυχική γαλήνη. Αντίθετα, δημιούργησε ένα δεύτερο άτομο μέσα μου, μια Διδώ γεμάτη οπερετική λαχτάρα, που, όταν ο Αλεξάντρ με παράτησε για να επιστρέψει στην Αγία Πετρούπολη, ούρλιαξε ώς τα ουράνια που με είχε εγκαταλείψει.
Με το ίδιο πάθος που βίωσε τον χωρισμό, η Χάνα ερευνά τις μαρτυρίες γυναικών στο κατεχόμενο Παρίσι. Ζητά τη βοήθεια του Τάρεκ στις μεταφράσεις και εκείνος για πρώτη φορά αποκτά ιστορική συνείδηση. Ο μέχρι τότε αδιάφορος νεαρός, με έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων Ιστορίας, βουτά στο συλλογικό παρελθόν, όχι μόνο στο παρελθόν της μητέρας του — το κίνητρο της φυγής από το Μαρόκο. Όσο τον διαφωτίζουν οι απομαγνητοφωνήσεις της Χάνα, αλλά και ο Αλγερινός ιδιοκτήτης ταχυφαγείου και ένας πλανόδιος μαριονετίστας που αυτοαποκαλείται Βικτόρ Ουγκό, ο Τάρεκ αποκτά αίσθηση του κόσμου γύρω του — και του κόσμου πριν από εκείνον.
Με όχημα την αυτοσκόπηση, ο Faulks καταθέτει ένα εύστοχο σχόλιο σχετικά με τη συμμετοχή μας στην Ιστορία. Ίσως οι Γάλλοι βίωναν για χρόνια την κληρονομιά τους σαν διπλοί, έξω από τον εαυτό τους, στην προσπάθεια να συμβιβάσουν την ντροπή με την αργοπορημένη παραδοχή πως βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.
Οι μεγαλύτερες παραφωνίες του παρελθόντος της χώρας, η ντροπιαστική στάση της Γαλλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι κτηνωδίες κατά των Αλγερινών είκοσι χρόνια νωρίτερα, αντηχούν σε κάθε δρόμο του Παρισιού. Τα νερά του Σηκουάνα έγιναν ο τάφος εκατοντάδων δολοφονημένων Αλγερινών υπό τις εντολές του Παπόν —ο ίδιος διέταξε την εξόντωση των Εβραίων στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο το 1942—, μετά τη συνθηκολόγηση του Πετέν με τη Ναζιστική Γερμανία η προπαγάνδα κατά των Συμμάχων τοιχοκολλούνταν στους δρόμους και οι Παριζιάνοι ενθαρρύνονταν να καταγγείλουν κάθε ύποπτο για αντιστασιακή δράση.
Οι εθνικότητες των πρωταγωνιστών του βιβλίου είναι επίσης μέρος της σκευής του συγγραφέα. Αν και ξένοι, εμπλέκονται έμμεσα με την ιστορία της πόλης. Ο Τάρεκ μέσω της καταγωγής του, και η Χάνα με την αφοσίωση στην ανάδειξη γεγονότων καταχωνιασμένων στα αρχεία για δεκαετίες. Με ανεπαίσθητες μεταβάσεις από το κυρίαρχο πρώτο πρόσωπο αφήγησης στο τρίτο, ο Sebastian Faulks παίζει με τους αναγνώστες ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Τι είναι άλλωστε η ηχώ παρά αντανάκλαση; Οι ήρωες «βλέπουν» σαν άλλους τους εαυτούς τους στις καθοριστικές μεταβάσεις από τη συλλογή ερεθισμάτων στην εμπέδωση· στο σύνορο με την κατάρρευση αναδιπλώνονται, επιστρέφοντας στο πρώτο πρόσωπο, στο εγώ.
Και η Ηχώ του Παρισιού συνοδεύει τα βήματά τους προς την αυτεπίγνωση.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε ωραία μετάφραση από την Κλαίρη Παπαμιχαήλ.