Η φωνή των θυμάτων
«Η Γερμανία έχει επαινεθεί πολύ για το πώς συμβιβάστηκε με το παρελθόν. [...] Ακολούθησε αυτό τον δρόμο μόνο και μόνο επειδή αναγκάστηκε να το κάνει: πρώτα από τους Συμμάχους, οι οποίοι επέμειναν στην επανεκπαίδευση των Γερμανών —σχετικά με τα κακά που διέπραξε το έθνος τους με επίκαιρα και υποχρεωτικά ταξίδια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης· αργότερα ήρθε η σειρά της γενιάς που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο, η οποία ενηλικιώθηκε τη δεκαετία του 1960 και απαίτησε να μάθει τι είχαν κάνει οι γονείς και οι παππούδες της την εποχή των ναζί». — Keith Lowe, Ο φόβος και η ελευθερία.
Η Εύα Μπρουνς κινδυνεύει να γίνει «μεγαλοκοπέλα» για τα δεδομένα της Γερμανίας του 1963. Αφού η μεγαλύτερη αδελφή της κοντεύει τα 28 και δεν κάνει τίποτα για να βρει άντρα —μάλιστα, άρχισε να παίρνει όλο και περισσότερα κιλά—, η Εύα έσπευσε να αρραβωνιαστεί πρώτη. Μνηστήρας είναι ο πλούσιος επιχειρηματίας Γίργκεν, ένας βαθιά συμπλεγματικός νέος άντρας. Πέρα από τον ανασφαλή και συντηρητικό μνηστήρα και τις προσδοκίες της οικογένειας για αποκατάσταση, πέρα από τις σκοτεινές έξεις της νοσοκόμας αδελφής της, η Εύα θα διαχειριστεί κάτι μεγαλύτερο από την ίδια. Η Δεύτερη Δίκη του Άουσβιτς ξεκινά έχοντας διχάσει ήδη τη γερμανική κοινή γνώμη καιρό πριν τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Οι υπηρεσίες της Εύας είναι απαραίτητες, ως πολύγλωσσης διερμηνέως, για τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Από τις πρώτες φράσεις η νεαρή γυναίκα αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις της φυσαλίδας στην οποία ζούσε κλεισμένη έως τώρα.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί πολίτες αποσιώπησαν τις ιστορικές και ανθρωπιστικές συνέπειες του κακού που ξεκίνησε από τη χώρα τους και σάρωσε σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη. Η Εύα διαβάζει στις εφημερίδες τίτλους όπως, «Το 70% των Γερμανών δεν θέλει τη δίκη!» Οι πρώτες αναφορές στον Τύπο περιορίζονται σε μονόστηλα άρθρα για μια δίκη κατά πρώην μελών των Ες Ες σε ένα στρατόπεδο στην Πολωνία. Τα γεγονότα και οι αριθμοί όπως προφέρονται από τους επιζώντες σε κάθε κατάθεση που μεταφράζει έκπληκτη προσδίδουν τις πραγματικές διαστάσεις της συγκάλυψης.
Όταν ανοίξαμε την πόρτα, ένα μέρος των αιχμαλώτων ζούσε ακόμα. Περίπου το ένα τρίτο. Το αέριο δεν ήταν αρκετό. Η διαδικασία επαναλήφθηκε με τη διπλή ποσότητα. Τούτη τη φορά περιμέναμε δύο μέρες μέχρι να ανοίξουμε ξανά τις πόρτες. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία.
Για τη γερμανική συνείδηση έχει μεγάλη σημασία να ολοκληρωθεί σύντομα η δίκη, εφόσον αναβλήθηκε αμέτρητες φορές ως τώρα, ώστε να μπει μια τελεία. Ο γενικός εισαγγελέας και η ομάδα των νομικών, ανάμεσά τους ο ευσυνείδητος και ανυπόμονος Καναδός Ντέιβιντ Μίλερ, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να καταχρώνται τα χρήματα των φορολογουμένων, να αναστατώνουν νομοταγείς εργατικούς πολίτες που πέρασαν επιτυχώς τη διαδικασία αποναζιστικοποίησης, να θυμούνται περασμένα-ξεχασμένα. Γιατί να γίνει τώρα η δίκη; Γιατί στην πόλη της Φρανκφούρτης;
«Έπειτα από δέκα χρόνια προετοιμασίας, κατορθώσατε να διεξαχθεί η δίκη κόντρα στην έλλειψη ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Κύριε γενικέ εισαγγελέα, συνιστά αυτό προσωπικό θρίαμβο για σας; […] Παίρνουν μέρος 21 κατηγορούμενοι, τρεις δικαστές, έξι ένορκοι, δύο συμπληρωματικοί δικαστές και τρεις αναπληρωτές ένορκοι. Επίσης, τέσσερις εισαγγελείς, τρεις εκπρόσωποι της πολιτικής αγωγής, δεκαεννιά συνήγοροι. Και αναρωτιέται ο φορολογούμενος: Τι είναι αυτό που δικαιολογεί όλη αυτή τη χρονοβόρα διαδικασία και το κόστος;»
Μια νέα πραγματικότητα ανατέλλει στη χώρα, για ένα παρελθόν κρυμμένο πίσω από κάθε γωνία κάθε πόλης, παραχωμένο κάτω από στοίβες βεβιασμένης λήθης στο εθνικό θυμικό. Οι μέσοι Γερμανοί θεωρούν πως ο πόλεμος τελείωσε και η ζωή συνεχίζεται και ότι οι Εβραίοι δεν έχουν θέση ανάμεσά τους.
Ο ιδιοκτήτης φούσκωσε το στήθος του. «Θέλει να αγοράσει κάτι; Αν όχι, να πάψει να περιφέρεται εδώ πέρα. Να γυρίσει πίσω στο Ισραήλ!»
Μέρα με τη μέρα, μετά από κάθε μαρτυρία και κατάθεση, το σύννεφο μικροαστικού εφησυχασμού που καλύπτει τα μάτια της Εύας διαλύεται. Μπροστά της ξεπροβάλλει ένα πολλαπλό μέτωπο. Ο χειριστικός συντηρητισμός του αρραβωνιαστικού κόντρα στα κεκτημένα της επαγγελματικής και προσωπικής ανεξαρτησίας προκαλεί δεύτερες σκέψεις, αμφιβολίες, αναθεώρηση των συμβατικών στόχων ένταξης στα κοινωνικά στερεότυπα. Η ανεξήγητη παρέκκλιση από οτιδήποτε αφορά τη δίκη στις συζητήσεις με την οικογένειά της διαταράσσει την κανονικότητα του σπιτικού των σκληρά εργαζόμενων και φιλότιμων Μπρουνς· αναμοχλεύει κάτι σκοτεινό και απροσδιόριστο στις παιδικές αναμνήσεις της ηρωίδας. Κάτι ενοχλητικό, σαν τη μικρή ουλή πάνω από το αριστερό αυτί, την οποία δε θυμάται πώς απέκτησε μα τώρα σαν να την ενοχλεί, σαν να ερεθίζεται ξανά.
Γιατί έχει σημασία η δίκη; Γιατί τώρα; Γιατί είναι τόσο επιτακτική η καταδίκη όλων των κατηγορουμένων, με πρώτο το Κτήνος, τον Κατηγορούμενο Νούμερο Ένα;
Ο εμποροϋπάλληλος φερόταν να έχει προβεί σε διαλογή κρατουμένων, ξυλοδαρμούς, κακοποίηση, βασανιστήρια, θανατώσεις με ξυλοδαρμούς, εκτελέσεις με πυροβόλο όπλο, θανατώσεις με καδρόνια, θανατώσεις με ράβδους, θανατώσεις με υποκόπανο πυροβόλου όπλου, θανατώσεις με ποδοπάτημα, με κλότσημα, με σύνθλιψη και με αέριο.
Η Διερμηνέας είναι ένα πολυδιάστατο βιβλίο. Οι θεματικές του εκτείνονται από τη συλλογική μνήμη και ευθύνη σχετικά με καθοριστικά ιστορικά γεγονότα ώς την κατοχύρωση της ατομικής και εθνικής ταυτότητας. Ένα έθνος καλείται να αποπληρώσει χωρίς εξιλέωση αμαρτήματα του παρελθόντος. Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος —ένας από τους πιο πειστικούς και εναργείς γυναικείους χαρακτήρες των ιστορικών μυθιστορημάτων της εκδοτικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων— βιώνει μια υποχρεωτική δεύτερη ενηλικίωση. Εκβιάζεται να αντιληφθεί την ατομική υπαιτιότητα στα μεγάλα ιστορικά συμβάντα και να αναθεωρήσει τη στερεοτυπική διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό.
Η Ιστορία είναι ζωντανή και αμείλικτη στις σελίδες της Διερμηνέως· αρνείται να δώσει άφεση αμαρτιών σε έναν ολόκληρο λαό επειδή παραδόθηκε και αναδιαμορφώθηκε, καθιστώντας αποδιοπομπαίους τράγους τούς άμεσα ιθύνοντες στην κτηνωδία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των θαλάμων αερίων. Παρά τους εύληπτους χαρακτηρισμούς «Κτήνος» και «τέρας» στη διαμόρφωση αρχετύπων προς αποφυγή και παραδειγματισμό, η συγγραφέας τοποθετεί μπροστά μας έναν κοινωνιολογικό καθρέφτη: αργά ή γρήγορα, ηθελημένα ή με τη βία, το ενδεχόμενο να γίνουμε από απλοί πολίτες θύτες σε ειδεχθή εγκλήματα, ή έστω να τα διευκολύνουμε με την ολιγωρία και την αδιαφορία μας, είναι παραπάνω από πιθανό. Η τρωτή ανθρώπινη φύση των εγκληματιών πολέμου δεν αναιρείται με τα προσωνύμια στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων. Αυτή η συνθήκη ίσως είναι πιο τρομακτική από τις καθαυτές βιαιότητες του πολέμου. Κατ’ επέκταση, αποδίδοντας μυθολογικά χαρακτηριστικά στους κακούς, δεν εξανθρωπίζουμε απαραίτητα τα θύματα. Επιπλέον, οριοθετώντας την έννοια του θύματος, ενδεχομένως θολώνουμε τη σημειολογία της θυματοποίησης. Είναι θύμα μόνο όποιος έχασε τη ζωή του από τις βαρβαρότητες; Είναι θύματα και οι επιζώντες; Όσοι δεν μετείχαν στη φορμουλαϊκή συνθήκη του βασανιστή και του βασανιζόμενου/πεσόντα αλλά υπέμειναν το καθεστώς του πολέμου με τραυματικές επιπτώσεις στην προσωπικότητά τους, έχουν άραγε δικαίωμα στην αυτοθεώρηση ως θύματα;
Η Δεύτερη Δίκη του Άουσβιτς δεν καθόρισε μονάχα τα δικαστικά προηγούμενα. Τοποθέτησε το ηθικό επίκεντρο του πολέμου σε έναν κύκλο από κιμωλία. Στη λογοτεχνική μετουσίωση του γεγονότος, οι ήρωες της Annete Hess στέκονται έξω από τον κύκλο με δύο επιλογές: της αποστασιοποίησης ή της εσωτερίκευσης.