«Μπροστά!»
«Μολονότι είχα μάθει πολλά διαβάζοντας, έμαθα περισσότερα γράφοντας», σημειώνει προς το τέλος των αναμνήσεών του ο Chris Woodhouse, και ευτυχώς για εμάς έγραψε πολύ, και αυθόρμητα. Και σταθερά φιλελληνικά. Και τα φέρνει η τύχη καμιά φορά στην αναγνωστική σειρά, να ακολουθεί ο Woodhouse, αγορασμένος την τελευταία ώρα πριν κλείσουν ελέω lockdown τα βιβλιοπωλεία μα περιμένοντας υπομονετικά να έρθει η σειρά του, τον Roderick Beaton και τη Βιογραφία ενός Σύγχρονου Έθνους, που κυκλοφόρησε μετά το άνοιγμα των βιβλιοπωλείων. Κι έχεις από τη μια τον γνήσιο φιλέλληνα, αυτόν που συγκλονίζεται όταν πρωτοέρχεται στην Ελλάδα και συνειδητοποιεί «για πρώτη φορά ότι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι εν ζωή που μιλούσαν τη γλώσσα του Πλάτωνα», και από την άλλη τον faux φιλέλληνα του Μπίτον (γνωρίζω ότι διαπράττω μεγάλη ασέβεια, αλλά…) να ενθουσιάζεται ατέλειωτα που εκμοντερνίστηκε η Ελλάδα και άνοιξαν εστιατόρια και ξενοδοχεία της προκοπής (το αναφέρει περισσότερες φορές από ό,τι τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο) και τραβάει τεμπέλικες γραμμές παραλληλισμού μεταξύ Εξαρχείων και επανάστασης του 1821.
Ο Κρις λοιπόν, ξανά. Και μνήμες ζωής, που περνάνε κι όλο επανέρχονται στην Ελλάδα, αλλά περιλαμβάνουν μια αφοπλιστικά ειλικρινή περιγραφή, εκ των έσω, της ανατροπής του Μοσαντέκ στο Ιράν, μια καριέρα δυσθυμίας στη βρετανική πολιτική, όπως και μια ουσιαστική σκιαγράφηση της φθίνουσας βρετανικής αίγλης, που τότε μόλις είχε ξεκινήσει. Αφήγηση γεμάτη πρόσωπα: τον Πάτρικ Λι Φέρμορ και τον Νίκολας Χάμοντ θα τους συναντήσει από νωρίς (σε αυτή την παράξενη σύνθεση των λόγιων Βρετανών φιλελλήνων), τα πρόσωπα της Αντίστασης πανταχού παρόντα και κρινόμενα· τα περισσότερα από αυτά τα έχει ήδη αναφέρει στον Αγώνα για την Ελλάδα, όμως εδώ θυμάται λεπτομέρειες, τονίζει περισσότερο τα πρόσωπα: πάντα στο προσκήνιο ο Θέμης Μαρίνος, ολόθερμα λόγια για τον Τζίμα από τον ΕΛΑΣ (και η περιγραφή της συνάντησής τους 25 χρόνια μετά) και τον Πυρομάγλου, η λεπτομέρεια που έσωσε τη ζωή του Νικηφόρου (παρέμβαση του Woodhouse μέσω Φρειδερίκης!) , ο ρόλος του Ζέρβα στα Δυτικά Παράλια, η καθυστέρηση του ΕΛΑΣ να ενστερνιστεί τον Γοργοπόταμο, πικρία για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε στην υπόθεση Ινφάντε (με την παράδοση της Μεραρχίας Πινερόλο), αρνητισμός για τον «διαδρομιστή» Σαράφη, η μυστηριώδης μορφή του Πελτέκη, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τους μεγαλύτερους υπερκατασκόπους της εποχής (ώς και τα σχέδια των V2 πέρασαν από τα χέρια του!).
Μα στην περιγραφή του Woodhouse επίκεντρο είναι πάντα η Ελλάδα, ο τόπος, η ιστορία της, και οι άνθρωποι. Επιστρέφοντας από την Αθήνα στο βουνό, κρυφά και τυφλά στην Κατοχή, περιγράφει πως ήταν σαν μια περιοδεία του Παυσανία: εδώ οι Πλαταιές, εκεί τα Λεύκτρα, η Γραφιά, το σταυροδρόμι του Οιδίποδα… Κι έπειτα, περιγράφοντας το τέλος αυτής της ιστορίας, που για τη χώρα μπορεί να παρέμεινε μια άλυτη ακόμη αρχή, ξαναγυρίζει στον μπαρμπα-Νίκο, τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησαν όταν έπεσαν με αλεξίπτωτο στην Ελλάδα, αυτόν που τους φρόντισε και τους έφερε σε επαφή με τις ομάδες τις αντίστασης. Κι όταν ο μπαρμπα-Νίκος, μετά την Απελευθέρωση, ενταγμένος πλέον στον ΕΛΑΣ, συνάντησε μια βρετανική ένοπλη ομάδα κάπου έξω από την Αθήνα, αυθόρμητα όρμησε να τους αγκαλιάσει. Οι μεν και οι δε όμως ήταν βέβαιοι πως ήταν έτοιμος να πυροβολήσει…
Το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας είναι το Ιράν, αρχές της δεκαετίας του 1950, με το δίπολο Σάχη και πρωθυπουργού Μοσαντέκ να δημιουργεί ανισορροπίες δυσάρεστες για τα βρετανικά συμφέροντα αλλά και για τον εύφλεκτο ακόμη Ψυχρό Πόλεμο. Ο Woodhouse, διόλου απολογητικά, απολύτως κυνικά, περιγράφει πώς προώθησε το πραξικόπημα εναντίον του Μοσαντέκ. Τον χαρακτηρίζει βέβαια σαν έναν γραφικό λαϊκιστή («το πρωί οι σωλήνες θα είναι ύδρευση, το βράδυ οι ίδιοι αποχέτευση και κάνουμε οικονομία στους σωλήνες»), βυθίζοντας τον αναγνώστη σε ένα πολιτικό θρίλερ βρετανικής αναβλητικότητας και αμερικανικής πρωτοβουλίας που θα οδηγήσει στην πτώση του Μοσαντέκ και την αντικατάστασή του από τον γερμανόφιλο Ζαχέντι. Όχι ότι χάνεται ο λυρισμός της ματιάς του, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι του πολιτικού παρασκηνίου: το Ιράν είναι γι’ αυτόν μια θαυμαστή χώρα που στους δημόσιους χώρους της είχε αγάλματα ποιητών και όχι στρατηγών ή πολιτικών.
Το τρίτο κεφάλαιο της ζωής του είναι η πολιτική: πλέον και στο προσκήνιο, καθώς μοιράζεται ένα γραφείο υφυπουργού με μια νεαρή φιλόδοξη κοπέλα ονόματι Μάργκαρετ Θάτσερ. Ερασιτέχνης της πολιτικής, από αυτούς που ψήφιζαν ό,τι τους φαινόταν σωστό εκτός κομματικής γραμμής, από αυτούς που ένιωθαν άβολα με τη γραφειοκρατία: σε μια απίθανη στιγμή, νέος πλέον υφυπουργός Εσωτερικών, καλείται να απαντήσει σε ερώτημα που του υπέβαλε το υπουργείο Αεροπορίας με την υπογραφή του προηγούμενου Υφυπουργού — τη δικιά του! Έξοχη απάντηση δόθηκε. Μέσα από την άβολη πορεία του στην πολιτική, παρατηρεί τη Βρετανία που δεν αντιλαμβάνεται τη σμίκρυνση του μεγέθους της, την πολιτική που καταλήγει πεδίο ασκήσεων των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τις οικονομικές μεταβολές που δεν μπορεί να ακολουθήσει, τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό κάθε περιοχή της, μια χώρα βιομηχανίας που έπαψε να είναι περιζήτητη. Το ίδιο διεισδυτική η ματιά του και εκτός Βρετανίας: είναι 15 Μαΐου του 1966 όταν προειδοποιεί τους Αμερικανούς πως το Βιετνάμ δεν είναι Ελλάδα…
Αλλά ακόμη και μέσα στην πολιτική του αυτή διαδρομή η Ελλάδα είναι πάντα παρούσα, συχνά μέσα από τις μνήμες του για φίλους: τον Σεφέρη και τον Κανελλόπουλο. Ο πρώτος τού χάρισε τον Ερωτόκριτο, με την αφιέρωση «Όπου» — το όπου που υπήρξε η μόνιμη διεύθυνση όλων των μηνυμάτων της αντίστασης. Ο δεύτερος είναι που τον οδήγησε στο Παλάτι των Ιπποτών του Μιστρά, στον τελευταίο των Ελλήνων παγανιστών και τον πρώτο των νέων Ελλήνων, Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, αυτός που κείται στο Ρίμινι, εκεί που τον νοητό κύκλο του Woodhouse κλείνει η ομώνυμη ταξιαρχία. Πανταχού παρούσα και η Κύπρος, για έναν άνθρωπο αδιαπραγμάτευτα ταγμένο υπέρ της Ένωσης (αν και ο Γρίβας τον χαρακτηρισμό του τρομοκράτη δεν τον γλιτώνει). Επίμονα κριτικός και απέναντι στη Χούντα, δημόσια. Δεν αρνείται να επισκεφτεί την Ελλάδα των συνταγματαρχών, αλλά δεν κλείνει το στόμα του αμέσως μετά. Συνεχώς. Υπάρχει ένα εξαίρετο επεισόδιο με την απόπειρά του να επισκεφθεί τον φίλο του Γιάγκο Πεσμαζόγλου στη Δεσκάτη, όπου βρίσκεται υπό περιορισμό ο τελευταίος. Όλος ο παραλογισμός της χώρας της Επταετίας είναι εκεί. Τις 21 Ιουλίου του 1974 κατακρίνει τη βρετανική απάθεια, ζητά να αναλάβει ο Κληρίδης τώρα και να γυρίσει ο Καραμανλής στην Αθήνα, σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Λίγους μήνες μετά, θα βρεθεί στη Ελλάδα ξανά, και θα μπει μαζί με τον Καραμανλή στο αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη, στην πρώτη πρωθυπουργική μεταπολιτευτική επίσκεψη. Η Μεταπολίτευση θα αλλάξει τον τρόπο που τον βλέπουν στην Ελλάδα; Αυτή είναι η ελπίδα του.
Εντέλει απορεί ο Κρις (πάντα Κρις θα είναι), αν τα γεγονότα απλώς συμβαίνουν και εμείς αυταπατόμαστε ότι τα δημιουργήσαμε: θα μπορούσε να είναι και μια δικαιολογία για τον ρόλο του στο Ιράν, με επίχρωση υψηλής αισθητικής από τον Τολστόι. Σ’ έναν άλλο Ρώσο όμως θα καταλήξει, για το αντίο: «Βπεριόντ! Μπροστά!» θα φωνάξει, σαν άλλος Τροφίμοφ του Βυσσινόκηπου, απορώντας αν αυτή η εποχή που τελειώνει ακολουθείται από κάποια άλλη που αρχίζει...
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε ολοζώντανη μετάφραση από τον Ηλία Μαγκλίνη.