«Η Γκουέντι και το μαγικό φτερό»: Προδημοσίευση
Προετοιμαστείτε να επιστρέψετε στο Καστλ Ροκ του Στίβεν Κινγκ –την ήσυχη κωμόπολη που είναι θεμελιωμένη σε ένα βαθύ υπόστρωμα από σκοτεινά μυστικά, πάνω που είναι έτοιμη να ξυπνήσει από τον γαλήνιο ύπνο της για άλλη μία φορά. Κάτι διαβολικό έχει εισβάλει στη μικρή πόλη Καστλ Ροκ του Μέιν. Ο σερίφης Νόρις Ρίτζγουικ και η ομάδα του ψάχνουν απεγνωσμένα δύο εξαφανισμένα κορίτσια, ενώ ο χρόνος τούς πιέζει ασφυκτικά. Στην Ουάσινγκτον, η τριανταεπτάχρονη Γκουέντι Πίτερσον δεν θυμίζει σε τίποτα την ανασφαλή έφηβη στην οποία κάποτε ένας μυστηριώδης ξένος εμπιστεύθηκε ένα πολύ ιδιαίτερο και πανίσχυρο κουτί με χρωματιστά κουμπιά. Όταν όμως, εντελώς ανεξήγητα, το κουτί επανεμφανίζεται, η Γκουέντι αποφασίζει να επιστρέψει στο Καστλ Ροκ για να βοηθήσει στην έρευνα του σερίφη.
* * * * * * * * * *
Η ΓΚΟΥΕΝΤΙ ΠΕΤΑΕΙ ΤΑ ΔΥΟ ΝΤΟΣΙΕ πάνω στη στοίβα με τα υπόλοιπα και κάθεται στην πολυθρόνα του γραφείου της. Απλώνει να πιάσει το πρόγραμμα της ημέρας, αλλά το χέρι της κοκαλώνει στα μισά, πριν ακουμπήσει καν τη σελίδα.
Δίπλα στο πληκτρολόγιο βρίσκεται ένα γυαλιστερό ασημένιο νόμισμα.
Το τεντωμένο χέρι της Γκουέντι αρχίζει να τρέμει. Η καρδιά της βροντοχτυπάει μέσα στο στήθος της και ξαφνικά αισθάνεται σαν κάτι αόρατο να ρούφηξε όλο τον αέρα από το δωμάτιο.
Ξέρει, πριν το κοιτάξει, ότι είναι ένα ασημένιο δολάριο Μόργκαν του 1891. Έχει ξαναδεί τέτοια δολάρια.
Μια γνώριμη φωνή, αντρική, της ψιθυρίζει στο αυτί: «Σχεδόν μισή ουγκιά καθαρό ασήμι. Δημιούργημα του κυρίου Τζορτζ Μόργκαν, ο οποίος ήταν τριάντα ετών όταν χάραξε τη μορφή της Άννας Ουίλες Ουίλιαμς, αρχόντισσας από τη Φιλαδέλφεια, για να διακοσμήσει τη μία όψη του νομίσματος, αυτή που ονομάζουμε “κορόνα”…»
Η Γκουέντι γυρίζει αστραπιαία το κεφάλι της δεξιά αριστερά, μα δεν υπάρχει κανείς. Κοιτάζει τριγύρω στο γραφείο, περιμένοντας να ξανακουστεί η φωνή, νιώθοντας σαν να έχει μόλις δει ένα φάντασμα –και ίσως να είδε. Τίποτα στο δωμάτιο δεν φαίνεται αταίριαστο. Απλώνει το άλλο χέρι της και σέρνει την άκρη του δαχτύλου της στην επιφάνεια του ασημένιου νομίσματος. Είναι κρύο στην αφή και είναι πραγματικό. Δεν το φαντάστηκε. Δεν βιώνει κάποιου είδους νευρικό κλονισμό λόγω στρες.
Με την ψυχή στο στόμα, η Γκουέντι τραβάει αργά με τον αντίχειρά της το νόμισμα πάνω στην επιφάνεια του γραφείου και το φέρνει κοντά της. Σκύβει για να το δει καλύτερα. Το ασημένιο δολάριο είναι σε άριστη κατάσταση και, ναι, σωστά κατάλαβε –είναι ένα Μόργκαν του 1891. Η Άννα Ουίλιαμς της χαμογελάει με τα ασάλευτα ασημένια μάτια της.
Τραβώντας πίσω το χέρι της, η Γκουέντι το σκουπίζει αφηρημένα στο μανίκι της μπλούζας της. Έπειτα σηκώνεται και τριγυρίζει αργά στο δωμάτιο, έχοντας την αίσθηση ότι μόλις ξύπνησε από ένα όνειρο. Χτυπάει το γόνατό της στη στρογγυλεμένη γωνία του χαμηλού τραπεζιού μπροστά στον καναπέ, μα ούτε που το καταλαβαίνει. Άξαφνα, αλλάζοντας απότομα κατεύθυνση, σταματάει μπροστά από την πόρτα της ντουλάπας, το μοναδικό μέρος όπου είναι πιθανό να κρύβεται κάποιος. Αφού παίρνει πρώτα μια βαθιά ανάσα για να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο, μετράει από μέσα της μέχρι το τρία –και ανοίγει την πόρτα με μια απότομη κίνηση.
Τινάζεται προς τα πίσω, σηκώνοντας ενστικτωδώς τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπό της, παραπατάει, παραλίγο να πέσει, αλλά μέσα στην ντουλάπα δεν βρίσκεται κανένας που να της έχει στήσει καρτέρι. Μόνο μερικά πανωφόρια και φούτερ κρέμονται από συρμάτινες κρεμάστρες και στο πάτωμα ένα κουβαριασμένο φόρεμα, αθλητικά παπούτσια για τρέξιμο κι ένα ζευγάρι ολοκαίνουριες μπότες του σκι, μέσα στο κουτί τους ακόμα.
Ξεφυσώντας με ανακούφιση, η Γκουέντι σπρώχνει τα φύλλα της ντουλάπας να κλείσουν και στρέφεται πάλι προς το γραφείο της. Το ασημένιο νόμισμα είναι πάντα εκεί, γυαλίζει κάτω από το φως του ταβανιού, την κοιτάζει. Ενώ είναι έτοιμη να φωνάξει την Μπία, με την άκρη του ματιού της πιά νει κάτι. Πηγαίνει στην αρχειοθήκη στην απέναντι γωνία. Πάνω στο έπιπλο είναι στημένη μια μικρή μπρούντζινη προτομή του συνταγματάρχη Τζόσουα Τσάμπερλεν, ήρωα του Μέιν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, δώρο από τον πατέρα της.
Η Γκουέντι τραβάει το πρώτο συρτάρι της αρχειοθήκης. Είναι γεμάτο χάρτινα ντοσιέ και ταξινομημένα έγγραφα. Το κλείνει. Κάνει το ίδιο με το δεύτερο συρτάρι· το ανοίγει τραβώντας, το επιθεωρεί στα γρήγορα, το κλείνει. Κρατώντας την ανάσα της, γονατίζει στο ένα πόδι και τραβάει το κάτω συρτάρι, το τελευταίο.
Και να το: το κουτί με τα κουμπιά.
Πανέμορφο μαόνι, το ξύλο του αναδίνει ένα μεστό και λαμπερό καφέ χρώμα, τόσο γυαλιστερό, που η Γκουέντι βλέπει μικρές κοκκινωπές λάμψεις στο φινίρισμά του. Το κουτί έχει μήκος περίπου σαράντα εκατοστά, πλάτος περίπου τριάντα και ύψος σχεδόν το μισό. Στην επάνω πλευρά του υπάρχουν έξι μικρά κουμπιά σε τρεις σειρές ανά ζεύγη, συν από ένα στις δυο άκρες. Οχτώ συνολικά. Τα ζεύγη είναι ανοιχτό πράσινο και σκούρο πράσινο, κίτρινο και πορτοκαλί, γαλάζιο και βιολετί. Το ένα από τα ακρινά κουμπιά είναι κόκκινο. Το άλλο μαύρο. Υπάρχει επίσης ένας μικρός μοχλός σε καθεμία από τις πλευρές και κάτι σαν σχισμή για κέρματα στο κέντρο.
Για μερικά δευτερόλεπτα η Γκουέντι ξεχνάει πού βρίσκεται, ξεχνάει πόσων χρονών είναι, ξεχνάει ότι υπάρχει στη ζωή της ένας καλός και ευγενικός άντρας που λέγεται Ράιαν Μπράουν. Η Γκουέντι είναι και πάλι δώδεκα χρονών, καθισμένη πάνω στις φτέρνες της μπροστά από την ντουλάπα του παιδικού δωματίου της στην κωμόπολη Καστλ Ροκ του Μέιν.
Φαίνεται ολόιδιο, σκέφτεται. Φαίνεται ολόιδιο γιατί είναι το ίδιο. Αποκλείεται να κάνει λάθος, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
Από κάπου πίσω της ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Η Γκουέντι αισθάνεται έτοιμη να λιποθυμήσει.
Μετάφραση Γωγώ Αρβανίτη, 296 σελίδες, 14,40 €. Kυκλοφορεί στις 14 Οκτωβρίου.