Η άμυνα της λογοτεχνίας
Δεν είναι εύκολο να γράψεις για τους «Πλάνητες». Είναι αυτή η μυστηριώδης έλξη της μεγάλης γραφής που αποκαλύπτει κόσμους υπαρκτούς μεν γύρω σου μα που δεν τους έχεις συνειδητοποιήσει. Είναι η αιώρηση σε χρόνο και χώρο πέρα από τα δικά σου προαποφασισμένα δεδομένα. Είναι η σταδιακή μετάβαση από τον δισταγμό («Το άξιζε το Nobel ή ήταν η ιδανική πολιτικά ορθή υποψήφια; Και με το “Αρχέγονο” δεν συναντήθηκα ποτέ...») στην ύπνωση του λόγου της, στην επιστροφή σε εδάφια για να κάνει άγνωστη ορθογραφία η εντεκάχρονη κόρη γνωρίζοντας λέξεις και περίτεχνα πλεξίματά τους, στην κρυστάλλινη κλιμάκωση στο ελληνικό κομμάτι της αφήγησης, στη σοφή ροή της διάλεξής της στην απονομή των Nobel που τόσο αρμονικά ολοκληρώνει την ανάγνωση. Και, ναι, ήταν σαφής η λογική της βράβευσης για μένα πια. Οι «Πλάνητες», βλέπεις, είναι μια νέα μορφή λόγου, ένα εγκόλπιο, για μια αιώνια, μα επαναπροσδιορισμένη, νέα μορφή ανθρώπων: «Εδώ μάς λένε ποιοι είμαστε αγαπητοί ταξιδιώτες. Είμαστε μεμονωμένες νευρικές συσπάσεις του κόσμου, κλάσματα της στιγμής».
Είναι ανέστιοι οι ταξιδιώτες της Τοκάρτσουκ; Ή είναι ο κόσμος μια ενιαία εστία; Προϋπάρχουν ως χαρακτήρες ή τους δημιουργεί αυτό που βλέπουν, το «όσα είδα είναι δικά μου»; Βλέπεις από πριν ή σε μαθαίνει το αντικείμενο της όρασής σου πώς να βλέπεις; Υπάρχει νόημα, χτίζεται κόσμος από τα βλέμματα ή μιλάμε απλά για «το κλικ της φωτογραφικής μηχανής σαν ενός είδους “αμήν” σε μια νέα ψηφιακή γλώσσα», γλώσσα κενή; Μα δεν είναι κενή η γλώσσα, δεν είναι κενός ο κόσμος των ταξιδιωτών, είναι τρία σημεία που χτίζουν ολότητα:
Να στέκεσαι παράμερα. Να βλέπεις τον κόσμο σε στιγμιότυπα, άλλος κόσμος δεν θα υπάρξει. Υπάρχουν στιγμές, θραύσματα, φευγαλέες συνθέσεις που μετά τη δημιουργία τους καταπέφτουν πάλι. Η ζωή; Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει... υπάρχουν μόνο τρία σημεία: ήταν, είναι και θα είναι.
Πολλές σκόρπιες ιστορίες, άνθρωποι σε αεροπλάνα, αλλά και άνθρωποι άλλων εποχών σε εσωτερικά ταξίδια, άνθρωποι με εμμονή με τη θαυμαστή και αποτρόπαια ανθρώπινη ανατομία. Παρατηρητές λεπτομερειών, φαινομενικά ανεπαίσθητων, μα «ο κόσμος είναι ένα υφαντό που το υφαίνουμε καθημερινά στους μεγάλους αργαλειούς της πληροφορίας, των συζητήσεων, των ταινιών, των βιβλίων, του κουτσομπολιού, των μικρών ανεκδότων».
Ο Κουνίτσκι να αναζητά σύζυγο και παιδί στον αδυσώπητο ήλιο ενός νησιού της Αδριατικής. Ο μαθητής του Σπινόζα, οι ανατόμοι του παρελθόντος, το νησί του σκηνοθέτη, ένα διηπειρωτικό ταξίδι αποχαιρετισμού σε μια εφηβική αγάπη. Το χαμόγελο των αεροσυνοδών σαν «μια υπόσχεση, πως θα ξαναγεννηθούμε, ίσως, αυτή τη φορά σε μια σωστή εποχή, στον σωστό τόπο».
Η Κάρεν να συνοδεύει τον γηραιό σύζυγο σε μια διαφορετική ανάγνωση του ελληνικού τοπίου:
Αυτή είναι η αφετηρία μας... πέρα από αυτή την ηλιόλουστη ζωοφόρα έκταση, τα πάντα υπόκεινται σε μια αργή, αναπόφευκτη παρακμή.
Η αυθόρμητη απαγγελία Πλωτίνου:
ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ βλέπειν, ἀλλ᾽ οἷον μύσαντα ὄψιν ἄλλην ἀλλάξασθαι καὶ ἀνεγεῖραι, ἣν ἔχει μὲν πᾶς, χρῶνται δὲ ὀλίγοι.
Η Ρόδος:
Αυτά είναι τα αρχέγονα σημάδια των ναών, τα ψηλόλιγνα καμπαναριά και οι κατακόμβες... Αυτοί οι αρμονικά τοποθετημένοι στη σειρά βράχοι στην ακτή, οι τροχισμένες σε τέλεια στρογγυλάδα πέτρες, οι κόκκοι της άμμου, οι οβάλ είσοδοι των σπηλιών. Οι γρανιτένιες φλέβες των αργιλόλιθων, τα ασύμμετρα μυστήρια σχέδιά τους, η αρμονική ακτογραμμή του νησιού, οι σκιάσεις της άμμου στην παραλία. Μνημειώδη κτίσματα και μικρά κοσμήματα.
Απαιτεί να μιλήσει η Τοκάρτσουκ, απαιτεί να γράψει, είναι άμυνα η λογοτεχνία απέναντι στην ισοπέδωση, στην Τοκάρτσουκ της διασύνδεσης:
Να μιλάς, να πιάνεις τον κόσμο από το μανίκι, να προσπαθείς να τους πείσεις να καθίσουν, να σε ακούσουν προσεκτικά. Ύστερα να μεταμορφώνεσαι κι εσύ σε ακροατή τους, για το δικό τους «Να μιλήσω! Να μιλήσω!» Δεν το έχουν πει άλλωστε, «Μιλώ, άρα υπάρχω»;... Να χρησιμοποιείς γι’ αυτό κάθε λογής μέσο, μεταφορές, παραβολές, τραυλίσματα, ατελείς προτάσεις, να μη δίνεις σημασία που η πρότασή σου κόβεται στη μέση σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια άβυσσος μετά το ρήμα. Να μην αφήνεις καμιά κατάσταση χωρίς εξήγηση, χωρίς διήγηση να μην αφήνεις καμιά κλειστή πόρτα, να την ανοίγεις με την κλοτσιά μιας βλαστήμιας, ακόμη κι αν αυτή οδηγήσει σε δύσκολους και ντροπιαστικούς διαδρόμους, που ευχαρίστως θα ξεχνούσες.
Κι αυτή η «ανάγκη να δημιουργήσει ιστορίες, να δώσει ύπαρξη σε όλα τα μικροσκοπικά κομμάτια του κόσμου που εκπροσωπούνται από τις ανθρώπινες εμπειρίες, στις καταστάσεις που υπέμειναν οι άνθρωποι και στις μνήμες τους» είναι που κορυφώνεται, σοφά, στη διάλεξη της Στοκχόλμης που έρχεται να συνεχίσει το ταξίδι των «Πλανήτων», να επικυρώσει τους νέους κόσμους. Είναι αυτό το δέος, ωσάν από κάποια σύγχρονη, ή άχρονη, άλλη Προς Κορινθίους Επιστολή:
Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα Ευαγγέλια, αυτή η αγάπη στην οποία δεν ομνύει κανείς, τα λόγια της οποίας κανείς δεν παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα, δεν οδηγεί στο έγκλημα ούτε προκαλεί φθόνο... Η τρυφερότητα είναι η βαθιά συναισθηματική έγνοια για μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική φύση της και την έλλειψη ανοσίας της στα βάσανα και τις επιδράσεις του χρόνου...
Κι αυτός είναι ο λόγος που, ευτυχώς, πιστεύει πως πρέπει να λέει ιστορίες…
Η μετάφραση της Αλεξάνδρας Δ. Ιωαννίδου συνταξιδεύει αλάνθαστα.
[ Εικ.: λεπτ. από εδώ ].