Τρεις Νικολάι στην ΕΣΣΔ
«Η διδασκαλία της επιστήμης ως δόγμα, και όχι ως μια δυναμική διαδικασία, απονευρώνει την επιστήμη και υπονομεύει το βασικό δίδαγμά της: πως οι εξηγήσεις που δίνει, επειδή υπόκεινται σε κριτική, σε επανεξέταση και σε αναθεώρηση, είναι μακράν οι καλύτερες δυνατές — προσοχή όμως, οι καλύτερες δυνατές στον παρόντα χρόνο».
Μπορεί να μοιάζουν μακρινές, παλαιολιθικές, οι καταστάσεις που περιγράφει στην τριπλή βιογραφική του αναφορά ο Θάνος Καψάλης, αντιστοιχούν όμως, δυστυχώς, σε πολλές σημερινές θλιβερές πτυχές αντιμετώπισης της επιστήμης. Τρεις μείζονες επιστήμονες, με ορατό αποτύπωμα στην ιστορία της γενετικής, ισάριθμες ζωές αμφισβήτησης, διώξεων, αποτυχημένων ισορροπιών, ψεμάτων. Ο Νικολάι Κολτσόφ, δάσκαλος της γενετικής, έτοιμος επιστήμονας ήδη όταν η τσαρική Ρωσία μετασχηματίστηκε σε ΕΣΣΔ. Ο Νικολάι Βαβίλοφ, σπουδαιότερος των τριών, ίσως ο σημαντικότερος απόγονος του Αλεξάντερ Χούμπολντ στη μελέτη της φύσης ως ενιαίου συνόλου που πρέπει να ερμηνευτεί από πολλαπλούς κλάδους της επιστήμης ταυτόχρονα, για ένα διάστημα συνοδοιπόρος του καθεστωτικού πλάνου, αλλά εντέλει εχθρός των δοξασιών, άρα και του καθεστώτος. Και ο Νικολάι Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι: ζωή σαν Οδύσσεια, μαχητής του Κόκκινου Στρατού το 1918, καινοτόμος επιστήμονας της μεσοπολεμικής Γερμανίας, κατάδικος της μεταπολεμικής ΕΣΣΔ, αλλά ταυτόχρονα και σκιώδης πρωτοπόρος ερευνητής με παγκόσμιο στίγμα — αποκατάσταση όμως μετά θάνατον…
Κοινό χαρακτηριστικό τους η επιστημονική τους πορεία στα χρόνια του Λυσενκοϊσμού. Ο Τροφίμ Λυσένκο για σχεδόν 30 χρόνια καταδυνάστευσε την επιστημονική πραγματικότητα της ΕΣΣΔ, προσπαθώντας να βολέψει το εύρος της επιστήμης στα στενότατα και στενόμυαλα όρια μιας ιδεολογίας. Για τον Λυσένκο, και το καθεστώς, η καλή επιστήμη ήταν αυτή που εξυπηρετούσε το ιδεολογικό αφήγημα: η γενετική όφειλε να ακολουθήσει τους νόμους του δόγματος, και όχι να είναι φυσικός νόμος η ίδια. Οι επιστήμονες που την υπηρέτησαν χωρίς υποχωρήσεις βαφτίστηκαν πράκτορες: άλλοι τροτσκιστές σαμποτέρ της γεωργικής παραγωγής, άλλοι φασίστες και ναζιστές ευγονιστές, και άλλοι τελικά πράκτορες της Δύσης, ανάλογα με τους καιρούς και τις συμμαχίες.
Η βιολογία και η γενετική που κληρονόμησε το σοβιετικό καθεστώς υπήρξε επιστήμη αιχμής. Δύο από τα πρώτα Nobel Ιατρικής/Φυσιολογίας ανήκαν στον Παβλόφ και τον Μέτσνικοφ, ονόματα θρυλικά (ειδικά του πρώτου ξεπερνά τον στενό επιστημονικό κύκλο). Στα πρώτα χρόνια, η άνθηση συνεχίστηκε, η αλληλεπίδραση με συναδέλφους άλλων χωρών υπήρξε συνεχής και απρόσκοπτη, η ιδέα της χρήσης της επιστήμης ώστε να ευοδωθεί το όραμα του καθεστώτος ήταν δελεαστική. Το ερώτημα μόνιμο για τον Κολτσόφ και τον Βαβίλοφ: Μπορεί η επιστήμη σας να βελτιώσει την παραγωγή; Με τα χρόνια, το ερώτημα γινόταν εμμονικό· το ίδιο και το καθεστώς. Πρυτάνευσε η καθαρότητα της ιδεολογίας, η πίστη στην κομματική γραμμή. Κι αυτό δεν είναι ίδιον του συγκεκριμένου καθεστώτος, είναι ίδιον κάθε ηγεσίας που κρίνει με παρωπίδες και αλλότρια κριτήρια, είναι πολιτικοί χρωματισμοί, είναι ακαδημαϊκές συναλλαγές, είναι κληρονομικές θέσεις εξουσίας. Αλλά το συγκεκριμένο καθεστώς, μέσω του Λυσένκο, «πέτυχε» να εξαφανίσει μια μεγάλη σχολή, να πάψει να διδάσκει την επιστημονική αλήθεια (γεννώντας αρκετές γενιές που έμειναν μακριά από την πρόοδο), και εντέλει «πέτυχε» να εξοντώσει φυσικά τους φορείς της επιστημονικής αλήθειας. Ο Λυσένκο ήταν ένας θρασύς αμόρφωτος τύπος που έλεγξε για σχεδόν 30 χρόνια την επιστημονική γραμμή στην ΕΣΣΔ, απορρίπτοντας τον ρόλο των γονιδίων, ισχυριζόμενος πως το περιβάλλον επάγει μεταβολές που θα κληροδοτηθούν αυτόματα στους απογόνους. Άλλωστε, «τι είδους κληρονομικές ασθένειες μπορούν να έχουν οι οικοδόμοι του κομμουνισμού σε μια προοδευτική σοσιαλιστική κοινωνία;»
Ο Νικολάι Κολτσόφ υπήρξε μέγας θεωρητικός και δάσκαλος. Είχε ήδη υποθέσει από το 1927 πως το γενετικό υλικό είναι ένα γιγαντιαίο μόριο αποτελούμενο από δύο κατοπτρικούς κλώνους, δεκαετίες πριν περιγραφεί το DNA από τους Crick και Watson. Υπήρξε ενεργότατος στην παγκόσμια μεσοπολεμική συζήτηση για την ηθική της εφαρμοσμένης γενετικής στον άνθρωπο — μια συζήτηση που αμαυρώθηκε από την εγκληματική εφαρμογή της στη ναζιστική Γερμανία. Ίδρυσε εργαστήρια γενετικής. Δίδαξε γενιές σπουδαίων: οι άλλοι δύο Νικολάι του βιβλίου υπήρξαν μαθητές του. Επέμενε στην ανάγκη συνεχούς ενημέρωσης, στη γνώση ξένων γλωσσών ώστε να έρχεται κάθε επιστήμονας σε επαφή με την παγκόσμια βιβλιογραφία. Ήρθε σε σύγκρουση με ολόκληρο Παβλόφ όταν ο τελευταίος υποστήριξε την κληρονομική μεταφορά των επίκτητων χαρακτηριστικών, με τον τελευταίο να παραδέχεται μεγαλόθυμα το λάθος του. Όμως ο Παβλόφ ήταν επιστήμονας και αποδέχτηκε το λάθος του· η παρέα των αμαθών κομματικών εγκάθετων του Λυσένκο δεν είχε τέτοιες αναστολές, και τα τέλη της δεκαετίας του ’30 βρήκαν τον Κολτσόφ έκπτωτο, ως αυθεντικό επιστήμονα σε παραδόπιστους καιρούς.
Ο Νικολάι Βαβίλοφ υπήρξε μια ασύλληπτη φιγούρα. Από αυτούς τους φωτισμένους ανθρώπους που αποφασίζουν να ερμηνεύσουν τον κόσμο όλο. Ταξίδεψε σχεδόν παντού (πολλές φορές υπό παράτολμες και παράνομες συνθήκες) μελετώντας φυτά και βιοποικιλότητα, αναζητώντας τους τόπους γέννησης των φυτικών ειδών, τους τρόπους εξέλιξης των ποικιλιών και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, τη βέλτιστη εκμετάλλευσή τους στην υπηρεσία του ανθρώπου: αυτό το τελευταίο συνέβαλε ώστε να τον ανέχεται ένα φοβικό εμμονικό καθεστώς επί μακρόν: οι λιμοί της περιόδου του Λένιν και του Holodomor της Ουκρανίας καθιστούσαν απαραίτητους τους επιστήμονες, για να αναπτύξουν ιδέες και σπόρους ανθεκτικούς, να σχεδιάσουν σοδειές φιλόδοξες, ικανές να θρέψουν εκατομμύρια, αλλά και να αποδείξουν την επιτυχία του σοβιετικού σχεδιασμού. Αλλά ο Βαβίλοφ ήταν και μια προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας: όταν διοργανώθηκε το 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο Γενετικής, το 1939 στο Εδιμβούργο, η θέση του προέδρου τού δόθηκε αυτοδικαίως. Και η απουσία του, στα πλαίσια της εξελισσόμενης τελικής δίωξής του από το καθεστώς, άφησε τη θέση κενή. Κανείς δεν τόλμησε καν να τη διεκδικήσει, επειδή τέτοιο ήταν το μέγεθός του. Για χρόνια ο Βαβίλοφ ανέχτηκε τη δυσφορία των αρχών απέναντί του, τους εγκάθετους στα ερευνητικά ινστιτούτα που έφτιαξε, τις συκοφαντίες στα επίσημα έντυπα του κράτους. Υπερασπίστηκε το σοβιετικό όραμα στα διεθνή συνέδρια, προσηλύτισε εμιγκρέδες επιστήμονες να επιστρέψουν στην γενέτειρα. Ακόμη και τον ίδιο τον Λυσένκο προσπάθησε να εκπαιδεύσει αφελώς, αγνοώντας πως ο τελευταίος δεν φιλοδοξούσε να μάθει, αλλά να διαβάλει και να εξουσιάσει. «Τι είναι ακριβώς το γονίδιο; Ποιος το είδε; Ποιος το άγγιξε;» ρωτούσε ο Λυσένκο:, ναι, κάτι μας θυμίζει, κάποιους απατεωνίσκους που κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις σήμερα.
Ο Βαβίλοφ επέμενε στην επιστημονική αλήθεια, μα το καθεστώς πλέον ήθελε άλλους ήρωες: είναι χαρακτηριστικό πως ο κινηματογράφος της ΕΣΣΔ ύμνησε τον εμπειρικό αγρότη Μιτσούριν (με την υπογραφή ενός γίγαντα της σκηνοθεσίας, του Ντοβζένκο) αλλά και τον πλανημένο επιστήμονα Κάμμερερ. (Στο βιβλίο περιγράφεται εξαιρετικά η περίπτωση της ταινίας Σαλαμάνδρα, όπου συνωμότες επιθυμούν να πλήξουν επιστήμονα που αποδεικνύει πως τα επίκτητα χαρακτηριστικά κληρονομούνται, αλλά ένας Σοβιετικός προλαβαίνει να τον σώσει από την αυτοκτονία της απόγνωσής του! Η ταινία, σε σενάριο του υπουργού Παιδείας (!) Λουνατσάρσκι, κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο για όποιον θέλει να διαπιστώσει τη διαστρέβλωση των φυσικών νόμων ως προπαγάνδα). Ο Βαβίλοφ αποτέλεσε τον κύριο στόχο του Λυσένκο: αν ένας επιστήμονας τέτοιου βεληνεκούς μπορούσε να παραμεριστεί, τότε και η ίδια η αλήθεια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν. Άλλωστε, ό,τι και να έλεγε ο Βαβίλοφ, όποια αυταπόδεικτη ισχύ κι αν είχαν οι νόμοι της κληρονομικότητας του Μέντελ, "τι ήταν όλα αυτά εμπρός στο πανίσχυρο όπλο των Σοβιετικών αναγνωστών, τη “Σύντομη Επισκόπηση της Ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος” — τι να πει στον αναγνώστη που κατέχει τον μπολσεβικισμό, που έγραφε ο Λυσένκο. Τέτοια εγχειρίδια-ευαγγέλια έχουμε και σήμερα πολλά, ποικίλων θρησκειών… Η σύλληψη και η εξαφάνιση του Βαβίλοφ ήταν εντέλει αναπόφευκτη παρά τη διεθνή κινητοποίηση, με δραστήρια συμμετοχή του ίδιου του Τσόρτσιλ. Πέθανε μετά από χρόνια φυλάκισης και εξαθλίωσης, καταλείποντας μια ιλιγγιώδη επιστημονική κληρονομιά που παραμένει πρωτοπόρα.
Ο τρίτος Νικολάι, ο Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι, υπήρξε πάντα παρορμητικός. Πολέμησε με τον Κόκκινο Στρατό ως έφηβος, γοητεύτηκε από τον Κολτσόφ και υπήρξε ο πρακτικότερος μαθητής του ακόμη και χωρίς πτυχίο, πειραματίστηκε από νωρίς με όραμα που συγκίνησε γερμανικά ινστιτούτα, μετακόμισε στο Βερολίνο και παρήγαγε έρευνα αιχμής, μελέτησε πρώτος από όλους την επίδραση της ακτινοβολίας στο γενετικό υλικό των εμβίων, κατέδειξε πρώτος την οντότητα του γονιδίου ως κομματιού ύλης, ως μορίου, δάσκαλος σε σωκρατικούς κύκλους μάθησης, συνέχισε εκεί στα χρόνια των Ναζί, βοήθησε να σωθούν ζωές κατατρεγμένων, επέμεινε να παραμείνει εκεί και να παραδοθεί στα σοβιετικά στρατεύματα τον Μάιο του 1945, παρά τη δυνατότητά του να φύγει για καριέρα στις ΗΠΑ. Χάθηκε για χρόνια σε σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (παρών και στο Αρχιπέλαγος του Σολζενίτσιν άλλωστε…), αλλά η κούρσα ανταγωνισμού των πυρηνικών τον έκανε χρήσιμο (βοήθησε και το σθεναρό ενδιαφέρον ολόκληρου Ζολιό-Κιουρί). Σε μια ιδιότυπη ομηρία, υπήρξε κατάδικος στο πουθενά, αλλά με εξελιγμένο εργαστήριο και την οικογένειά του (πλην του γιου που χάθηκε στο Μαουτχάουζεν ως αντιστασιακός κατά των ναζί) στο πλευρό του. Το έργο του στην επίδραση της ραδιενέργειας στο περιβάλλον υπήρξε μοναδικό: έθεσε τα πλαίσια της έρευνας στον τομέα. Αλλά παρέμεινε ένας παρίας, πρώην κατάδικος. Μέχρι θανάτου. Ακόμη κι όταν μαθητές του βραβεύονταν με Nobel. Ακόμη κι όταν ο ίδιος ο Watson του DNA δήλωνε πως ο Τιμοφέγιεφ υπήρξε ο πνευματικός του παππούς...
Ο Θάνος Καψάλης, βιολόγος ο ίδιος, περιγράφει με ζωντάνια και ροή τρεις σπάνιες ζωές. Τρεις ζωές ατυχείς στον τόπο και τον χρόνο, μα ευτυχείς στην κληρονομιά που καταλείπουν, μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει. Σημειώνει τη διαρκή μάχη του δόγματος με την ερώτηση και την παρατήρηση, της μισαλλοδοξίας και του σκοταδισμού με το μέλλον. Συμπληρώνει ένα κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας, για όποιον θέλει να έχει τα επιστημονικά (και κοινωνικά) του μάτια ανοιχτά. Ο εξαιρετικός πρόλογος του Γιώργου Θρυφωνίτη, καθηγητή ανοσολογίας στο Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (και από τις ουσιαστικότερες επιστημονικές φωνές του καιρού μας της πανδημίας, στις καίριες παρεμβάσεις του), εισάγει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο δυνητικά ξένο και εξειδικευμένο, αλλά εντέλει απλό όπως η αλήθεια.