Μεσογειακός θησαυρός
Μπορείς να συμφιλιωθείς ποτέ με το παρελθόν; Αν συμφιλίωση σημαίνει συγχώρεση, τότε ναι. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όχι. Μπορείς να αφήσεις το παρελθόν στην άκρη, μπορείς να το αγνοήσεις, μπορείς να το κρύψεις κάτω από το χαλί, μπορείς να το χώσεις σε μια ντουλάπα, ή μπορείς να προσπαθήσεις να εστιάσεις στα καλά του στοιχεία αποκλειστικά. Αλλά χωρίς να συγχωρέσεις, είτε τον εαυτό σου είτε κάποιον άλλο, δεν θα μπορέσεις ποτέ να συμφιλιωθείς με το παρελθόν· πάντα θα το αντιμετωπίζεις σαν ξένη χώρα, και τον τοτινό εαυτό σου σαν άγνωστο.
Έστω και ασυμφιλίωτος, λοιπόν, με το παρελθόν, πρέπει να πω ότι χρωστάω κάποια πράγματα στον πατέρα μου. Ένα από αυτά, ίσως το σημαντικότερο, είναι ότι με έβαλε στον κόσμο της μουσικής, και μάλιστα όχι μόνο στη μουσική που γνώριζε ο ίδιος, δηλαδή την παραδοσιακή, αλλά και στη λεγόμενη κλασική, που οι ασχολούμενοι τότε με την παραδοσιακή μουσική την αποκαλούσαν, ορθότερα, «ευρωπαϊκή».
Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης, όπως και ο δικός του πατέρας, και όπως κι εγώ επί δεκαοχτώ χρόνια. Στα νιάτα του έμαθε κιθάρα και βιολί και συνόδευε τον παππού μου, ο οποίος έπαιζε κλαρίνο, σε γλέντια, πανηγύρια και γάμους. Έχοντας γνωρίσει λοιπόν από πρώτο χέρι πόσο σημαντικό πράγμα είναι η μουσική, θεώρησε χρέος του να μεταδώσει αυτή τη γνώση και στα παιδιά του. Έτσι, άρχισε να μου κάνει μαθήματα βυζαντινής μουσικής πριν καν πάω σχολείο. Εμένα, βέβαια, δεν με τράβηξε ποτέ η παράδοση, παρά το ότι ασχολήθηκα με την ψαλτική, και αυτό οφείλεται μάλλον σε τρεις παράγοντες: στην όχι και τόσο αρμονική σχέση μου με τον πατέρα μου, στην ακουστικά επώδυνη εμπειρία μου από τα πανηγύρια όπου με έσερναν όταν ήμουν μικρός (αυτό το πράγμα με το μικρόφωνο χωμένο μέσα στην καμπάνα του κλαρίνου και με την συνεπαγόμενη εκκωφαντική παραμόρφωση δεν το χώνεψα ποτέ μου), και στην προδιάθεση που φάνηκε πως είχα προς την κλασική και τη ροκ. Επειδή, όμως, ό,τι μαθαίνεις σε μικρή ηλικία, θες-δεν-θες, σε καθορίζει, πάντα ένιωθα μια συγκίνηση όταν άκουγα καλοπαιγμένη παραδοσιακή μουσική. Και μάλλον γι’ αυτό αγάπησα τόσο τη μουσική του Μεσαίωνα.
Η μεσαιωνική μουσική έφτασε ώς τις μέρες μας ακολουθώντας δύο διαδρομές. Η πρώτη ήταν η καταγραφή της σε παλαιά σημειογραφία, κάτι που μας επέτρεψε να μελετήσουμε με ακρίβεια μία από τις όψεις της σύνθεσης (τις νότες) και να διαπιστώσουμε πως ήταν γραμμένη στους γνωστούς (από τα εγχειρίδια) τρόπους. Όμως οι νότες, όταν μιλάμε για παλιά μουσική, πριν δηλαδή αρχίσουν οι συνθέτες να σημειώνουν οδηγίες για την εκτέλεση πάνω στην παρτιτούρα (κάτι που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα), δεν είναι ποτέ αρκετές. Εξ ου και οι ερμηνείες σε αυτά τα έργα είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους: γιατί οι μουσικοί έχουν την ελευθερία να κινηθούν όπως νομίζουν οι ίδιοι.
Η δεύτερη διαδρομή ήταν η παράδοση. Μουσικοί άκουγαν, έπαιζαν, επανερμήνευαν και τροποποιούσαν τα παλιά κομμάτια σύμφωνα με το δικό τους γούστο, και η γνώση αυτή μεταδιδόταν από μουσικό σε μουσικό, από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο, ακολουθώντας πάντα τους παλιούς παραδοσιακούς τρόπους — που εδώ στην Ανατολή τούς λέμε, πολύ παραστατικά, «δρόμους». Το αποτέλεσμα είναι η μεσαιωνική μουσική (πιθανώς παίρνοντας τη σκυτάλη από την αρχαία) να επιβιώσει, παραλλαγμένη βέβαια, μέχρι και σήμερα, ζώντας μια νέα ζωή μέσα στην παραδοσιακή μουσική. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην παραδοσιακή μουσική της Μεσογείου, όπου οι (διατονικοί, τουλάχιστον) τρόποι είναι περίπου οι ίδιοι, τα όργανα (όπως βλέπουμε σε απεικονίσεις και πραγματείες του παρελθόντος) είναι περίπου τα ίδια, οι μελωδίες κινούνται με τον ίδιο τρόπο μέσα στον εκάστοτε τρόπο (ας παίξουμε και λίγο με τις λέξεις, δεν βλάπτει) και οι ρυθμοί είναι επίσης περίπου οι ίδιοι όπως και τον Μεσαίωνα.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο ένας Έλληνας που έχει δεσμούς με την παράδοση να νιώθει οικεία τη μουσική του Μεσαίωνα. Ιδίως όταν αυτή προέρχεται από τη Μεσόγειο, και μάλιστα από αυτό το χωνευτήρι πολιτισμών που λέγεται Ισπανία, όπου ήδη από τον 8ο αιώνα συνυπήρχαν (πολεμώντας, βέβαια) χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ενώ η παρουσία των Εβραίων στη χερσόνησο ξεκινά από τον 4ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα, που μας ενδιαφέρει εδώ, οι μουσουλμάνοι είχαν περιοριστεί στην περιοχή της Γρανάδας, στα νότια, αλλά η πολιτισμική επιρροή τους παρέμενε πολύ ισχυρή και στους χριστιανικούς και στους εβραϊκούς πληθυσμούς της Ιβηρικής. Άλλωστε, οι Άραβες εκείνης της περιόδου είχαν σπουδαίο πολιτισμό, καθώς δεν είχε διαδοθεί ακόμη στον μουσουλμανικό κόσμο η συντηρητικοποίηση και ο φονταμενταλισμός.
Τον 13ο αιώνα, λοιπόν, στην περιοχή της Καστίλης, της Λεόν και της Γαλικίας, βασίλευε ο Αλφόνσος ο 10ος, ο επονομαζόμενος «Σοφός». Ο Αλφόνσος ήταν ταυτόχρονα μουσικός και ποιητής, και τον ενδιέφεραν πολύ οι επιστήμες της εποχής, όπως η αστρολογία (που ελάχιστη σχέση έχει με τους σημερινούς τσαρλατάνους). Χρηματοδότησε αστρονομικές, ιστορικές και μουσικές μελέτες, θέσπισε μία κοινή γλώσσα, την καστιλιάνικη διάλεκτο, ως επίσημη γλώσσα της επικράτειάς του και πρόσταξε τη μετάφραση σημαντικών βιβλίων από τα αραβικά και τα λατινικά στα καστιλιάνικα, εκδίδοντας μάλιστα για πρώτη φορά στην Ισπανία νομικό κώδικα γραμμένο σε αυτή τη γλώσσα και όχι στα λατινικά. Επίσης, στην Αυλή του κατείχαν σημαντικές θέσεις άνθρωποι και από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες — χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι. Με άλλα λόγια, κέρδισε επάξια το παρωνύμιό του.
Ο Αλφόνσος, καθώς ενδιαφερόταν ενεργά για τη μουσική, παρήγγειλε την έκδοση διαφόρων μουσικών συλλογών, αλλά η σημαντικότερη από αυτές ήταν τα Cantigas de Santa Maria — τα Τραγούδια της Παναγιάς, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα. Παλιότερα νομιζόταν πως ήταν όλα δικό του έργο, αλλά μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι αποτελεί έργο διαφόρων ποιητών/συνθετών — και του ιδίου, φυσικά. Οι Κάντιγας είναι μια συλλογή από 420 ποιήματα συνοδευόμενα από μουσική σημειογραφία, γραμμένα στη γαλικιανή (παλαιά πορτογαλική) γλώσσα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες συλλογές μονοφωνικών τραγουδιών του Μεσαίωνα, και περιέχουν όλα αναφορές στην Παναγία και τα θαύματα που αποδίδονται σε αυτήν. Από πλευράς μέτρου, υπάρχει αρκετή ποικιλία, αλλά η μετρική των τραγουδιών είναι αναγνωρίσιμη. Από πλευράς ρυθμού, τα πράγματα δεν είναι και τόσο σαφή. Μπορεί η μουσική σημειογραφία να απεικονίζει τις χρονικές διάρκειες κάθε νότας, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις δεν προκύπτει αναγνωρίσιμος ρυθμός, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι, ενώ κάποια κομμάτια είναι χορευτικά, ανάλογα με τα ιταλικά laude, κάποια άλλα μάλλον είναι γραμμένα στο αφηγηματικό στιλ των τροβαδούρων. Υπάρχει λοιπόν ποικιλία και από αυτή την άποψη.
Για να καταλάβετε τη σύνδεση μεταξύ Μεσαίωνα και μεσογειακής παράδοσης, δεν έχετε παρά να ακούσετε μερικά από τα Κάντιγας (ή τις Κάντιγες, στο θηλυκό γένος, όπως αποκαλούνται επίσης στα ελληνικά). Οι εκτελέσεις είναι πάρα πολλές και πολύ καλές, και διαφέρουν πολύ σε ύφος: κάποιες είναι πιο δυτικότροπες, ίσως και «ακαδημαϊκές», ενώ άλλες βουτάνε περισσότερο στη σημερινή παράδοση, με κάπως πιο αραβικό/μεσανατολίτικο άκουσμα. Όπως πάντα στην τέχνη, όλα είναι θέμα γούστου. Όποια κι αν είναι η δική σας προτίμηση πάντως, θα ήταν παράλειψη αν δεν ακούγατε τις ερμηνείες του αγαπημένου μου Τζόρντι Σαβάλ.