Το σκοτεινό σύμπαν του Ragnar Jónasson
Με το ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, η Ισλανδία, μια χώρα 340.000 κατοίκων με αρκετά μεγάλη αναλογία συγγραφέων σε σχέση με τον πληθυσμό της, μπαίνει αποφασιστικά στο παιχνίδι της αστυνομικής λογοτεχνίας των Βόρειων Χωρών, συμπληρώνοντας δυναμικά το παζλ του Nordic Noir. Δυσπρόφερτα ονόματα όπως αυτά του μετρ του είδους Arnaldur Indríðason, αλλά και αυτό της Ýrsa Sigurðardóttir, άρχισαν να κατακτούν το κοινό του αστυνομικού μυθιστορήματος σε ολόκληρο τον κόσμο, και στην Ελλάδα φυσικά. Οι ήρωές τους, μεσήλικες άνδρες επιθεωρητές με ζοφερό παρελθόν και αβέβαιο μέλλον, αλλά και δυναμικές νέες γυναίκες-ντετέκτιβ με σπουδές ψυχολογίας και γνώσεις αυτοάμυνας, που φέρνουν τα πάνω-κάτω εισάγοντας νέες μεθόδους στις εγκληματολογικές έρευνες, έχουν καταφέρει να κερδίσουν τους αναγνώστες.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα ακόμα ισλανδικό όνομα αρχίζει να μας απασχολεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους: αυτό του σαραντάχρονου δικηγόρου από το Ρέικιαβικ, Ragnar Jónasson, που ήρθε για να ταράξει εμπνευσμένα και δημιουργικά τα νερά της «παγωμένης» αστυνομικής λογοτεχνίας του Βορρά. Γεννημένος το 1976 στο Ρέικιαβικ και έχοντας μεταφράσει στα 17 του χρόνια τα άπαντα της Άγκαθα Κρίστι στα ισλανδικά, εμφανίζεται στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας το 2009 με τη Φάλτσα Νότα (Fölsk Nóta). Θα ακολουθήσει η τριλογία του Dark Iceland, με ήρωα τον νεαρό επιθεωρητή Άρι Θορ Άρασον. Στην Ελλάδα, τον γνωρίσαμε πολύ πρόσφατα, από την αμέσως επόμενη τριλογία του, Hidden Iceland, με ηρωίδα τη Χούλντα Χερμανσντότιρ, μια επιθεωρήτρια της Ισλανδικής Αστυνομίας στη δύση της μέσης ηλικίας, χήρα και στο κατώφλι της συνταξιοδότησης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας, το Σκοτάδι (Dimma, 2015), κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη τον Νοέμβριο του 2020. Από τις αρχές Ιουλίου 2021, κυκλοφορεί ήδη και το δεύτερο μυθιστόρημα, το Νησί (Drungi, 2016).
Ποια όμως είναι αυτή η τόσο αντισυμβατική, εξηντατετράχρονη επιθεωρήτρια που καταρρίπτει τα πρότυπα που μέχρι τώρα κυριαρχούσαν στο σκανδιναβικό νουάρ; Ποιος είναι ο γρίφος πίσω από το βαρύ, συμβολικό όνομά της; Σε ποια τοπία μάς μεταφέρει ο Ragnar Jónasson; Ποια είναι τα σκοτεινά μυστικά που κρύβουν οι απόκοσμες, δυσοίωνες γωνιές της άγριας ισλανδικής φύσης;
Ας πάρουμε, καλύτερα, τα πράγματα από την αρχή…
Το σκοτάδι
Στο πρώτο μέρος της τριλογίας, γνωρίζουμε τη Χούλντα Χερμανσντότιρ, εργαζόμενη του Τμήματος Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας του Ρέικιαβικ. Στα εξήντα τέσσερά της χρόνια, και ενώ τής απομένουν ακόμα λίγοι μήνες στην υπηρεσία, εξαναγκάζεται από τον προϊστάμενό της σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Έχει μόνο λίγες μέρες καιρό για να ανασύρει μια παλιά υπόθεση από το αρχείο και να την ανακινήσει και πάλι. Δεν δυσκολεύεται καθόλου να αποφασίσει. Θυμάται γρήγορα τη νεαρή Ρωσίδα μετανάστρια που είχε βρεθεί νεκρή σε μια απομακρυσμένη ακτή του νησιού, περίπου έναν χρόνο πριν. Οι Αρχές είχαν τότε αποδώσει τον θάνατό της σε ατύχημα, και η υπόθεση είχε κλείσει γρήγορα και ανώδυνα. Η Χούλντα όμως δεν πείθεται από το αρχικό πόρισμα των ερευνών. Σε μια άνιση μάχη με τον χρόνο, προσπαθεί να ρίξει φως στην υπόθεση και να αποκαλύψει τους δράστες. Παράλληλα, κάπου αλλού, μια νέα γυναίκα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και αγωνίζεται να πάρει πίσω τη δίχρονη κόρη της, που είχε αφήσει σε ίδρυμα αμέσως μετά τη γέννησή της. Μια μητέρα καταδιώκει τους θύτες που ευθύνονται για τη σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού της, ενώ λίγο αργότερα ένα νεαρό ζευγάρι χωρίς όνομα ζει διάφορες περιπέτειες στην άγρια φύση της Ισλανδίας. Πώς συνδέονται όλες αυτές οι ιστορίες μεταξύ τους; Τι σχέση έχουν με την υπόθεση της νεαρής Ρωσίδας; Ποια είναι η Χούλντα Χερμανσντότιρ; Θα καταφέρει να εξιχνιάσει την υπόθεση, παρά τα λάθη και τις παγίδες που της στήνει η σκληρή αναμέτρησή της με το παρόν και το παρελθόν;
Στο Σκοτάδι, ένας σαραντάχρονος άνδρας, ο συγγραφέας Ράγκναρ Γιόνασον, καταφέρνει με απίστευτη μαεστρία και οξυδέρκεια να διεισδύσει στην «ψυχολογία» μιας εξηντατετράχρονης τσακισμένης γυναίκας, που αγαπά βαθιά τους ανθρώπους και ζητά τη δικαιοσύνη. Μας παρουσιάζει τον σύνθετο, πολυδιάστατο, βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα της χωρίς εξιδανικεύσεις, αποφεύγοντας να δώσει στην ηρωίδα του τη διάσταση του «άτρωτου ήρωα», που συχνά συνοδεύει τους πρωταγωνιστές των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Παράλληλα, «καυτά» κοινωνικά ζητήματα όπως η μετανάστευση, η βία κατά των γυναικών, ο στιγματισμός τους στις μικρές κοινωνίες, η ενδοοικογενειακή βία και τα καλά κρυμμένα μυστικά, αποτελούν τους βασικούς άξονες αυτού του σπονδυλωτού μυθιστορήματος, επάνω στον καμβά των σαγηνευτικών τοπίων της Ισλανδίας.
Το τέλος πραγματικά κόβει την ανάσα! Αποδομεί κυριολεκτικά το αστυνομικό μυθιστόρημα στον πυρήνα του, σπάζοντας τα στεγανά και πηγαίνοντας κόντρα σε δοκιμασμένες συνταγές επιτυχίας.
Ίσως και να μη χαρακτηρίστηκε τυχαία ο Ράγκναρ Γιόνασον ως «συγγραφέας νουάρ παγκόσμιας κλάσης» από τους Sunday Times…
Το νησί
Στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, μεταφερόμαστε στο Ρέικιαβικ του 1997. Η Χούλντα, πενήντα ετών αυτή τη φορά και στο απόγειο της καριέρας της, έχει μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι-αστραπή στην Αμερική. Ένα βαρετό Σαββατοκύριακο του καλοκαιριού, βρίσκεται στο γραφείο της, ενώ όλοι σχεδόν οι συνάδελφοί της λείπουν σε διακοπές. Ένα τηλεφώνημα από έναν επαρχιακό αστυνομικό σταθμό θα καταφέρει να διαλύσει την πλήξη της: τέσσερις παλιοί φίλοι αποφασίζουν να γιορτάσουν την επανασύνδεσή τους με μια εκδρομή στο απομονωμένο νησί του Ετλιδαέι. Δεν θα καταφέρουν όμως να επιστρέψουν όλοι τους ζωντανοί από αυτόν τον επικίνδυνα όμορφο τόπο. Το τελευταίο βράδυ ένα κορίτσι της παρέας βρίσκεται νεκρό, και είναι πολλά τα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει δολοφονηθεί. Η Χούλντα θα μεταβεί στο έρημο νησί προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση. Καθώς το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται, η Χούλντα ανακαλύπτει τρομακτικές ομοιότητες με την υπόθεση της δολοφονίας μιας νεαρής γυναίκας στα παγωμένα Δυτικά Φιόρδ, το φθινόπωρο του 1987.
Τι συμβαίνει εδώ; Ποιος παραμονεύει στις ερημιές; Τι σχέση μπορεί να έχει το παλιό αυτό έγκλημα με το δυστύχημα στο Ετλιδαέι; Η Χούλντα καλείται για μια ακόμα φορά να ανακαλύψει την αλήθεια, πλέοντας σε άγνωστα νερά, περνώντας μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες και σκοντάφτοντας σε ποικίλες αποσιωπήσεις.
Το Νησί είναι ένα ατόφιο, γνήσια αστυνομικό μυθιστόρημα, που παίζει με το κλασικό, αγαπημένο είδος του whodunnit. Όμως αυτό εμφανίζεται ανανεωμένο, μέσα από μια σύγχρονη πλοκή, που συνδέει αριστοτεχνικά τις άφατες πτυχές της μικρής κοινωνίας της Ισλανδίας με το μυστήριο των απόκοσμων τοπίων της, ακόμα και με στοιχεία της μαγείας και των παγανιστικών δοξασιών των Βίκινγκς. Ωστόσο, παρά το σασπένς της άρτιας, συναρπαστικής αστυνομικής ιστορίας που αποτελεί τον κεντρικό άξονα του έργου, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να σκάψει βαθύτερα στο παρελθόν και στη ζωή της Χούλντα Χερμανσντότιρ. Στο Νησί γνωρίζουμε καλύτερα τη φοβερή ηρωίδα τού Hidden Iceland. Εδώ θα βρούμε τις απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για τη ζωή της, που το Σκοτάδι μάς άφησε αναπάντητα.
Στη θέση τους, βέβαια, προκύπτουν άλλες, εντελώς διαφορετικές απορίες, που αναμφίβολα θα μας λύσει το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της τριλογίας…
Η μετάφραση
Αν και στο παρελθόν δεν ήμουν από τους φανατικούς αναγνώστες της αστυνομικής λογοτεχνίας, είχα την απίστευτη τύχη να μεταφράσω αυτά τα δυο συναρπαστικά μυθιστορήματα του Jónason, απευθείας από το ισλανδικό πρωτότυπο. Ξεροκαταπίνοντας με κάποιον ελεγχόμενο τρόμο για το εγχείρημα (ήταν η πρώτη φορά που μετέφραζα πεζογραφία από τα ισλανδικά) κι ενώ ήμουν έτοιμη να διαβάσω «ένα ακόμα αστυνομικό από τον Βορρά», το Σκοτάδι με μαγνήτισε από τις πρώτες του κιόλας φράσεις, ενώ το Νησί με ρουφούσε μέσα του σελίδα τη σελίδα.
Πολλές οι προκλήσεις και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της μετάφρασης ενός έργου αστυνομικής λογοτεχνίας. Όμως τελικά, τη μισή δουλειά την κάνει πάντα η αγάπη για αυτό που κάνουμε. Τόσο πολύ με έβαλαν μέσα τους οι ιστορίες της Χούλντα, που άρχισαν αμέσως στο μυαλό μου να… μιλούν ελληνικά! Σε αυτό βοήθησε ιδιαίτερα και ο μοναδικός τρόπος γραφής του Jónasson, όσο κι αν με τρόμαξε: ο Ράγκναρ διηγείται σε τόσο καλοδουλεμένα, όμορφα ισλανδικά, που με έκανε κάθε τόσο να σκύβω πάνω από την κάθε λέξη με φόβο να μη χαλάσω την ομορφιά τού… τοπίου της.
Ακόμα μια σημαντική πρόκληση: πώς «μεταφράζεται» η Ισλανδία; Πώς αποδίδει κανείς τις τόσο ιδιαίτερες, ξεχωριστές εικόνες αυτού του νησιού στις βορειοδυτικές εσχατιές της Ευρώπης, στη γλώσσα ενός λαού που κατοικεί στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπείρου; Δύσκολη δουλειά! Είναι όμως τόσο μεγάλη η αγάπη μου για τον «Πλανήτη Ισλανδία», που ήθελα με κάθε τρόπο να δώσω στους Έλληνες αναγνώστες να καταλάβουν τι γίνεται εκεί, αποδίδοντας με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια τις σκηνές και τις εικόνες των βιβλίων. Κι ας μην έχουν τα ελληνικά τόσο πολλές λέξεις για το χιόνι. Κι ας μην έχουν λέξεις για να περιγράψουν τη λάβα σε στερεή και υγρή κατάσταση! Ό,τι δεν αναφερόταν μέσα στο κείμενο, προσπάθησα να το συμπληρώσω με τις υποσημειώσεις μου. Τις αγαπώ ιδιαιτέρως τις υποσημειώσεις, κι αυτό φαίνεται. Κι αν κανείς έχει την υπομονή να τις διαβάσει, θα ταξιδέψει νοερά στην Ισλανδία με ταχύτητα φωτός!
Το πραγματικά μαγικό ταξίδι της μετάφρασης δεν με έκανε μόνο να αγαπήσω τη γραφή του Jónason, αλλά και να αναθεωρήσω άρδην τη —σκουριασμένη πια— άποψή μου για το αστυνομικό μυθιστόρημα, να διαβάσω γι’ αυτό και να ανακαλύψω ξανά, με εντελώς διαφορετική ματιά, όλες τις αστυνομικές ιστορίες που είχαν περάσει από τα χέρια μου ώς τώρα.
* * *
Για το τέλος άφησα κι εγώ ένα ερώτημα αναπάντητο: ποιος γρίφος κρύβεται πίσω από το όνομα της κεντρικής ηρωίδας; Ε, λοιπόν, αυτό είναι το μεγαλύτερο σπόιλερ. Και δεν πρόκειται να πω τίποτα, παρά μόνον όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή…