Οι συντεταγμένες της μνήμης
«Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας πέρα από τις φυλακές Αβέρωφ, άρχιζαν τα Προσφυγικά, όπου εξακολουθούσαν να στήνονται ξύλινες παράγκες και από τις δύο πλευρές. Τα πέντ’ έξι τετραγωνικά μέτρα για την κάθε παράγκα, σαν πέφτανε στα χέρια της προσφυγικής οικογένειας, σε λίγο γίνονταν μια μικρή κατοικία με μικροσκοπικό ισόγειο, υπόγειο, δεύτερο πάτωμα και δώμα, όπου τα καλοκαίρια η οικογένεια θα μπορούσε να κοιμάται στρωματσάδα. Και μάνι-μάνι φυτεύονταν αναρριχητικά φυτά, όλων των λογιών οι περικοκλάδες, από πατατιά σε αγιόκλημα, ακόμα και σε κληματαριά. Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σού χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν στο πάτωμα του ισογείου».*
Κυριακή πρωί, περπατώ προς τον σταθμό Αμπελοκήπων. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι άδεια. Άνθρωποι περπατούν νωχελικά στην άκρη του οδοστρώματος, πάνω στη λεωφορειολωρίδα. Επικρατεί μια όμορφη ηρεμία. Μπροστά μου, από τη μια πλευρά, το γήπεδο· από την άλλη, οι προσφυγικές πολυκατοικίες. Τα χρόνια περνούν, τα προσφυγόσπιτα στέκονται ακόμη, σκέφτομαι. Κι όμως, ίσως να μην είναι έτσι τελικά: τα χρόνια δεν περνούν, στέκονται κι αυτά, σαν σταθερά σημεία του συνεχούς του χρόνου, σαν συντεταγμένες της μνήμης.
Αυτοί που περνούν, οι αληθινά περαστικοί, είμαστε εμείς.
* Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά.