Η σκοτεινή πλευρά της ζωής στο εξωτερικό
Επειδή είναι ευκολότερο να ορίσεις τα πράγματα σαν καλά ή κακά, άσπρα ή μαύρα, ιδίως όταν βρίσκεσαι στα κατάβαθα της πιο σκούρας πλευράς του γκρίζου και νομίζεις ότι δεν πάει άλλο (πάει) και δεν γίνεται χειρότερα (γίνεται), συχνά συναντώ υπεραπλουστευμένες θεωρήσεις και ουτοπικές προσδοκίες για τη ζωή και τη δουλειά στο εξωτερικό. Θέλωντας να είναι ξεκάθαρη η θέση μου, υπενθυμίζω ότι διάλεξα να ζήσω στο εξωτερικό πολύ νωρίς, όταν τα σύννεφα υπήρχαν μεν, αλλά η εξέλιξή τους στο χαλασμό που γίνεται σήμερα δεν ήταν ξεκάθαρη. Αυτή μου την απόφαση δεν τη μετάνιωσα ποτέ. Το γράφω επειδή διαφέρει πολύ η συνειδητή επιλογή λόγω κατασταλαγμένης προτίμησης, όταν οι επιλογές φαίνονται συγκρίσιμες, από την εξωθημένη επιλογή λόγω ανάγκης. Καλό είναι οι προσδοκίες να είναι συμβατές με την πραγματικότητα και όχι με τις ουτοπικές φαντασιώσεις που έχουμε για το πιο πράσινο λιβάδι του γείτονα, μέσα στη γενική απογοήτευση και στο καταθλιπτικό περιβάλλον του σπιτιού μας. Βρίσκω λοιπόν σημαντικό να περιγράψω, εν συντομία, κάποιες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος που αποφασίζει να ζήσει στο εξωτερικό.
Καταρχήν, ας διαχωρίσουμε το να βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα ως φοιτητής, με το να ζεις σε αυτή ως επαγγελματίας. Οι εμπειρίες που παίρνεις δεν είναι λιγότερο σημαντικές με οποιαδήποτε από τις δυο ιδιότητες, αλλά το πλαίσιο στο οποίο αυτές προσλαμβάνονται διαφέρει πολύ. Ως φοιτητής βιώνεις έναν σχεδόν υποχρεωτικό συγχρωτισμό με νέους ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Δημιουργείς νέες παρέες ευκολότερα, προσαρμόζεις τα γούστα σου ανάλογα με τα νέα ερεθίσματα που λαμβάνεις και βρίσκεσαι σε ένα χώρο όπου όλοι έχουν συμφέρον να δημιουργήσουν νέες παρέες. Ως επαγγελματίας, το δύσκολο ζήτημα είναι η κοινωνική ένταξη, όχι σαν αόριστη προσαρμογή, ούτε σαν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε τόπου, αλλά σαν δημιουργία μακροπρόθεσμων προσωπικών σχέσεων, παρέας και δεσμών.
Πριν βιαστεί κάποιος να σκεφτεί στερεοτυπικά για τους κλειστούς και κρύους ξένους, να πω ότι όσο δούλευα στην Ελλάδα οι αλλοδαποί συναδέλφοί μου διηγούνταν πόσο δύσκολο έβρισκαν να μπουν σε έναν φιλικό κύκλο με Έλληνες. Οι περισσότεροι άνθρωποι από μια ηλικία και μετά, ιδίως αφού αποκτήσουν παιδιά, κάνουν συγκεκριμένες επιλογές ως προς τον φιλικό τους κύκλο. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ελάχιστος σε σχέση με παλιότερα και σε γενικές γραμμές περιορίζονται αυτοί με τους οποίους θα τον περάσουν. Ο ξένος που θα έρθει στη δουλειά μπορεί να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παρένθεση, κάτι διαφορετικό και ίσως περίεργο και αξιόλογο, που αξίζει να αφιερώσουν χρόνο να γνωρίσουν. Πολύ δύσκολα όμως θα ανοίξει ο κλειστός φιλικός κύκλος για κάποιον που, στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί να βρίσκεται στη χώρα μόνο για 2-3 χρόνια. Άρα οι συνθήκες δεν ευνοούν τη δημιουργία σχέσεων με ντόπιους, που στο τέλος της εργάσιμης ημέρας θα γυρίσουν στην οικογένειά τους ή θα βγουν με την παρέα τους. Οι φίλοι μου που έχουν παιδιά μού λένε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά για εκείνους, μια και υποχρεωτικά συναναστρέφονται με άλλους γονείς που γνωρίζουν μέσα από σχολικές δραστηριότητες και παιδικά πάρτι. Αυτό, μαζί με την πιθανή εγγραφή σε διάφορες ομάδες κοινών ενδιαφερόντων, με αθλητικές δραστηριότητες ή άλλα χόμπι, δίνουν κάποιες παραπάνω επιλογές. Απομένουν δύο γκρουπ: οι υπόλοιποι ξένοι και οι συμπατριώτες σου που βρίσκονται στην ίδια πόλη με σένα. Στην πρώτη περίπτωση, λόγω υψηλής κινητικότητας, έχουμε αρκετά μεγάλες πιθανότητες η όποια φιλική σχέση δημιουργηθεί να χρειαστεί να μπει σε παρένθεση λόγω μετάθεσης εντός τριετίας σε άλλη πόλη ή χώρα. Στη δεύτερη περίπτωση, και με την προϋπόθεση ότι δεν μιλάμε για ανθρώπους που γκετοποιούνται πετροβολώντας οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τη στενή σφαίρα της αντίληψής τους, μπορεί και να δημιουργηθούν εξαιρετικά καλές σχέσεις. Το θέμα είναι ότι σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις λειτουργείς σε ένα παράλληλο πλαίσιο κανονικότητας που χρειάζεται ειδικές συνθήκες για να δουλέψει. Αλλιώς γίνεται ανεκτή η πολυπολιτισμική ιδιαιτερότητα στο Άμστερνταμ και αλλιώς στο Κατάρ.
Αυτό που θέλω να πω με τα παραπάνω είναι ότι, ιδίως στην αρχή, η ζωή σε μια ξένη χώρα μπορεί να έχει αρκετή μοναξιά. Τη μοναξιά αυτή πρέπει να ξέρεις να τη διαχειριστείς, αλλιώς μπορεί να γίνει κακός, πολύ κακός σύμβουλος. Για πολλούς είναι ευπρόσδεκτη, για άλλους ανυπόφορη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι μια χρήσιμη ευκαιρία να ανασυνταχθείς, να προσηλωθείς σε αυτά που έχουν προτεραιότητα και ίσως να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου. Χρειάζεται αρκετή υπομονή, χρόνο, ανοιχτό μυαλό και παρατηρητικότητα για να ξαναδημιουργήσεις τον κοινωνικό σου κύκλο από το μηδέν, ιδίως όταν οι συνθήκες δεν ευνοούν τέτοιες ζυμώσεις. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συμβουλεύω φίλους που σκέφτονται να φύγουν έξω να σκεφτούν αρκετά, όχι μόνο τις επαγγελματικές, αλλά και τις κοινωνικές συνιστώσες της επιλογής τους. Είναι η πόλη φιλική προς τους ξένους; Έχουν ήδη κόσμο γνωστό εκεί που θα βοηθήσει στην ένταξή τους; Είναι το επαγγελματικό περιβάλλον τέτοιο που να προάγει ίσες ευκαιρίες σε όλους; Πολλοί μού λένε: «Οτιδήποτε θα είναι καλύτερο από αυτό που ζω εδώ». Ίσως. Καλό είναι όμως να λαμβάνουμε υπόψιν ότι το να παλεύεις χωρίς την ψυχολογική αποσυμπίεση της άμεσης επαφής με δικούς σου ανθρώπους έχει κόστος.
Έπειτα, είναι η απόσταση από το σπίτι και τους δικούς σου ανθρώπους. Γι’ αυτό το ζήτημα έχουν γραφτεί πολλά και δεν έχω κάτι καλύτερο να προσθέσω. Απλώς θα αναφέρω ότι τα πράγματα έχουν διευκολυνθεί πολύ τα τελευταία χρόνια με την κοινωνική διαδικτύωση, το Skype και τα απεριόριστα λεπτά κλήσεων προς ξένες χώρες. Όλα αυτά είναι καλά υποκατάστατα της προσωπικής επαφής. Επίσης δύσκολη είναι η εύρεση ισορροπίας μεταξύ της προσπάθειας δημιουργίας νέας παρέας και της διατήρησης κάποιας παλιάς. Πολλοί αγκιστρώνονται αποκλειστικά και με αγχωμένη ζέση στο να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τους πάντες στην Ελλάδα, μειώνοντας δραματικά τις πιθανότητες να βρουν φίλους που θα τους στηρίξουν στη νέα τους καθημερινότητα. Κατά την άποψή μου, αυτός που φεύγει πρέπει να πάρει απόφαση ότι χρειάζονται σκληρές επιλογές και πολλή προσπάθεια για να διατηρήσει κάποιες από τις σχέσεις που είχε στην πατρίδα του. Στα μάτια των άλλων, είσαι εσύ που έχεις φύγει και δική σου ευθύνη είναι να παραμείνεις σε επαφή. Προσωπικά, κάνω ό,τι μπορώ να συναντώ φίλους και συγγενείς όποτε επιστρέφω, κατά προτίμηση περνώντας χρόνο ατομικά με τον καθένα, κάτι που κάνει το πρόγραμμα των διακοπών μου εξαιρετικά πυκνό και —για τους φίλους μου— αστείο («Τάσο, σε ποιο τρίωρο με έχεις βάλει αυτή τη φορά;»). Όταν κανονίζεις συναντήσεις με πολλούς μαζί, υπάρχει ο κίνδυνος οι συζητήσεις να μείνουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και να μην καταφέρεις να πεις τίποτα ουσιαστικό με κανένα. Κάτι σαν κάποια τραπέζια γάμου δηλαδή. Από την άλλη, όπως όλες οι καλές σχέσεις, είναι απαραίτητη η αμοιβαία κατανόηση. Με τους καλούς μου φίλους γνωρίζουμε ότι, ακόμα και αν ειδωθούμε μια φορά το τετράμηνο ή το χρόνο, η βάση της σχέσης μας δεν αλλάζει. Υπάρχουν όμως και σχέσεις που χρειάζονται δυσανάλογη επένδυση χρόνου για να παραμείνουν ως έχουν — αυτές που στα αγγλικά χαρακτηρίζονται ως «high maintenance». Όσοι τις έχουν για δικούς τους λόγους δημιουργήσει, θα βρουν εξαιρετικές δυσκολίες στο να τις διατηρήσουν αλώβητες.
Τα παραπάνω δυσκολεύουν αν αυτός που ξενιτευτεί το κάνει «προσωρινά, μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα». Αυτό δημιουργεί ένα ψυχολογικό περιβάλλον τέτοιο που σε κάνει να βρίσκεσαι συνεχώς σε μια κατάσταση ασάφειας και ανισορροπίας ως προς το μέλλον σου. Δεν υποστηρίζω πως, όταν φεύγεις, φεύγεις για πάντα — αλλά ότι, αν βρίσκεσαι στο εξωτερικό, καλό είναι να πάρεις απόφαση ότι το παρόν σου είναι εδώ, τώρα, και ότι αυτό οφείλεις πρώτος απ’ όλους να το σεβαστείς εσύ. Τουλάχιστον υπάρχει πλέον αρκετά μεγαλύτερη κατανόηση από τον οικογενειακό κύκλο ως προς τους λόγους της μετανάστευσης, μια και παλιότερα δεν θεωρείτο και ό,τι πιο φυσιολογικό. Δεν είναι ότι το λογικό σκέλος ήταν δυσνόητο, αλλά συναισθηματικά ήταν και είναι δύσκολο για τον Έλληνα γονιό να αποχωρίζεται το παιδί του, κάτι που ισχύει και αντίστροφα. Πλέον, οι συνθήκες είναι τέτοιες που το κόστος μιας τέτοιας επιλογής θεωρείται ανεκτό σε σχέση με την εναλλακτική λύση της παραμονής.
Υπάρχουν πολλά ακόμα που θα μπορούσα να γράψω. Δεν άγγιξα καθόλου το πολιτισμικό σοκ, τις εκπλήξεις στον επαγγελματικό στίβο —που μπορεί να είναι πολύ περισσότερες από αυτές που κάποιος αρχικά υποθέτει—, τον ρατσισμό και την καχυποψία που τελευταία έχουν γιγαντωθεί, τις απίθανες δυσκολίες στο να κάνεις οτιδήποτε αφορά τη σχέση σου με το ελληνικό κράτος εξ αποστάσεως, αλλά και σε πιο προσωπικό επίπεδο αποφάσεις: όπως το πού θα κάνεις οικογένεια, ποια γλώσσα θα μιλάνε τα παιδιά σου και τι σχολικό σύστημα θα ακολουθήσουν, πού θα κατασταλάξεις μόνιμα, πώς θα μπορέσεις να φροντίσεις τους ανθρώπους σου που βρίσκονται αλλού… Όλα αυτά πρέπει να μπουν στο ζύγι.
Από την άλλη, ίσως είναι περισσότερο θέμα χαρακτήρα και όχι μόνο υπολογισμών: θέμα πρόθεσης και όχι θέσης. Αν κάποιος θέλει να βλέπει τα πάντα υπο το πρίσμα των προβλημάτων, θα βλέπει μόνο τα εμπόδια — και θα βρει πολλά τέτοια. Αν όμως επιλέξει να κάνει κάτι με ενθουσιασμό, επιμονή και πολλή προσπάθεια, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να τα υπερβεί και να βοηθήσει και άλλους να τα υπερβούν μαζί του. Άλλωστε, αν έχεις κάνει σωστές επιλογές, υπάρχουν πάρα πολλά αντικειμενικά θετικά στοιχεία που κάνουν την όλη προσπάθεια να αξίζει.