Πορνογραφία σε τρεις διαστάσεις

C
Χρήστος Γραμματίδης

Πορνογραφία σε τρεις διαστάσεις

Η νέα ταινία του Γκασπάρ Νοέ, ένα πορνό με τον (μη ειρωνικό) τίτλο «Love», δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν μία «καλή» ταινία με ακαδημαϊκούς όρους: δεν έχει καλές ερμηνείες, δεν έχει πειστική χημεία επί της οθόνης, δεν έχει νατουραλιστικούς διαλόγους. Αυτές οι βασικές αρχές της αφηγηματικής ταινίας απουσιάζουν στο «Love», τουλάχιστον αν συγκριθεί με άλλες πρόσφατες απόπειρες να εισαχθεί η γυμνή, αφτιασίδωτη σεξουαλικότητα στη mainstream αγορά, όπως το «Nymphomaniac» του Τρίερ ή το «L’inconnu Du Lac» του Αλέν Γκιροντί. Εντούτοις, το «Love» δεν φιλοδοξεί στην πραγματικότητα να είναι μια αφηγηματική ταινία. Με αυτό δεν εννοώ ότι δεν υπάρχει πλοκή. Υπάρχει, και είναι πράγματι μια πλοκή εντελώς «à la Νοέ», που διατρέχει ανάστροφα την πορεία μιας σχέσης, προκειμένου να ξαναβρεί την αρχική της προέλευση. Αλλά ο τρόπος που λειτουργεί το «Love» με τον χρόνο δεν είναι οριζόντιος, όπως στον παραδοσιακό αφηγηματικό κινηματογράφο: οι γραμμικές σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος απουσιάζουν. Αντίθετα, το φιλμ ελίσσεται μέσα σε μια αρένα ατμόσφαιρας, φωτός και σωμάτων (όπως συμβαίνει συχνά στον κινηματογράφο του Νοέ), με ακανόνιστες κινήσεις πέρα-δώθε, ξεκινώντας και σταματώντας την πλοκή με τρόπο που παρεπέμπει σε κατώτερες (πορνογραφία) ή ανώτερες (avant-garde) του mainstream κινηματογραφικές παραδόσεις, επιτρέποντας στον ερωτισμό και την ποιητική να αποσπάσουν την προσοχή μας από τις σωματικές εμπειρίες. Το να βλέπεις μια ταινία του Νοέ είναι σαν να κάνεις εντατικό μάθημα στους τρόπους που έχει το σινεμά να μανιπουλάρει την αντίληψή μας για τον χρόνο μέσω στοιχείων που βρίσκονται έξω από την εξέλιξη της πλοκής, τη χαρακτηρολογία και τις ερμηνευτικές ικανότητες των ηθοποιών.

Με όλα αυτά θέλω να πω: αν είναι να κράξουμε τη νέα ταινία του Νοέ, ας το κάνουμε τουλάχιστον με όρους που σχετίζονται με αυτό που πραγματικά προσπαθεί να κάνει. Το «Love» είναι ένα 3D (εμείς το είδαμε 2D) πορνογραφικό φιλμ 135 λεπτών, με τουλάχιστον το ήμισυ αυτού του χρόνου να μας δείχνει ένα τρίο νέων, συμβατικά ελκυστικών ατόμων (που είτε είναι ή τουλάχιστον δείχνουν να είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί), να κάνουν πραγματικό σεξ. Έχοντας περάσει την καριέρα του διερευνώντας τα πιο αρχέγονα και ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, ο Νοέ έχει ως στόχο να καταπιαστεί στο «Love» με τη συχνά αντιφατική σχέση ανάμεσα στην άγρια ​​και ασαφή λίμπιντο, από τη μια, και αυτή την ίσως πιο συντηρητική παρόρμησή μας να εγκατασταθούμε σε μια μονογαμική οικογενειακή μονάδα, από την άλλη: δύο τάσεις που κατευθύνονται λίγο-πολύ από αυτή την τρέλα που ονομάζεται αγάπη.

Η κυρίαρχη αισθητική χειρονομία σε αυτήν την ταινία (που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από στατικά, μεσαία πλάνα) είναι, όπως διαβάζουμε, η χρήση στερεοσκοπικής φωτογραφίας (την οποία, ξαναλέω, εμείς δεν είδαμε). Μια σειρά από πλάνα γυρίστηκαν από ψηλά (πλονζέ), κοιτάζοντας προς τα κάτω τους χαρακτήρες που βρίσκονται μέσα σε στενούς, συνήθως ανήλιαγους εσωτερικούς χώρους, και κατά καιρούς οι συνθέσεις αυτές καδράρονται (συνήθως κατά τη διάρκεια των ερωτικών σκηνών) με τρόπο ώστε τα σώματα να εισέρχονται στο πλάνο από το πάνω και όχι από το κάτω μέρος, δημιουργώντας έναν μικρό αποπροσανατολισμό σε σχέση με τη βαρύτητα. Όλα τα πλάνα είναι συνδεδεμένα με σύντομα δευτερόλεπτα μαύρου, σαν να υποδηλώνεται ένα κλείσιμο και ξανάνοιγμα των βλεφάρων ή ένα στιγμιαίο χάσιμο της συνείδησης (όπως και στο «Enter the Void» του ίδιου σκηνοθέτη). Αλλά, εκτός από καναδυό, οιονεί ψυχεδελικά, ιντερλούδια το φιλμ δεν έχει να μας προτείνει τίποτα σπουδαίο μορφικά.

Η χρήση της στερεοσκοπίας στο «Love» είναι ενδιαφέρουσα επιλογή και δεν ξέρουμε αν δούλεψε. Το σινεμά 3D δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να ωριμάσει, επειδή λειτουργεί προς το παρόν, όπως κάθε νέα κινηματογραφική τεχνολογία, ως σόου, θέαμα. Με το «Adieu au langage» του Γκοντάρ είδαμε για πρώτη φορά την αισθητική «φωνή» του 3D σε λειτουργία, και δεν ξέρω αν το «Love» έκανε κάτι παραπάνω. Πάντως δεν είναι το πρώτο 3D πορνό, αν και τα δεκάδες άλλα που έχουν υπάρξει είναι απλώς παιδαριώδη και ανόητα.

Και, μιλώντας για ανοησία, το «Love» σίγουρα έχει τη δόση του. Για να δώσουμε μια ιδέα:

Η ταινία ανοίγει με ένα μονοπλάνο αμοιβαίου αυνανισμού μεταξύ του Μέρφι, πρωταγωνιστή της ταινίας και φαινομενικού alter ego του Νοέ, και της Ηλέκτρας, ο πρώην γκόμενος της οποίας (στον ρόλο ο ίδιος ο σκηνοθέτης) διευθύνει μια πινακοθήκη. Το προφυλακτικό σπάει καθώς ο Μέρφι πηδιέται με τη γειτόνισσα Όμι, ενώ στην οθόνη εμφανίζεται ο ορισμός του Νόμου του Μέρφι, εξ ου και το όνομα του χαρακτήρα. Αφίσες ταινιών διακοσμούν κάθε εσωτερικό χώρο, ουσιαστικά λειτουργώντας ως το ισοδύναμο των εσωτερικών αναφορών στο σινεμά του Γκοντάρ: από το «Salò o le 120 giornate di Sodoma» του Παζολίνι μέχρι το «Frankenstein» του Άντι Γουόρχολ και του Πολ Μόρισεϊ και το «Μ» του Φριτς Λανγκ. Κατόπιν μπαίνει στο φιλμ το μωρό του Μέρφι και της Όμι, μια μνεία στο «2001: A Space Odyssey», η αναφορά σε μια τρανς γυναίκα ως «συμβιβαστική λύση» για ένα στρέιτ τρίο επειδή έχει «και βυζιά και ψωλή», σπέρματα που πετάγονται κατευθείαν στην οθόνη και ορισμένα αποφθέγματα σοφίας όπως: «Η ζωή είναι αυτό που την κάνουμε να είναι», και: «Η ψωλή δεν έχει μυαλό».

Το φιλμ είναι, πράγματι, απολύτως βλακώδες (ούτως ή άλλως ο Νοέ δεν είναι εξεχόντως ευφυής κινηματογραφιστής). Αλλά οι ταινίες του Νοέ είναι ακριβώς τόσο δύσκολο να κριθούν ποιοτικά επειδή είναι τόσο ηθελημένα, εμμονικά κακόγουστες, ενώ την ίδια στιγμή είναι τόσο ανοιχτές σ’ ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και αισθητικών discours. Κι έτσι, πέρα ​​από την ανοησία, μπορεί κάποιος να επιλέξει να σταθεί στη σεξουαλική πολιτική θέση του φιλμ, η οποία είναι εύκολη αλλά πολυεπίπεδη, ή στη διαυγή αισθητική στάση του, η οποία στηρίζεται σε μια ηθελημένη παραφωνία «χαμηλού-υψηλού» στο πλαίσιο της σχηματικής πλοκής και του ανούσιου διαλόγου. Κι εδώ ίσως έμπαινε στο παιχνίδι ο θεμελιώδης ρόλος του 3D: καθώς ζούμε σε έναν κόσμο όπου η νεωτερικότητα μετέτρεψε την πράξη τού «να βλέπεις» σε έναν κυρίως αμυντικό μηχανισμό, πρέπει να θυμόμαστε ότι η εμπειρία της τρισδιάστατης όρασης είναι ένα φαινόμενο που βιώνεται μόνο από όσα ζώα έχουν και τα δύο μάτια μπροστά (και όχι στις πλευρές του κεφαλιού τους ), που θα πει είναι ένα χαρακτηριστικό που ισχύει κυρίως για τα αρπακτικά ζώα, τα ζώα που ζουν σε μια διαρκή επιθετική λειτουργία. Έτσι, αν το να βλέπεις και να ανιχνεύεις το (στερεοσκοπικό) βάθος σημαίνει να θυμάσαι τις αρπακτικές παρορμήσεις σου, τις παρορμήσεις για κυνήγι, επίθεση και κατανάλωση, τότε θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι το 3D έχει μεγαλύτερη ή βαθύτερη σημασία ακριβώς στο πορνό.

Κρίμα που δεν μπορώ να επιβεβαιώσω το συμπέρασμα.