«Βερολίνο, γεια» του Wolfgang Herrndorf
«Πααφ, προσγειώθηκε η σφαλιάρα στο πρόσωπό μου. Έπεσα στο πάτωμα. Μάγκα μου! Στο σχολείο μάς λένε ότι η βία δεν είναι λύση. Κουραφέξαλα. Όταν η φάπα πέφτει σύννεφο, αυτός που τις τρώει ξέρει ότι είναι και παραείναι λύση».
Το διαβάζεις για πολλά βιβλία, αλλά συνήθως είναι υπερβολή: είναι τρόπος τού λέγειν. Και, τέλος πάντων, πολλά από αυτά είναι μεγάλα, οπότε πρακτικά δεν σημαίνει κάτι. Όμως αυτό εδώ το αυθεντικό μυθιστόρημα δρόμου είναι αδύνατον να το αφήσεις από τα χέρια σου και, καθώς δεν ξεπερνά τις 270 σελίδες όλες κι όλες, μπορείς άνετα να τα καταφέρεις: το ξεκαρδιστικό, μελαγχολικό, πικρό, αγαπησιάρικο «Βερολίνο, γεια» διαβάζεται μονορούφι, σαν να ταξιδεύεις με χίλια στην εθνική οδό. Απλώς θα χαθείς από τον κόσμο για κάποιες ώρες, και θα επιβιβαστείς κι εσύ στο Λάντα —στο στραπατσαρισμένο, κλεμμένο, παμβρόμικο Λάντα— του Τσικ και του Μάικ και θα προσπαθήσετε να βρείτε τη Βλαχία, αυτό το απίθανο μέρος που βρίσκεται κάπου: κάπου στο πουθενά.
Διαβάζοντας το βιβλίο, και καθώς από τα μισά ήδη σκεφτόμουν πώς θα προσέγγιζα αυτό το κομμάτι, είχα μία βασική απορία, ή μάλλον ένα ερώτημα που έθετα στον εαυτό μου: αν πρόκειται για ένα εφηβικό μυθιστόρημα που διαβάζεται άνετα από ενήλικες, ή για ένα μυθιστόρημα για ενήλικες στο οποίο πρωταγωνιστούν έφηβοι. Δεν κατέληξα. Ή μάλλον κατέληξα στο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση (αλλά και σε άλλες: στα βιβλία του Ρέι Μπράντμπερι, φέρ’ ειπείν), οι δύο αυτές κατηγορίες γίνονται μία, και εντέλει απαντούν στο ερώτημα καταργώντας το. Ας προστεθεί, επίσης, ότι δεν υπάρχει εν γένει καλό παιδικό ή εφηβικό βιβλίο που να μην μπορεί να το απολαύσει ένας απαιτητικός ενήλικας αναγνώστης: πρόκειται για έναν κανόνα που δεν έχει εξαίρεση, και το αντίθετο του οποίου φυσικά δεν (πρέπει να) ισχύει ποτέ.
Το «Βερολίνο, γεια» είναι το «Στο δρόμο», το «Στάσου πλάι μου» και ο «Φύλακας στη σίκαλη» μαζί, για να αναφέρω τα πρώτα τρία βιβλία που σου έρχονται στο μυαλό (και καθόλου άδικα), μεταφερμένα στη σύγχρονη Γερμανία, στο Βερολίνο, και από εκεί στους επαρχιακούς δρόμους τής ανατολικής Γερμανίας — ο όρος, βέβαια, εδώ είναι καθαρά γεωγραφικός. Ο δειλός, μαζεμένος, ευκατάστατος Μάικ, με την αλκοολική μητέρα που βρίσκεται σε κλινική απεξάρτησης και με έναν πατέρα που τον αφήνει μόνο στο σπίτι για τις τρεις εβδομάδες των σχολικών διακοπών ώστε να τις περάσει με την ερωμένη του, θα περιπλανηθεί με τον Τσικ, τον επίσης δεκατετράχρονο πλην αντισυμβατικό και μυστηριώδη Ρώσο, που κανείς δεν ξέρει τους μετανάστες γονείς του, μα που όλοι ξέρουν, ή έστω υποπτεύονται, πως μαζί με τον αδελφό του κλέβουν αυτοκίνητα, μεταξύ όλων των άλλων εγκληματικών τεχνών που ασκούν. Οι δυο τους, ο Τσικ και ο Μάικ, είναι άλλωστε οι μόνοι από όλη την τάξη που δεν έχει καλέσει στο πάρτι της η όμορφη του σχολείου (ίσως να μην έχει καλέσει και τον χαζό ναζί της τάξης), οπότε δεν έχουν και τίποτε καλύτερο να κάνουν στην πόλη.
Κι έτσι, απλώς μπαίνουν στο Λάντα, βάζουν μπρος ενώνοντας τα χρωματιστά καλώδια κάτω από το βολάν, και φεύγουν.
Στον δρόμο τους θα συναντήσουν πολλούς και χαρακτηριστικούς τύπους, που όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα αφήσουν ανεξίτηλα ίχνη στη μνήμη τους, αλλά ίσως και στο σώμα τους, γιατί είναι μνημειωδώς καλοί — μολονότι όλοι τους είναι εξίσου παράξενοι, αποσυνάγωγοι, μόνοι, περίεργοι (βρόμικοι, γέροι, χοντροί) και, με διάφορους τρόπους, «τρελοί».
Οι δύο έφηβοι θα διασκεδάσουν, θα ερωτευτούν, θα κινδυνεύσουν, θα μαγευτούν, θα ενηλικιωθούν λίγο-λίγο, και θα συνεχίσουν αυτό το μαγικό ταξίδι μέσα μας.
Ο Βόλφγκανγκ Χέρντορφ (1965-2013) άφησε μεγάλο κενό με τον θάνατό του: ένα θάνατο που επέλεξε ο ίδιος, καθώς τα τελευταία χρόνια βασανιζόταν από μία αγιάτρευτη αρρώστια, με πολλούς πόνους.
Η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού είναι συναρπαστική και ολοζώντανη, όπως και το μυθιστόρημα, που θα δούμε το 2016 στον κινηματογράφο από τον σπουδαίο Φατίχ Ακίν. Κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες από τις Εκδόσεις Κριτική.
ΥΓ. Το Κεφάλαιο 36, ίσως το πιο «πολιτικό» όλου του βιβλίου, με τον κομουνιστή σνάιπερ της Βέρμαχτ που σκοτώνει Ρώσους στρατιώτες μέχρι να βγάλει κάλο στο δάχτυλο που πιέζει τη σκανδάλη (το «κρέας» που έστελνε ο εχθρός, οι Σοβιετικοί, στο Ανατολικό Μέτωπο, ίσα πάνω στα πυρά των Γερμανών), είναι συγκλονιστικό.