Η εξίσωση του υπογείου
Απεχθάνομαι την μιζέρια. Όχι μόνο την κοινωνική και την οικονομική, πού τόσα χρόνια τώρα επικρίνω στη δημόσια σφαίρα, αλλά και την προσωπική. Αυτή που βλέπεις να κατακλύζει τους πάντες, να τους καθηλώνει στο έδαφος σαν να ’ναι τραυματισμένα πουλιά, να πλημμυρίζει την ομιλία, τις κινήσεις και το βλέμμα τους. Αυτή που βλέπεις καθημερινά να γεμίζει όλα τα μέρη όπου κινούνται άνθρωποι.
Η νεοελληνική μιζέρια δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο, ούτε σύμπτωμα της Κρίσης. Θυμάμαι πολύ καλά, ακόμα και στις «καλές εποχές», προ δεκαετίας ας πούμε, το small talk στους δρόμους: «Τι κάνεις;», «Ε, ας τα λέμε καλά», ή: «Ε, εδώ, τα ίδια». «Πώς πάνε οι δουλειές;» «Ε, κάθε πέρσι και καλύτερα». Η Κρίση θα μπορούσε, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, να είναι κάλλιστα και σύμπτωμα, απόρροια της μιζέριας. Σε οικονομικούς όρους, αν μη τι άλλο, η μιζέρια προκαλεί εσωστρέφεια στην αγορά, άρα χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, περαιτέρω «φτωχοποίηση» κ.ο.κ.
Η σημερινή κυβέρνηση επένδυσε σε αυτή τη μιζέρια. Ο λαϊκισμός που την έφερε στην εξουσία τσίγκλησε αυτό ακριβώς το στοιχείο, που ήταν και είναι έμφυτο στο συντριπτικό ποσοστό της κοινωνίας μας. Δεν είναι σκοπός του παρόντος να αναλύσουμε τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους οι σοσιαλιστικές ιδέες εξισώνουν τους ανθρώπους προς τα κάτω, αλλά, σε ένα πρώτο επίπεδο, το γιατί είναι πασιφανές: για να πετύχεις ισότητα, εις βάρος της ελευθερίας πάντα, αναγκαστικά θα εξισώσεις προς τα κάτω. Ο ψηλός μπορεί να σκύψει. Ο κοντός, εφόσον δεν έχει κάποια υποστήριξη, κάποιες πλάτες για να στηριχτεί, δεν μπορεί να ψηλώσει. Οπότε, ένα ιδεοληπτικό μόρφωμα που δεν έχει ούτε την πείρα, ούτε τις γνώσεις να δώσει ώθηση στους ανθρώπους προς τα πάνω, αναγκαστικά θα επιλέξει την εύκολη λύση: τη λύση του «σκυψίματος», την εξίσωση όλων μέσα στο υπόγειο.
Ήταν από τα πρώτα σημάδια που φάνηκαν στον ορίζοντα. Ο «λιτός βίος» του Βαρουφάκη, η «ρετσινιά της αριστείας» του Μπαλτά, αργότερα τα «γεμιστά» της Φωτίου, πιο πρόσφατα τα «παξιμάδια» του Θηβαίου. Ένα πλήθος δηλώσεων αναπτέρωσης της μιζέριας, θεοποίησης της κακομοιριάς, ελεγείας του σκυμμένου κεφαλιού, και αναπόφευκτα επένδυσης στην αποστροφή προς την ανάπτυξη, τις τέχνες, τις επιστήμες — εντέλει: προς την ίδια την ελευθερία.
Τα πρώτα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων ήταν, εκτός από τους πολιτικούς αντιπάλους, ανέκαθεν και οι διανοούμενοι, όσοι διακήρυτταν πως μια πιο όμορφη, μια καλύτερη κοινωνία, ήταν εφικτή. Φυσικά, εμείς δεν βιώνουμε τη σκληρότητα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, όχι βέβαια υπό την έννοια άλλων, παλαιότερων και σύγχρονων, ανά την υφήλιο, αλλά ναι: βιώνουμε τούτο εδώ — τον ολοκληρωτισμό της μιζέριας, τον ολοκληρωτισμό ης ισοπέδωσης των θετικών προοπτικών για χάρη των απαισιόδοξων, για χατίρι αυτών που οραματίζονται την κακομοιριά σε όλη τη χώρα, ώστε να κυβερνούν απερίσπαστα και αποδοτικότερα (για τους ίδιους).
Η πρόκληση των νέων γενεών δεν θα είναι μόνο κοινωνικοοικονομική· θα είναι και «ψυχολογική». Θα πρέπει να επανέλθουν η αισιοδοξία, η ελευθερία, η ανάπτυξη, ασφαλώς — αλλά θα πρέπει και να στραφεί ξανά προς τα πάνω το βλέμμα τους. Να έχουν σαν υπόδειγμα κοινωνίες ανεπτυγμένες, και όχι φαντάσματα του παρελθόντος και της διεθνούς απομόνωσης. Να βγουν από τον φαύλο κύκλο της καταστροφολογίας και να σκέφτονται με όρους ανοικοδόμησης.
Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση.