Μπανάνα, γάλα, μέλι

L
Σταύρος Ασθενίδης

Μπανάνα, γάλα, μέλι

Μα δεν φταίω εγώ, δεν ξέρω τι γίνεται και δεν πετυχαίνει, μια βάζω λίγο περισσότερη μπανάνα, φαίνεται, μια το γάλα είναι λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, μια το μέλι θα είναι πιο γλυκό, κάτι δεν κάθεται καλά, κάτι φταίει κι αυτό το πράγμα με παιδεύει, δεν μου κάθεται αυτός ο χυμός, έχει φτάσει Νοέμβριος και δεν μπορώ να τον πετύχω όπως πριν και, διάολε, τρία συστατικά είναι, δεν είναι δα και επιστήμη, μια ώριμη μπανάνα, ένα ποτήρι γάλα με τα λιπαρά του, μια γεμάτη κουταλιά μέλι —θυμαρίσιο θέλει, μην πας και βάλεις άλλο—, χτύπημα καλό και ορίστε, να στο ποτήρι σου το πρωινό στο νησί, εκεί όπου δεν ήθελες τίποτα άλλο κάθε πρωί, κάθε πρωί που ξυπνούσες με τα βλέφαρά σου βαριά από έρωτα, τον έρωτα τον βραδινό, τον πνιχτό ανάμεσα στα όνειρα, ανάμεσα σε αναπνοές γεμάτες αλκοόλ και τσιγάρα, ανάμεσα σε ιδρωμένα και τσαλακωμένα σεντόνια, κάθε πρωί που ξυπνούσες με το κορμί ράθυμο να τεντώνεται αργά-αργά και να έρχεσαι να μου ψιθυρίζεις στο αυτί για πρωινό, πρώτα το πρωινό, και εγώ να γυρεύω το πρωινό φιλί, το πρώτο χάδι της μέρας, και εσύ να μου λες, με μέλι, θέλω το φιλί μου να έχει μέλι, να σου αφήσει το αποτύπωμα από το γάλα στα χείλη και να γευτείς την απαλή σάρκα του φρούτου, του φρούτου, εκεί όπου ενώνεται ο λαιμός με τον ώμο σου θα δαγκώσω τότε, σου έλεγα, αυτόν τον καρπό θέλω για πρωινό, αυτό το πρωινό σού λέω τώρα θέλω, γιατί μόνο έτσι θα πετύχει η συνταγή, μόνο έτσι θα έχει ίδια γεύση με τότε και δεν θα τη χαλάει ούτε το πάπλωμα στο κρύο δωμάτιο, ούτε το ξυπνητήρι, αυτό το ξυπνητήρι που χτυπάει κάθε πρωί και μας καλεί να χαθούμε στην ημέρα της άγευστης πόλης, χωρίς πρωινό, χωρίς μπανάνα, γάλα, μέλι.

[Η φωτογραφία είναι ευγενική παραχώρηση του φίλου Γιάννη Ρουσάκη ].