O καβουντζής

D
Αλέξανδρος Χαρκιολάκης

O καβουντζής

Περιμένοντας την πολυπόθητη αλλαγή της ώρας την Κυριακή τα ξημερώματα, που θα μας επαναφέρει σε παράλληλη (τουλάχιστον) σχέση με την Ευρώπη, και μετά το σοκ και δέος για αρκετούς που γνωρίζω από τα αποτελέσματα των εκλογών της προηγούμενης εβδομάδας, η Πόλη έχει αρχίσει να παίρνει και πάλι τους δικούς της ρυθμούς.

Ας κάνουμε όμως, εισαγωγικά, μια μικρή παρένθεση για τα αποτελέσματα:

Η νίκη του ΑΚΡ ήταν αναμενόμενη· αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο ήταν το εύρος. Αποδείχθηκε ότι οι άνθρωποι προτιμούν να ζουν τις μικρές ζωούλες τους και να κάνουν τις δουλίτσες τους και να ζουν στην ασφάλειά τους με όλα τα συν και τα πλην της πραγματικότητάς τους, παρά να ρισκάρουν για μιαν ακόμη φορά την πιθανότητα ακυβερνησίας. Αποφάσισαν να πάνε με τον σίγουρο νικητή, να αισθανθούν κι αυτοί νικητές για μια βραδιά, και… βλέπουμε. Αν αυτό θα αποδειχτεί σωστή συνταγή, θα το δείξει ο χρόνος. Προσωπικά αμφιβάλλω, αλλά αυτή είναι η πεποίθηση ενός ανθρώπου με κάποιες πολυτέλειες στη ζωή του, και που ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνεται και η κατοχή ενός διαβατηρίου χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ακόμη).

Η καθημερινότητα της Πόλης λοιπόν έχει διάφορους πρωταγωνιστές. Ανάμεσά τους, είναι και όλοι αυτοί οι περιφερόμενοι τύποι στις γειτονιές και τα σοκάκια. Φυσικά δεν είναι κάτι ασυνήθιστο αυτό που περιγράφω για όσους έχουν βιώσει γειτονιές στα χωριά, ή ακόμη και στην Αθήνα, όπου ο παλιατζής περνάει τις Κυριακές και διαλαλεί τις υπηρεσίες του. Η διαφορά με την Πόλη όμως είναι ότι αυτοί οι πλανόδιοι κυκλοφορούν παντού και πουλάνε την πραμάτειά τους (κουλούρια, φρούτα, λουλούδια) ή τις υπηρεσίες τους (παλιατζήδες) και στις πιο ακριβές περιοχές, όπως φέρ’ ειπείν το Νισάντασι.

Ο αγαπημένος μου είναι ο πλανόδιος καβουντζής (καβούν είναι το πεπόνι στα τουρκικά) ή καβουντζού όπως λέγεται στα τούρκικα. Έχει έναν τέτοιον που γυρνάει με το αλογάκι του και την πραμάτεια του, περνάει από τους στενούς δρόμους του Νισάντασι, φτάνει μέχρι το Κουρτουλούς (τα Ταταύλα δηλαδή) και το Φερίκιοϊ και τριγυρνάει μάλλον ένα μεγάλο μέρος του Σίσλι. Ο συγκεκριμένος τύπος έχει μια ωραία, μελωδική φωνή και επαναλαμβάνει διαρκώς την ίδια λέξη, «καβούν, καβούν» για να εμπεδώσεις. Το άλογό του δεν φοβάται τα αυτοκίνητα, κινείται στη δεξιά λωρίδα του δρόμου αργά και νωχελικά, τις ώρες φυσικά που δεν έχει πολλή κίνηση, και περνάει μέσα από τις γειτονιές. Εκεί τον σταματάνε διάφοροι που του κατεβάζουν τα χρήματα με το καλάθι από το παράθυρό τους, κι εκείνος βάζει μέσα τα φρούτα (λίγα-λίγα, για να μη σπάσει το σκοινί από το καλάθι) και τα στέλνει στα επάνω πατώματα των πολυκατοικιών.

Αυτός ο καβουντζής λοιπόν, μία από τις ατραξιόν εδώ της περιοχής, μοιάζει μάλλον με τον ήρωα του πρόσφατου βιβλίου του Παμούκ, το οποίο δεν έχω μεν διαβάσει ακόμη αλλά ξέρω ότι έχει ως ήρωα έναν μποζατζή, δηλαδή αυτόν που πουλάει το ποτό μπόζα στον δρόμο, και που παρατηρεί τις αλλαγές στη Πόλη ανά τα χρόνια. Αλλαγές ιστορικές, ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, αλλαγές συνεχείς που φέρνουν ανακατατάξεις. Ο καβουντζής που βλέπω στον δρόμο υπολογίζω πως είναι περίπου 70 ετών. Έχει δει κι αυτός πολλά στη ζωή του όσα χρόνια κυκλοφορεί στην Πόλη και στους δρόμους των συνοικιών που εξυπηρετεί.

Ομολογώ βέβαια ότι αυτή η μικροϊστορία με συναρπάζει: αυτή η πραγματικότητα ανθρώπων που δεν είναι «σημαντικοί» με την έννοια του ιστορικού γίγνεσθαι, μπορούν να σου πουν πολλά. Αν ο καβουντζής αυτός είναι όπως τον υπολογίζω, εβδομηντάρης, έχει δει να αλλάζει η χώρα του δραματικά και πολλές φορές. Θα ήταν μάλλον παιδάκι όταν τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του ’55 άλλαξαν τη Πόλη, θα ήταν νεαρός όταν έγιναν τα γεγονότα στην Κύπρο και θα έζησε τη στρατιωτική δικτατορία του Κενάν Εβρέν από πρώτο χέρι. Είναι κι αυτός ένας Πολίτης όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, που ζει μια μικρή, ταπεινή ζωή, και που τριγυρνάει ακόμη στους δρόμους του Σίσλι σε αυτή την ηλικία.

Και πιθανώς είναι από αυτούς τους καλοκάγαθους, τους «ανίδεους και τους καλούς ανθρώπους» τους οποίους ο Έλληνας συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης αποθέωσε στη δεύτερη συμφωνία του, για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις ότι εμείς είμαστε μοναδικοί ή διαφορετικοί. Είναι λοιπόν από αυτούς τους καλούς ανθρώπους που την προηγούμενη Κυριακή πήγε και ψήφισε το ΑΚΡ, όχι γιατί πιστεύει στην απολυταρχία, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο θα «έχουμε την ησυχία μας».

Και θα την έχουμε, ναι — αλλά με ποιο τίμημα;