Αναβάλλοντας τη ζωή

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Αναβάλλοντας τη ζωή

Αυτό το κείμενο ξεκίνησε διαφορετικά. Υποτίθεται ότι θα αφορούσε το «θήλυ» από την ανδρική σκοπιά, την ακραία αντίφαση, την επιθυμία και τον φόβο που γεννά η Γυναίκα στον Άνδρα.

Είναι Σάββατο βράδυ και βρίσκομαι σε ένα καφέ σε μια από τις βόρειες γειτονιές της Αθήνας. Μετράω μια εβδομάδα από τη μετακόμιση στο νέο σπίτι και, εξαιτίας της καθυστέρησης μεταφοράς της τηλεφωνικής σύνδεσης, αναγκάζομαι να δουλεύω εκτός σπιτιού. Δεξιά μου βρίσκεται ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας (τα 60 είναι τα νέα 40) και αριστερά δύο κυρίες. Το ζευγάρι συζητά αδιάφορα, με εμφανή τα σημάδια οικειότητας και βαρεμάρας. Σε λίγο, αποφασίζουν να πάνε στο κέντρο για να πάρουν εφημερίδες και φεύγουν. Οι δύο κυρίες δίπλα μου συζητάνε ζωηρά. Είναι και οι δύο περίπου 40-45. Μιλάνε για ματαιωμένες επιθυμίες, όπως, «Ο Π. δεν θα με άφηνε ποτέ να ταξιδέψω μόνη». Η συζήτησή τους αυτή ήταν που έδωσε την αφορμή για το παρόν κείμενο.

Οι άνθρωποι αναβάλλουν για διάφορους λόγους τις υποχρεώσεις τους, αλλά όχι μόνο. Κυρίως αναβάλλουν τα καλά. Το να μπορεί κάποιος να υπηρετεί με συνέπεια τη δυσάρεστη και κοπιώδη πλευρά της καθημερινότητας είναι δύσκολο και απαιτεί συμβιβασμό ή, σωστότερα, αποδοχή και αγάπη των προβλημάτων και των δυσκολιών χάριν της δημιουργικότητας. Πρόκειται για αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζεται «μαζοχισμός». Παραφράζοντας το ρητό του Freud για το ασυνείδητο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μαζοχιστικό modus vivendi αποτελεί τη βασιλική οδό ικανοποίησης της επιθυμίας.

Η ζωή που έχουμε είναι μία, σύντομη και εξαιρετικά ευάλωτη, αλλά αυτό είναι κάτι με το οποίο αποφεύγουμε να αναμετρηθούμε. Έτσι, αναβάλλουμε συνεχώς, όχι μόνο τα δυσάρεστα, αλλά και τα καλά, λες και υπάρχει και άλλη, δεύτερη και τρίτη ζωή, στην οποία θα καταφέρουμε επιτέλους να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες μας και να ζήσουμε τη ζωή μας.

Συχνά, συγχέουμε την επιθυμία με την ανάγκη, ίσως επειδή η ικανοποίηση της ανάγκης δικαιολογείται ευκολότερα σε ηθικό επίπεδο από ό,τι εκείνη της επιθυμίας. Η θρησκεία έχει παίξει σαφώς ρόλο σε αυτό. Η επιθυμία, ειδικά η σωματική, αποτελεί κάτι «κακό» ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια «πολυτέλεια». Η ανάγκη για τροφή, για παράδειγμα, πρέπει να καλύπτεται με λιτό φαγητό. Όταν επιλέγει κάποιος να φάει κάτι ξεχωριστό επειδή το επιθυμεί, αναλαμβάνει η κριτική. Κι αν με το φαγητό η επαφή μας με τον Δυτικό κόσμο μάς έχει βοηθήσει ώστε να αισθανθούμε πιο άνετα και να μπορούμε  να απολαμβάνουμε ξεχωριστά εδέσματα στο πλαίσιο της επιθυμίας για μια καλύτερη ζωή, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα υπόλοιπα.

Εκτός από τις ανάγκες για επιβίωση, υπάρχουν εξίσου σημαντικές ανάγκες —στο πλαίσιο της ψυχικής οικονομίας—  εκπορευόμενες από τα δύσκαμπτα σημεία της προσωπικότητας. Όλα αυτά δηλαδή που συνοψίζουμε στη φράση «κακός εαυτός». Ο «κακός εαυτός» ζητά κι εκείνος την «τροφή» του, η οποία κατά κανόνα παράγεται από τον ετεροπροσδιορισμό και εξασφαλίζεται μέσα από το ατελέσφορο κυνήγι ικανοποίησης των επιθυμιών των άλλων, μετατρέποντας το άτομο σε «χαμαιλέοντα». Στις περιπτώσεις των ανθρώπων με έντονα εξαρτητικά κομμάτια, ο φόβος συχνά φονεύει την επιθυμία εν τη γενέσει της.

Μια άλλη σημαντική τροχοπέδη στην πραγματοποίηση της επιθυμίας είναι και το ότι οι άνθρωποι φοβούνται το καλό. Προτιμούν να το φαντάζονται με εξιδανικευτικούς όρους, παρά να το ζουν. Η εξιδανίκευση προσδίδει ένα είδος «μεγαλείου». «Αν οι άλλοι με άφηναν να… τότε εγώ θα…» — με άλλα λόγια, μπορώ τα πάντα, αλλά με αναστέλλουν οι άλλοι. Εγώ, όμως, είμαι φορέας της «παντοδυναμίας». Επιπλέον, η επιθυμία προσκρούει στην ανάγκη για αποφυγή του μόχθου. Ακόμη και για να κάνει κάποιος μια ερωτική σχέση, χρειάζεται να περάσει τη βάσανο της ανασφάλειας, να μπει στην «κρίση» του Άλλου με όρους σεξουαλικής έλξης.

Εντέλει οι άνθρωποι, αν ξαναζούσαν τη ζωή τους, θα έκαναν τα ίδια λάθη, θα επέλεγαν την ίδια δουλειά, τους ίδιους ανθρώπους. Αυτή η συμφιλίωση, η εξοικείωση με το «λάθος» ως μέρος μιας αναπτυξιακής διαδικασίας απολύτως συνυφασμένης με τη γνώση και τη ζωή, θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα της επιθυμίας. Η αναστολή της επιθυμίας χάριν της ικανοποίησης του ελλείμματος είναι μια άμυνα απέναντι στη ζωή την ίδια, μια μορφή αυτοκαταστροφικότητας. Φυσικά, δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η θρησκεία, ακριβώς επειδή συναρτά την αναστολή της επιθυμίας στο «εδώ και τώρα» με την εξασφάλιση της μακαριότητας στη «ζωή μετά».

Τα ζόμπι έχουν ενδιαφέρον μόνο στις ταινίες. Στη ζωή, είναι τρομακτικά. Η αποστέρηση της επιθυμίας, η (σχεδόν) πλήρης αναστολή της, στερεί από τον άνθρωπο τους χυμούς της ζωής και τον αφήνει ωσεί ζωντανό.

Συνεπής, ίσως, με τα παραπάνω, ανέβαλα κι εγώ να γράψω το κείμενο για το «θήλυ», επιδιώκοντας να αντλήσω μεγαλύτερη απόλαυση από την εξιδανικευτική φαντασίωση ή ακόμη και από την αναβολή της ευχαρίστησης. Η αναβολή της επιθυμίας, άλλωστε, έχει και τα καλά της.

Η πλήρης αναστολή όμως;