Διπολικά Εξάρχεια
«Δεν υπάρχουν Έλληνες, δεν υπάρχουν ξένοι. Υπάρχουν μαθητές τρελοί και ερωτευμένοι», αυτές τις λέξεις έπιανε η ματιά μου, κάθε φορά που περνούσα, βιαστικά συνήθως, έξω από το δημοτικό σχολείο της Ασκληπιού. Ήταν για χρόνια γραμμένο στην εσοχή της κεντρικής πόρτας, σαν καλωσόρισμα προς όλα τα παιδιά της γειτονιάς, Εξαρχείων και Νεαπόλεως, μια υπενθύμιση του ρόλου της εκπαίδευσης σε καιρούς βίαιης απενοχοποίησης του ρατσισμού, σε καιρούς που όλοι μας λίγο-πολύ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ωμή αλήθεια του διπλανού μας. Τα Εξάρχεια τιμούν τον πληθυντικό τους διότι δεν έχουν μόνο μία ταυτότητα, είναι μια γειτονιά δίσημη, εξόχως γοητευτική και μίζερη συνάμα. Όπως το παλίμψηστο, το κείμενο που ήταν γραμμένο πάνω σε περγαμηνή και μετέπειτα επικαλύφθηκε με άλλο κείμενο για να χρησιμοποιηθεί ξανά, εκείνη, ως βάση για τη δημιουργία ενός νεότερου έργου, έτσι και τα Εξάρχεια περιέχουν μέσα τους πολλές διαφορετικές αφηγήσεις του αθηναϊκού αστικού ιστού. Το καταλαβαίνει κανείς όταν περνάει έξω από το σπίτι του Καζαντζάκη, της Λαμπέτη ή του Χατζόπουλου, όταν κοιτάει ψηλά, πίσω από τις μουριές και παρατηρεί τη βαθιά αστικότητα της αρχιτεκτονικής της Καλλιδρομίου. Υπάρχουν πολλά Εξάρχεια, τα Εξάρχεια ως το κατεξοχήν φιλόξενο καταφύγιο για κάθε ξένο μετανάστη και πρόσφυγα που ζητάει βοήθεια, και τα Εξάρχεια του ρατσισμού απέναντι στην κάθε είδους «στολή», είτε πρόκειται για στολή αστυνομικού είτε για «στολή» δημοσιογράφου, πολιτικού ή οποιουδήποτε δημοσίου προσώπου που ο «χώρος» κρίνει ότι πρέπει να του ασκηθεί βία για να μην ξαναδιαβεί το υποτιθέμενο άβατο. Υπάρχουν τα Εξάρχεια που δεν κοιμούνται ποτέ, αυτά που μυούν τον έφηβο από το προάστιο-υπνούπολη στη νυχτερινή ζωή της μητρόπολης, αυτά που ανοίγουν τα μάτια στον ψαρωμένο φοιτητή από την επαρχία που ξαφνικά ανακαλύπτει ένα ολόκληρο σύμπαν γεμάτο άγνωστες μελωδίες, ξεχασμένα βιβλία, ασπρόμαυρα φιλμάκια και διεθνείς γεύσεις. Στα Εξάρχεια ποτέ δεν ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, μπορεί να γίνεις μάρτυρας ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στα πέριξ της Πλατείας ή να δεις ένα ζευγάρι να φιλιέται παθιασμένα πάνω σε ένα παγκάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα να λαμπαδιάζει το οδόστρωμα από τις μολότοφ. Tα Εξάρχεια, έστω και έτσι όπως είναι σήμερα, ιδιοτύπως περιχαρακωμένα, προσφέρουν ένα σπάνιο παράδειγμα αστικής, πολυπολιτισμικής και διαταξικής συμβίωσης. Από τον Μπαγκλαντεσιανό ράφτη μέχρι τις εκκλησιαστικές εκδόσεις, από τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια των καταλήψεων μέχρι τα τρέντι εστιατόρια, από τους μικρούς επαγγελματίες που αλληλοϋποστηρίζονται σαν πραγματική κοινότητα μέχρι τα αστόπαιδα που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τα πατρικά σπίτια των προαστίων, τους ελεύθερους επαγγελματίες που δουλεύουν μέχρι αργά το βράδυ μέχρι τα κορίτσια που ξενυχτάνε άφοβα μέχρι το ξημέρωμα. Το κρίσιμο στοίχημα των Εξαρχείων παραμένει αυτή ακριβώς η συνύπαρξη, και το σύνθημα που δεν έχω δει ακόμα σε κανέναν τοίχο είναι όχι το «Ή εμείς ή αυτοί» αλλά το «Και εμείς και αυτοί».