Μνήμη Helmut Schmidt
Όλοι σήμερα μιλάνε για τη γερμανική ισχύ στην Ευρώπη — για την παντοκρατορία της. Αλλά κανείς δεν συγκρίνει την Γερμανία ως παγκόσμια οικονομική δύναμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποτε, όμως, όχι πολύ μακριά από σήμερα, το πανίσχυρο νόμισμα ήταν το δυτικογερμανικό μάρκο. Οι αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού που υπηρετούσαν στη Δυτική Γερμανία δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τον μισθό του στρατιωτικού και υποχρεώνονταν να κάνουν και δεύτερη δουλειά: έκαναν κυρίως τους οδηγούς ταξί. Η πρώτη και η δεύτερη παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση ανάγκαζαν τους Αμερικανούς να μοιράζουν βενζίνη με το δελτίο, ενώ ο Πρόεδρός τους, Jimmy Carter, έλεγε ότι η οικονομία των ΗΠΑ είναι άρρωστη (παράλληλα, η Μεγάλη Βρετανία βίωνε τη δική της οικονομική κρίση, που κορυφώθηκε τον χειμώνα του 1978-79). Όμως η υπεροχή του δυτικού οικονομικού μοντέλου ήταν αδιαμφισβήτητη. Περήφανο πρότυπο του μοντέλου αυτού ήταν η Δυτική Γερμανία, και ο δυναμισμός της ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Καγκελαρίου της Helmut Schmidt, που πέθανε χθες.
Η Δυτική Γερμανία του οικονομικού θαύματος και της ταχύτατης ανάπτυξης, είχε αφήσει τη θέση της στη Δυτική Γερμανία της ωριμότητας, της χώρας που οδηγούσε με σιγουριά την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα προς την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς — της χώρας που είχε τέτοια αυτοπεποίθηση, ώστε ξεκινούσε τη συζήτηση για αντικατάσταση του πανίσχυρου νομίσματός της από ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Η Γερμανία που είχε αιματοκυλήσει την Ευρώπη δύο φορές μέσα στον 20ό αιώνα δεν υπήρχε πια — αντ’ αυτής υπήρχε πλέον η Δυτική Γερμανία, που ήθελε να επεκτείνει τα οικονομικά της επιτεύγματα και να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή ζώνη καπιταλιστικής ευημερίας.
Προϋπόθεση για την ευημερία αυτή ήταν η ασφάλεια της χώρας ιδίως από τον σοβιετικό επεκτατισμό. Σε μια περίοδο κατά την οποία το κίνημα του μονομερούς αφοπλισμού έφτανε στην κορύφωσή του (κίνημα που είχε χρηματοδοτηθεί, όπως αποδείχτηκε, σε μεγάλο βαθμό από τη Σοβιετική Ένωση), ο Schmidt τολμούσε να δεχτεί την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στο έδαφος της Δυτικής Γερμανίας. Σε μια περίοδο κατά την οποία ο αριστερισμός προωθούσε μια ρομαντική εικόνα για τους «αντάρτες πόλεως» στη Δυτική Γερμανία, όπου η Φράξια του Κόκκινου Στρατού κόντευε να έχει αποδοχή αντίστοιχη της ημέτερης 17Ν, ο Schmidt διέταξε τη δυναμική επέμβαση των ειδικών δυνάμεων κατά των αεροπειρατών της πτήσης 181 της Lufthansa — οι αεροπειρατές ήταν από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αλλά το βασικό τους αίτημα ήταν η απελευθέρωση των φυλακισμένων στελεχών της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού.
Ο πραγματισμός και η αυτοπεποίθηση ήσαν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του Schmidt. Είχε διακριθεί ως Υπουργός των Εσωτερικών στο κρατίδιο του Αμβούργου όταν συντόνισε δυνάμεις του κρατιδίου, αλλά και ομοσπονδιακές, καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, για την επιτυχή αντιμετώπιση της μεγάλης πλημμύρας του 1962. Ήδη από τότε τον χαρακτήριζαν «Macher», αυτό που στα αγγλικά θα λέγαμε «doer»: είχε αποδείξει ότι ήταν ο άνθρωπος που θα διεκπεραίωνε κάθε αποστολή, όσο δύσκολη κι αν ήταν.
Ο Schmidt ήταν υπέρμαχος του κοινωνικού κράτους, αλλά αντιλαμβανόταν καλύτερα από τον καθένα ότι, προκειμένου να διανεμηθεί πλούτος, έπρεπε να αφεθεί η οικονομία να τον παράγει. Η κοινωνική οικονομία της αγοράς, δηλαδή ο συνδυασμός μιας οικονομίας απελευθερωμένης από τον κρατισμό και τη γραφειοκρατία με ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας για όλο τον πληθυσμό, γνώρισε την αποκορύφωσή της κατά τη θητεία του Schmidt στην καγκελαρία (1974-1982). Σε μια περίοδο που μεγάλο μέρος των δυτικών οικονομικών μαστιζόταν από τον στασιμοπληθωρισμό, η γερμανική οικονομία είχε ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά: σχετικά μικρή ανεργία (παρά το ότι ήδη φιλοξενούσε εκατομμύρια μετανάστες) και μικρό πληθωρισμό. Δεν υπήρχε πιο αξιόπιστο νόμισμα από το μάρκο της Δυτικής Γερμανίας εκείνη την περίοδο. Αυτά συνέβαιναν καθώς οι αρχικές επεκτατικές οικονομικές πολιτικές του Schmidt (εξαρχής λιγότερο επεκτατικές από αυτές του προκατόχου του, Willy Brandt) σταδιακά αντικαταστάθηκαν, προς το τέλος της θητείας του, από μείωση των ελλειμμάτων και τάσεις προς ισοσκέλιση του προϋπολογισμού.
Η εξωτερική πολιτική του Schmidt χαρακτηριζόταν από την ίδια αυτοπεποίθηση. Δεν δίσταζε να τα βάζει με τους Αμερικανούς, παρότι δέχτηκε την εγκατάσταση των πυραυλικών συστημάτων στη χώρα του. Δεν φοβόταν να πει τη γνώμη του για τα ανατολικά καθεστώτα, αλλά ούτε και να βρεθεί με τον Μπρέζνιεφ και τον Honecker. Όμως το σημαντικότερο γνώρισμά της ήταν η πλήρης πεποίθηση στο ιδεώδες μιας Ευρώπης που θα ενώνεται όλο και περισσότερο. Οι σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με τη Γαλλία βελτιώθηκαν, ειδικά όσο Πρόεδρος της Γαλλίας ήταν ο d’Estaing, με τον οποίο καθιέρωσαν και τις συναντήσεις κορυφής των ηγετών των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη.
Τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας του, όσο και μετά από αυτήν, ο Schmidt επικρίθηκε για πολλά. Αρκετά μέλη του κόμματός του δεν τον θεωρούσαν αρκετά «αριστερό» — ενώ, από την άλλη, το FDP, που ήταν σύμμαχός του στην κυβέρνηση, επιζητούσε ταχύτερη φιλελευθεροποίηση των πολιτικών του. Τελικώς το FDP αποφάσισε, εν μέση θητεία, να διαλύσει τον εκλογικό συνασπισμό με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Schmidt και να σχηματίσει κυβέρνηση με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα του Helmut Kohl — κάτι πρωτοφανές στη γερμανική πολιτική ζωή. Ο Schmidt έχασε την καγκελαρία, χωρίς να ηττηθεί σε εκλογές. Αλλά, παρά τα σφάλματα που έκανε, άφησε μια χώρα πανίσχυρη: μια χώρα με αυτοπεποίθηση, παρόλο που συνόρευε με το Σιδηρούν Παραπέτασμα, μια χώρα που επρόκειτο επτά μόλις έτη αργότερα να επανενοποιηθεί.
Και ο άνθρωπος αυτός, που ήταν από τους πρώτους που προώθησαν τη μετέπειτα νομισματική ενοποίηση, ήταν άνθρωπος που πατούσε γερά στα πόδια του, ακόμα και όταν οι ιδέες του είχαν μακροπρόθεσμη πολιτική. Σιχαινόταν την επίκληση της λέξης «Vision» (όραμα) — ο Schmidt, ένας από τους εμπνευστές του ευρώ δύο ή τρεις δεκαετίες πριν την υλοποίησή του, όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το όραμά του, έλεγε: «Wer eine Vision hat, der soll zum Arzt gehen»: όποιος έχει όραμα, πρέπει να επισκεφθεί τον γιατρό.