Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [5]
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΚΡΕΙΣ (LOOKING FOR GRACE), Sue Brooks (Αυστραλία, 2015, 97΄)
Ξεκινά με αθώο τρόπο: δυο κορίτσια στον δρόμο, η Γκρέις και η Σαπφώ, συναντούν τον Τζέιμι, έναν συμπαθητικό τύπο με μια εσάνς επαναστάτη-χωρίς-αιτία. Η Γκρέις τον γουστάρει. Η σκηνοθέτης Σου Μπρουκς στήνει ένα ερωτικό παιχνίδι, μια λεπτή κατασκευή ενθουσιασμού και ερωτικής έντασης. Ακολουθούμε την Γκρέις στο πρώτο της χάδι, το πρώτο της φιλί, την πρώτη σεξουαλική επαφή, και την πρώτη αυταπάτη της. Και τότε, ξαφνικά, εξαφανίζεται. Και εγείρονται ερωτήματα: πού να πήγε και γιατί βρισκόταν στον δρόμο εξαρχής; Όπως και στο παλαιότερο φιλμ της, «Road to Nhill» (Χρυσός Αλέξανδρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), η Μπρουκς χρησιμοποιεί το αυστραλιανό τοπίο για την εικαστική του ομορφιά, αλλά εδώ το χρησιμοποιεί, επίσης, για να εκθέσει τις αδυναμίες και τα μυστικά των χαρακτήρων της. Η σκηνοθέτις δημιουργεί μια τοπογραφία της μοναξιάς και της μετατόπισης που συμπληρώνεται από ένα νέο καστ χαρακτήρων μετά την εξαφάνιση της Γκρέις, συμπεριλαμβανομένων των γονέων της. Υπό το πρόσχημα μιας αφήγησης μυστηρίου για το κορίτσι που εξαφανίστηκε, το φιλμ αποδομεί τις αξίες και την επιπολαιότητα της μεσαίας τάξης (η επιρροή εδώ είναι το αριστουργηματικό «Short Cuts» του Ρόμπερτ Όλτμαν). Οι χαρακτήρες είναι συναισθηματικά ανάπηροι: σε μια πολύ αστεία σκηνή, το σώμα του μπαμπά τον προδίδει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ενώ προσπαθεί να απατήσει τη μαμά. Αυτοί οι γονείς δεν είναι πρότυπα προς μίμηση. Η Μπρουκς φαίνεται να λέει ότι δεν είναι περισσότερο ώριμοι από την παρορμητική κόρη τους, η οποία ομολογεί σε ένα σημείο: «Το έγκλημά μου είναι ότι είμαι νέα». Η κύρια απογοήτευση στο «Αναζητώντας την Γκρέις» είναι το φινάλε, που αντικαθιστά το αντίστοιχο του Όλτμαν με κάτι που θυμίζει τα τελευταία έργα του Κισλόφσκι. Στο τέλος, η ταινία γίνεται πολύ συντηρητική: υπάρχει ένα τίμημα για την κατάρα της νιότης. Στο σημείο αυτό το κοινό δεν συμπάσχει πλέον με τους χαρακτήρες, δεν αισθάνεται πια την τραγωδία τους. Δεν θα ήταν καλύτερα να είχαν αφεθεί να πάνε όπου τους βγάλει ο δρόμος, ακόμα κι αν αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά;
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ (COMOARA / THE TREASURE), Corneliu Porumboiu (Ρουμανία-Γαλλία, 2015, 89΄)
Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου είναι γενικά ο χιουμορίστας της ρουμανικής νουβέλ βαγκ, καθώς και ένας πολύ συνεπής και φορμαλιστικά αυστηρός σκηνοθέτης. Χρησιμοποιώντας αργό ρυθμό, μακριά πλάνα και μη επαγγελματίες ηθοποιούς, διερευνά τις ρωγμές στη ρουμανική κοινωνία μέσα από φαινομενικά απλές ιστορίες μέσων ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με κοινότοπα αλλά περιέργως ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο Πορουμπόιου δεν υπερβάλλει, παρατηρεί απλά, και αυτό είναι αρκετό για να αναδειχθεί το φαρσικό στοιχείο της καθημερινής ζωής. Η τελευταία ταινία του με τίτλο «Ο Θησαυρός» επικεντρώνεται στον Κόστι, έναν σύζυγο και πατέρα με μια βαρετή δουλειά. Μια μέρα, ο πρόσφατα άνεργος γείτονας του Κόστι, ο Αντριάν, ζητά να δανειστεί χρήματα. Ο Κόστι επιμένει ότι ίσα που τα βγάζει πέρα και δεν μπορεί να βοηθήσει, αλλά το ενδιαφέρον του ξυπνά όταν ο Αντριάν αποκαλύπτει ότι θέλει τα χρήματα για να πληρώσει για έναν ανιχνευτή μετάλλων. Ο Αντριάν εξηγεί ότι ο παππούς του είχε θάψει ένα θησαυρό πριν από τη σοβιετική κατοχή τη δεκαετία του ’40 και ότι τα λάφυρα βρίσκονται ακόμα θαμμένα κάπου στον κήπο του σπιτιού της οικογένειάς του. Γοητευμένος από την παράξενη ιστορία, και με το μέχρι χθες αδρανοποιημένο πνεύμα της περιπέτειας να ξυπνά (ο Πορουμπόιου τον δείχνει να διαβάζει στον γιο του ιστορίες του Ρομπέν των Δασών για να κοιμηθεί) ο Κόστι μαζεύει τα λεφτά, κάνει κοπάνα από τη δουλειά και πηγαίνει μαζί με τον Αντριάν στο παλιό πατρικό του. Εκεί, τους βρίσκει ο τύπος με τον ανιχνευτή μετάλλων, ο Κορνέλ, που δεν φαίνεται όμως να ξέρει καν πώς λειτουργεί η συσκευή. Καθώς σαρώνουν τον κήπο, σύντομα γίνεται εμφανές ότι ο Κορνέλ δεν ξέρει να διαβάζει τα δεδομένα που δείχνει το μηχάνημα, το οποίο είναι τόσο ευαίσθητο σε κάθε ίχνος μετάλλου στο έδαφος που «βαράει» σχεδόν συνεχώς. Παρ’ όλα αυτά, οι άντρες επιμένουν, ελπίζοντας ότι ένα από τα αναρίθμητα μπιπ θα είναι η τύχη τους και ο χαμένος θησαυρός. Για τουλάχιστον το ένα τρίτο της ταινίας ο Πορουμπόιου βυθίζει τον θεατή σ’ αυτή την επίμονη και απελπισμένη αναζήτηση, η οποία είναι ταυτόχρονα μια άσκηση στη βασανιστική αγωνία και ένα μακρύ, αριστοτεχνικό γκαγκ. Και, καθώς η νύχτα πέφτει, ενώ οι τρεις άντρες συνεχίζουν να σκάβουν μάταια στον κήπο με μια λάμπα, η αναζήτησή τους γίνεται ένα ακούσιο ταξίδι πίσω στην ιστορία της Ρουμανίας, μια αναζήτηση για το τι υπάρχει θαμμένο κάτω από δεκαετίες απογοήτευσης, δικτατορίας και πολέμου.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ (RAK TI KHON KAEN / CEMETERY OF SPLENDOUR), Apichatpong Weerasethakul (Ταϊλάνδη - Ηνωμένο Βασίλειο - Γαλλία - Γερμανία - Μαλαισία, 2015, 122΄)
Στη μέση περίπου του «Νεκροταφείου της δόξας», η Τζεν επισκέπτεται το Ιερό όπου λατρεύονται οι Δύο Θεές παρέα με τον Αμερικανό σύζυγό της, για να προσφέρουν τάματα: η Τζεν προσφέρει στις θεές ένα μικρό αναθηματικό τσίτα για να ευλογήσουν το πόδι της, έναν πίθηκο για τα χέρια της και μια τίγρη για τον καινούριο γιο της, τον Ίτ, έναν από τους στρατιώτες που έχουν μολυνθεί από μια μυστηριώδη μάστιγα που τους βυθίζει σε μόνιμο ύπνο και του οποίου τη φροντίδα έχει αναλάβει η Τζεν. «Έχουμε καινούριο γιο;» διερωτάται ο σύζυγός της. «Ναι, είναι καλός άνθρωπος. Υπηρετεί το έθνος», λέει αυτή. «Είσαι ξένος, δεν θα το καταλάβεις, λατρεία». Κι όμως, αν διαβάσετε τις διεθνείς κριτικές για το φιλμ του Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν, όλοι σχεδόν οι ξένοι το κατάλαβαν. Σχεδόν σύσσωμη η κριτική κατάλαβε το χιούμορ και τον κομψό φορμαλισμό του φιλμ, την αθόρυβη κατάρρευση των ορίων που χωρίζουν την αλήθεια από τη φιξιόν, το όνειρο από την πραγματικότητα, τη μνήμη από την ιστορία, την επιστημονική φαντασία από τη δεισιδαιμονία. Οι ξένοι κατάλαβαν την υπνωτική ομορφιά που αναδύεται από τη θλίψη ενός σκισμένου ημερολογίου που βρέθηκε σ’ ένα ερημικό αγροτικό νοσοκομείο. Και κατάλαβαν ότι κάθε ταινία του Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν είναι μια διάθλαση των άλλων ταινιών του, μια παιχνιδιάρικη συνειρμική επαναδιαπραγμάτευση των φόβων του, των εμμονών του, των παρορμήσεών του, της παιδική του ηλικίας, των ψευδαισθήσεων και των ελπίδων του. Στο «Νεκροταφείο της δόξας», η διάλυση του τείχους που χωρίζει την εικόνα από τη ζωή και τον κινηματογράφο από την αλήθεια είναι τόσο πλήρης, ώστε το φιλμ δεν είναι «μία από τα ίδια»: ο σκηνοθέτης φτάνει την υψηλή αισθητική του σε μια ώριμη κορύφωση. Πέραν αυτών, υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, ένα ακόμη υπόγειο ρεύμα που, για μένα, διακρίνει την τελευταία ταινία του Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν από τις προηγούμενές του: η ισχυρή, αλάνθαστη αίσθηση του «κοινωνικώς επείγοντος» που γεμίζει σχεδόν κάθε καρέ της ταινίας. Το «Νεκροταφείο της δόξας», που φαίνεται να τοποθετείται σε μια αρχέγονη σφαίρα έξω από τον χρόνο, είναι στην ουσία μια ταινία απολύτως παροντική, τωρινή: συμβαίνει μετά το πραξικόπημα στην Ταϊλάνδη και την εγκαθίδρυση μιας ακόμη στρατιωτικής χούντας, εξ ου και το φιλμ μοιάζει με εφιάλτη από τον οποίο παλεύεις να ξυπνήσεις. Τοποθετείται επίσης σε ένα μέρος οργουελικού παραλογισμού, όπου η πολιτική έκφραση έχει απαγορευτεί, ένα ποιητής δολοφονείται και οι καλλιτέχνες απειλούνται, φυλακίζονται. Εν μέσω αινιγματικών αναμνήσεων και γνήσιας ομορφιάς, το «Νεκροταφείο της δόξας» είναι η πρώτη ταινία από την Ταϊλάνδη που ανταποκρίνεται πλήρως στην πολιτική, προσωπική και ιστορική αβεβαιότητα που διακρίνει τη χώρα μετά την πρόσφατη χούντα. Το πιο εκπληκτικό είναι ότι αυτή η σκοτεινή προφητεία είναι γυρισμένη με τον ευγενέστερο και πιο πολιτισμένο, πιο φινετσάτο και πιο θαρραλέο τρόπο. Είναι αλήθεια ότι οι ταινίες του Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν πάντα διέθεταν ένα υπόστρωμα ανατρεπτικής έντασης ακριβώς κάτω από την επιφανειακή ηρεμία: η συνοριακή διαμάχη Ταϊλάνδης-Βιρμανίας στο «Για πάντα δικός σου», ένας κρυφός γκέι έρωτας στην «Τροπική ασθένεια», το κομουνιστικό παρελθόν του ταϊλανδέζικου Βορρά στο «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του». Αυτή η τριβή μεταξύ ηρεμίας και άγχους, μεταξύ ευδαιμονίας και πόνου, είναι ένα στοιχείο που δίνει στο έργο του μια αιθέρια ομορφιά. Στην τωρινή ταινία, αυτή η ένταση είναι αυξημένη, καθώς η ατμόσφαιρα της κοινωνικής καταστολής αναδεικνύεται γλαφυρότατα μέσα στο ονειρικό σύμπαν που έστησε ο σκηνοθέτης. Ο συμβολισμός, το χιούμορ και η ειρωνεία συνδυάζονται με μια διαυγή αντίληψη του δυσοίωνου παρόντος της Ταϊλάνδης. Η κεντρική μεταφορά γύρω από την οποία αρθρώνεται το «Νεκροταφείο της δόξας» είναι η εξής: ενώ οι στρατιώτες κοιμούνται, οι ψυχές τους έχουν φύγει από το σώμα τους και έχουν πάει να πολεμήσουν σ’ έναν αόρατο πόλεμο μεταξύ πανάρχαιων βασιλιάδων. Αυτός ο μύθος, τον οποίο αφηγούνται στην Τζεν οι Δύο Θεές, έχει τις ρίζες του στην αρχέγονη ιστορία, αλλά επίσης ακουμπά και στη σύγχρονη Ταϊλάνδη, όπου ο ρόλος του στρατού και της μοναρχίας έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις (και πολλές διώξεις). Αν ο «Θείος Μπούνμι» κάνει μια αναφορά στα ιστορικά τραύματα του βόρειου μέρους της χώρας από την κομουνιστική εποχή, η τωρινή ταινία συλλογίζεται το βαθύτερο πρόβλημα της εθνικής κληρονομιάς, ειδικά την προπαγάνδα περί οικοδόμησης του έθνους: οι επίσημοι πυλώνες («έθνος, θρησκεία, μοναρχία») οπτικοποιούνται με μερικά πλάνα του σχολείου που έχει γίνει νοσοκομείο, ένα προπύργιο της μάθησης που έχει μετατραπεί σε εργαστήριο της λήθης. Καθώς η Τζεν και ο Ιτ, ένας στρατιώτης που μόλις ξύπνησε από μακρύ ύπνο, τρώνε στο κυλικείο του νοσοκομείου, το γιγαντιαίο πορτρέτο ενός στρατηγού καλύπτει έναν ολόκληρο τοίχο. Πρόκειται για τον στρατάρχη Θαναράτ, έναν περιβόητο δικτάτορα τύπου Φράνκο που κυβέρνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η αποκρουστική σκιά του οποίου εξακολουθεί να πλανάται σε κάθε μεταγενέστερο πραξικόπημα. Την τωρινή χούντα, διάδοχο μιας μακράς σειράς δικτατοριών, ειρωνεύεται ίσως και η εύθυμη αποστροφή της Τζεν για την οποία μιλήσαμε στην αρχή: «Είσαι ξένος, δεν θα το καταλάβεις, λατρεία». Αυτό λέει κάθε χούντα όταν της κάνει κριτική το BBC, το CNN, οι New York Times ή ο Guardian. Σε ένα επίπεδο, η ατάκα της Τζεν χλευάζει το φαινόμενο του άκρατου εθνικισμού, αλλά κοροϊδεύει επίσης την ψευδή αίσθηση περί «εξαιρετικότητας», περί εθνικής «ιδιαιτερότητας», που προωθείται από όλες τις συντηρητικές, απολυταρχικές κυβερνήσεις. Ψευδή γιατί κανένα κράτος δεν είναι τόσο μοναδικό ώστε να καθίσταται αδύνατο για τους ξένους να «καταλάβουν» την κατάστασή του — αυτό το λέει μόνο όποιος θέλει να ακυρώσει εκ των προτέρων οποιαδήποτε έξωθεν κριτική. Αυτό το απλό αστείο έχει ίσως κι άλλο ένα πικρό υπόστρωμα: ο Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν κατηγορείται συχνά από την ταϊλανδέζικη προπαγάνδα ότι κάνει δύσκολες ταινίες για να ευχαριστήσει τους ξένους, ταινίες που δεν αφορούν τους ανθρώπους της Ταϊλάνδης, που δεν τις καταλαβαίνουν (ας θυμηθούμε τι άκουγε εδώ σε μας ο Τεό). Η ειρωνεία είναι οδυνηρή, διότι οι Ταϊλανδοί είναι ακριβώς αυτοί που μπορούν να καταλάβουν τις βαθύτερες αποχρώσεις των ταινιών του σκηνοθέτη: στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι του πατρίδας του, οι «φτωχοί» και «υπανάπτυκτοι», είναι αυτοί που θα κατανοήσουν καλύτερα τα αστεία, τους μύθους, τους υπαινιγμούς, τα πάντα (ενώ εμείς οι ξένοι, για να καταλάβουμε, βασιζόμαστε στους υπότιτλους και στο διάβασμα κριτικών προσεγγίσεων που αναδεικνύουν πλευρές του έργου). Δεν είναι θέμα εθνικής «ιδιαιτερότητας» — απλώς το «Νεκροταφείο της δόξας» είναι ένα σινεμά που αντλεί το πνεύμα του από το υγρό χώμα και τον πυκνό αέρα, από τη γη και το άρωμα της Ταϊλάνδης, της χώρας στην οποία μάλλον δεν θα προβληθεί ποτέ… Ωστόσο, το να διαβάσουμε την ταινία εστιάζοντας δυσανάλογα στην κοινωνικοπολιτική της πλευρά θα ήταν λάθος, θα χάναμε την αληθινή ιδιοφυία της. Το «Νεκροταφείο της δόξας» βασίζεται πολύ στην πραγματική ιστορία της ζωής της πρωταγωνίστριας, της Τζεν. Ο Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν τής ζήτησε να καταγράψει την παιδική της ηλικία και τις αναμνήσεις της, από τη στιγμή που πρωτοείδε τον πόλεμο στο χωριό της πριν από 40 χρόνια μέχρι την πρόσφατη ερωτική της περιπέτεια μ’ έναν Αμερικανό στρατιώτη, καθώς και το τραύμα με το χωλό πόδι της: όλες αυτές οι λεπτομέρειες αναμειγνύονται με τις αναμνήσεις του ίδιου του σκηνοθέτη μέσα στο στόρι της ταινίας. Κι εδώ έρχεται η πραγματική μάχη, στα βάθη του υποσυνείδητου: οι προσωπικές αναμνήσεις, η ελευθερία τού να θυμάσαι, η βούληση να ανοίξεις τα μάτια σου και να ξυπνήσεις, ο πόνος της Τζεν και το παρελθόν του Απίτσατπονγκ — όλα αυτά στέκονται όρθια και αντιπαλεύουν απέναντι στο πλύσιμο εγκεφάλου και τον εθνικό υπνωτισμό του καθεστώτος: το «έθνος-θρησκεία-μοναρχία», την εικονογραφία της εξουσίας, τα μιλιταριστικά τραγούδια που ακούγονται στο νοσοκομείο, τις πινακίδες με τα ηθικολογικά μηνύματα που είναι καρφωμένες πάνω στα δέντρα του δάσος. Το «Νεκροταφείο της δόξας» είναι μια ευγενής και φινετσάτη κραυγή μάχης που συνεγείρει την προσωπική μας συνείδηση για να πολεμήσει ενάντια στα σκληρά, ολοκληρωτικά, απολυταρχικά δόγματα. Το τελευταίο πλάνο συνοψίζει το φιλμ πολύ όμορφα. Προτείνει επίσης ότι οι αγώνες πρέπει να συνεχιστούν. Καθώς συνεχίζεται το σκάψιμο στους τάφους του παρελθόντος, η Τζεν επιμένει να ανοίξει τα μάτια της για να δει το παρόν. Τα όνειρα είναι υπέροχα, αλλά μόνο όταν ξυπνάμε από το νεκροταφείο (εδώ, εκεί και παντού) μπορούμε να αντιληφθούμε το αληθινό φως της δόξας.