Ελέω Θεού
Οι θεσμοί αποτελούν φορέα του νοήματος. Αυτοί δίνουν το περιεχόμενο στο κοινωνικό γεγονός και διαμεσολαβούν τη σχέση του ατόμου με την εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα. Η αντίδρασή μας στα γεγονότα καθορίζεται εν πολλοίς από αυτό που ονομάζεται «ατομική ταυτότητα». Κατά τη διαδικασία επεξεργασίας και κατανόησης ενός γεγονότος, το άτομο δέχεται κοινωνικές και θεσμικές επιδράσεις. Οι τελευταίες μάλιστα είναι τόσο ισχυρές, σε βαθμό που να συν-διαμορφώνουν το νόημα.
Επιχειρώντας να θέσουμε ένα πλαίσιο για αυτή τη διαδικασία, θα λέγαμε ότι η κοινωνία επιθυμεί, ο θεσμός νοηματοδοτεί και η εξουσία επιβάλλει τον νόμο. Τι γίνεται όμως όταν η εξουσία δυσκολεύεται να επιτελέσει το έργο της; Ο νόμος μένει «γράμμα κενό», όπως ένας πατέρας που, ενώ θεωρητικά έχει τον πατρικό ρόλο, στερείται περιεχομένου, με αποτέλεσμα να περιφέρεται στην οικογένεια ωσεί παρών. Για να εκπληρώνει τον ρόλο του ως πατέρας, πρέπει και οι άλλοι να τον αναγνωρίζουν ως τέτοιο, οι σχέσεις να καθορίζονται από αυτή τη νοηματοδότηση και τα άτομα να συμπεριφέρονται ανάλογα. Έτσι, η οικογένεια, θα γίνει ένα θεσμικό περιβάλλον με δυνατότητες και απαγορεύσεις και θα επιτρέψει στα μέλη της να κατευθύνουν την επιθυμία τους με τέτοιο τρόπο, ώστε η δράση τους να επιφέρει την αυτονόμηση και την αυτοπραγμάτωση. Ο πατέρας, ως εκφραστής του Νόμου, είναι απαραίτητος για την οικογένεια — ο θεσμός της οικογένειας όμως, είναι πάνω από τον πατέρα.
Η εξουσία έχει την ευθύνη της διαμόρφωσης των νόμων και της υπεράσπισης των θεσμών, προκειμένου να εφαρμόζονται οι νόμοι και να πληρούνται οι όροι για αυτό που ονομάζουμε «κράτος δικαίου». Όταν η εξουσία αλώνει τους θεσμούς (προκειμένου να εξασφαλίσει τη μακροημέρευσή της), γίνεται αυτοσκοπός, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των θεσμών και τη συνακόλουθη απουσία ή στρέβλωση του νοήματος. Συγχρόνως τα άτομα, ως μέλη της κοινωνίας, επιθυμούν. Ο ρόλος του νόμου είναι να οριοθετεί αυτή την επιθυμία, προκειμένου να προασπίσει τις ατομικές ελευθερίες, ενώ οι θεσμοί παρέχουν στα άτομα το κίνητρο ώστε να μπορέσουν να συμφιλιωθούν με την οριοθέτηση. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να προσπαθεί κάποιος να αποφύγει να βλάψει τον άλλο, αν μέσα από αυτή την απαγόρευση δεν κερδίζει κάτι μεγαλύτερο: την εξασφάλιση ότι ζει σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
Οι θεσμοί είναι πάνω από τον εκάστοτε πολιτικό άρχοντα. Φυσικό είναι να γεννούν ασυνείδητα τον φθόνο. Έτσι, πολλοί ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι επιχειρούν κατά καιρούς να «ανασκολοπίσουν» τους θεσμούς προς ίδιον όφελος. Σε ασυνείδητο επίπεδο, μιλάμε για παντοδυναμικές καταστάσεις. Αυτά βέβαια πάντα συνέβαιναν, παντού — και στη χώρα μας. Πολλοί ήσαν εκείνοι που, κατά το παρελθόν, διέβαλαν, χρησιμοποίησαν, σάρωσαν τους θεσμούς, προκειμένου να εξυπηρετήσουν προσωπικές στρατηγικές και επιδιώξεις. Η διαφορά με εκείνους που το κάνουν τώρα είναι ότι κατά το παρελθόν ξέραμε ποιο είναι το «σωστό». Τώρα, «σωστό» δεν υπάρχει. Είναι τέτοια η καταβαράθρωση των θεσμών, που το νόημα απουσιάζει, δεν είναι απλά στρεβλό ή ανολοκλήρωτο.
Στην παρούσα συγκυρία, αυτό που ζούμε, είναι η πλήρης εργαλειοποίηση των θεσμών με τον πιο απροκάλυπτο και κυνικό τρόπο, προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροημέρευση της εξουσίας των κυβερνώντων — κάτι που ναι μεν έχουμε ξαναζήσει στο παρελθόν, μα που πρώτη φορά γίνεται υπό συνθήκες κοινωνικής ύπνωσης. Η κοινωνία αφήνεται στην ανεξέλεγκτη ενστικτώδη επιθυμία, όπου η αλληλεπίδραση με τα άτομα ενισχύει τον φανατισμό και εντείνει την απουσία νοήματος. Επικρατεί η απόρριψη του διαφορετικού, η ενοχοποίησή του. Παύει να υφίσταται στη συνείδηση των ατόμων το κέρδος από τη συνύπαρξη με τον Άλλο. Ο ολοκληρωτισμός, η ανάγκη για κυριαρχία, όλα αυτά τα άσχημα πράγματα, ενυπάρχουν σε όλους μας. Αυτό που τα μεταστρέφει, πέρα από την προσωπική στόφα καθενός, είναι η θεσμική επίδραση και νοηματοδότηση.
Οι θεσμοί διαμεσολαβούν, επιτρέπου, τη διαλεκτική εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας με όρους συνύπαρξης, σεβασμού, κέρδους. Εγγυώνται την ικανοποίηση των αναγκών των ατόμων για εξάρτηση, ασφάλεια, δικαιοσύνη, ευημερία, δίνουν περιεχόμενο στον νόμο και προσφέρουν στους πολίτες νόημα για την κοινωνική τους συνύπαρξη. Το άτομο μπορεί να αντέξει τη διαφορετικότητα μόνο σε ένα μικρό βαθμό — κι αυτό με πολύ κόπο. Οι θεσμοί επιτυγχάνουν κάτι που η κοινωνία και η εξουσία αδυνατούν: αντέχουν το Άλλο, το ολότελα διαφορετικό, τον κάθε ένα σε όλο το φάσμα της διαφορετικότητάς του, και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Στον Δυτικό κόσμο, οι θεσμοί εξελίσσονται μέσα από τις διαδικασίες αμφισβήτησής τους. Και είναι αυτό ακριβώς που τον διαφοροποιεί: η αμφισβήτηση των θεσμών ως εξελικτική διαδικασία.
Η εξουσία χωρίς θεσμικό περιεχόμενο είναι μια πολύ επικίνδυνη, οπισθοδρομική κατάσταση. Δυστυχώς, τον τελευταίο χρόνο, διαπιστώνεται μια συστηματική προσπάθεια άλωσης των θεσμών, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η εξουσία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Ίσως η παντοδυναμική του φαντασίωση είναι να γίνει ένας σύγχρονος «ελέω Θεού βασιλεύς». Το εντυπωσιακό είναι η πρωτοφανής αδυναμία υπεράσπισης των θεσμών από τα πρόσωπα που τους υπηρετούν και τις κοινωνικές ομάδες που αναγνωρίζουν τη συμβολή τους. Η αδυναμία υπεράσπισης των θεσμών επιταχύνει την ολοκλήρωση της «επεκτατικής» πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα. Οι άνθρωποι αντιδρούν στα γεγονότα χωρίς να μπορούν να τα σκεφτούν. Μετατρεπόμαστε έτσι, ανεπαισθήτως, σε μια κατ’ επίφαση κοινωνία, στην οποία επικρατεί η ενστικτώδης επιθυμία και απουσιάζει ο Λόγος, το περιεχόμενο του νοήματος.
Αν υπάρχει ένας αγώνας που πρέπει να δοθεί αυτή την εποχή, τώρα, δεν είναι για την ανάπτυξη και την οικονομία, αλλά για τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου.