Το κράτος των «δικαστών»
Το φιλμ «Dredd» ωθεί τη σκυθρωπή κρυπτοφασιστική σοβαρότητα άλλων ταινιών με υπερήρωες (όπως το «The Dark Night Rises») στη λογική της απόληξη· και το κάνει χωρίς να προσπαθεί καν να διασκεδάσει ή να ελαφρύνει τη μακιαβελική του αντίληψη περί realpolitik. Είναι ένα φιλμ τόσο απόλυτα κυνικό, τόσο έντονα και άσχημα βίαιο, που είναι σχεδόν αξιοθαύμαστα κακό. Σχεδόν.
Με ορμητήριο τα Δικαστήρια, έναν ουρανοξύστη διακοσμημένο με έναν φασίζοντα αετό από νέον, ο δικαστής Ντρεντ (Καρλ Ούρμπαν) και οι συνάδελφοί του «δικαστές» περιπολούν τους αυτοκινητόδρομος και τις φτωχογειτονιές της Μέγκα Σίτι Ένα, μιας γιγαντιαίας μητρόπολης που εκτείνεται από τη σημερινή Ουάσινγκτον μέχρι τη Βοστόνη. Τη δυστοπία που φαντάζεται το φιλμ την έχουμε ξαναδεί στο σινεμά: ένα χαλαρό δίκτυο από εμπορικά κέντρα γεμάτα σκουπίδια και στη θέση των πολιτών μια ιδρωμένη μάζα παχύσαρκων που έχουν πλήρως υποταχθεί και εξαθλιωθεί. ’Ντάξει, οργουελικό. Αλλά το φιλμ «Dredd» είναι τόσο χυδαίο, που νομίζεις ότι είναι ακριβώς ο τύπος ταινίας με την οποία ένα οργουελικό καθεστώς θα τάιζε τους υπηκόους του. Το ναρκωτικό της μόδας (πάντα υπάρχει ναρκωτικό στις δυστοπίες) ονομάζεται «Slo-Mo» (αργή κίνηση) και είναι μια εισπνεόμενη ουσία που επηρεάζει την αίσθηση του χρήστη για τον χρόνο, επιτρέποντας στο φιλμ να βρει μια επιφανειακή δικαιολογία για τις σκηνές βίας à la Matrix και επιτρέποντας στον σκηνοθέτη Πιτ Τράβις (δεν τον ξέρω) να παίξει λίγο πιτσιλίζοντας την οθόνη με σπασμένα γυαλιά και αίμα.
Λαμβάνοντας μια κλήση να ερευνήσει μια τριπλή δολοφονία, ο Ντρεντ και η μαθητευόμενη βοηθός του (που, ω του θαύματος, διαβάζει και το μυαλό!) καταλήγουν να ταμπουρωθούν σε μια πολυκατοικία 200 ορόφων που ελέγχεται από την τρομερή Μάμα (μια αρχιγκάνγκστερ και έμπορο ναρκωτικών). Το φιλμ παρακολουθεί τον Ντρεντ και τη συνεργάτιδά του καθώς πολεμούν να φτάσουν στο ρετιρέ, όπου βρίσκεται η Μάμα, σκοτώνοντας στον δρόμο μιλιούνια κακούς και κάνοντας και μια απόπειρα να πάρουν με το μέρος τους, να οργανώσουν και να κινητοποιήσουν τους «ουδέτερους» κατοίκους της πολυκατοικίας (μια δεξιά, ολοκληρωτική εκδοχή του έξοχου «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» του Φρεντ Τσίνεμαν).
Το φιλμ «Dredd» είναι εκπληκτικά δυσάρεστο στην παρακολούθηση, χωρίς την ελάχιστη σατιρική διάθεση που χαρακτηρίζει άλλα φιλμ του είδους (ακόμη και το παλιότερο φιλμ με τον Σιλβέστερ Σταλόνε ως δικαστή Ντρεντ). Όπως και ο ίδιος ο Ντρεντ, έτσι και το φιλμ, ποτέ δεν μειδιά, ποτέ δεν χαμογελάει (ο Καρλ Ούρμπαν φοράει ένα κράνος που κρύβει το ομολογουμένως όμορφο πρόσωπό του σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αναιρώντας εν τοις πράγμασι την πιθανότητα χτισίματος ενός ρόλου). Το φιλμ αναπαράγει μία στρεβλή και ιστορικά καταδικασμένη αντίληψη περί του νόμου ως εκδικητή-τιμωρού και ούτε καν διανοείται την πιθανή κριτική: οι ελεεινά βίαιες τακτικές του Ντρεντ δεν αμφισβητούνται. Ακόμη και όταν η βοηθός του τον επιπλήττει που βασανίζει αλύπητα έναν ανυπεράσπιστο, αλυσοδεμένο ύποπτο, ο σκηνοθέτης έχει στήσει έτσι τη σκηνή που μάλλον μας καλεί να απολαύσουμε το ξυλίκι.
Ο Ντρεντ είναι ένα ηθικό τέρας, ιδεολογικά φορτισμένο μέχρι αηδίας (ιδίως με επικίνδυνες ιδέες περί δικαιοσύνης, δεδομένου και του ρόλου του ήρωα ως «δικαστή»), και δεν προσφέρει ούτε δυνατότητα ταύτισης (εκτός αν είσαι αιμοδιψής σαδιστής) ούτε οποιαδήποτε διέξοδο από τη σφαγή και τη βία. Θα μπορούσε θεωρητικά να πει κανείς ότι ίσως υπάρχει εδώ μια ειρωνεία, ότι το φιλμ ακριβώς υπερβάλλει σε βία και κυνισμό για να ειρωνευτεί — αλλά δεν υπάρχει ειρωνεία και δεν έχει νόημα να ψάξουμε για δικαιολογίες ώστε να υπερασπίσουμε την αναλγησία της ταινίας. Είναι ένα φιλμ άσχετο με τη διασκέδαση, πράγμα εντελώς εκπληκτικό δεδομένου ότι ανήκει, υποτίθεται, στην κατηγορία των θεαμάτων που προσφέρουν ακριβώς αυτό.
Εξυπακούεται ότι το φιλμ δεν απευθύνεται σε σοβαρούς θεατές.