Η αόρατη μπάλα της Ιστορίας
Το έφεραν έτσι τα πράγματα και στο τέλος ενός επταημέρου οργής και φόβου, πένθους και περισυλλογής, έντασης και θλίψης, έκπληξης και προβληματισμού, είδα τον «Γιο του Σαούλ» του Λάσλο Νέμες. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ταινία, που βλέπει το Ολοκαύτωμα με ένα άλλο μάτι, παρακολουθώντας τις κινήσεις ενός «Ζόντερκομάντο», ενός Εβραίου επιφορτισμένου με το καθήκον να οδηγεί τους μελλοθάνατους στους θαλάμους αερίων και ύστερα να μαζεύει τα υπάρχοντά τους, τα ρούχα τους, τα τιμαλφή τους. Όσοι δεν την έχετε δει ακόμη, σπεύσατε!
Παρακολουθώντας τις σκηνές στο Άουσβιτς, και τελώντας ακόμη υπό το σοκ του μακελειού στο Παρίσι, αναρωτήθηκα τι κοινό μπορεί να έχουν οι τζιχαντιστές με τους Ναζί. Δεν μιλώ τόσο για τις ιστορικές τους σχέσεις· έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα για την ιδεολογική και οικονομική ενίσχυση των ισλαμιστών τόσο από τη ναζιστική Γερμανία όσο και, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τους Ναζί που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο τρόπος που ορίζουν τον εχθρό τους. Οι μέθοδοι με τις οποίες τον αντιμετωπίζουν. Το πώς διοικούν τις περιοχές που καταλαμβάνουν. Και το αναπόφευκτο τέλος τους.
Εκεί, ο εχθρός είναι οι Εβραίοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι αριστεροί. Εδώ είναι οι «άπιστοι», χριστιανοί, μουσουλμάνοι ή Εβραίοι, άνθρωποι γενικά που δεν καθορίζουν τη ζωή τους με βάση αυτά που ορίζουν οι παπάδες, οι ραβίνοι ή οι ιμάμηδες. Εκεί, οι φανατικοί καίνε τα θύματά τους και σκορπίζουν την τέφρα τους στο ποτάμι. Εδώ τούς πυροβολούν, τους ανατινάζουν, τους αποκεφαλίζουν. Εκεί, διοικούν με τον τρόμο, την καταστολή και τη γενοκτονία. Εδώ με τη βαρβαρότητα, τον σκοταδισμό και μιαν άλλη, σύγχρονη γενοκτονία. Εκεί, βιάζονται να εξοντώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους γιατί οι σύμμαχοι προελαύνουν και οι ίδιοι βλέπουν να πλησιάζει το τέλος τους. Εδώ τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, το στρατόπεδο του πολιτισμού δεν είναι ενωμένο ούτε βέβαιο για την απάντηση που πρέπει να δώσει.
Θυμάμαι το «Τιμπουκτού», μια ταινία του Αμπντεραχμάν Σισάκο που παίχτηκε πέρυσι στις Κάννες και δείχνει την καθημερινή πραγματικότητα σε μια περιοχή του Μάλι όπου οι τζιχαντιστές έχουν απαγορεύσει τη μουσική και το ποδόσφαιρο και τιμωρούν με μαστίγωμα και λιθοβολισμό όποιον συλλαμβάνεται για μοιχεία. Θυμάμαι την απόλυτη σιωπή και τον απόλυτο φόβο. Θυμάμαι όμως και τους τρόπους με τους οποίους οι κάτοικοι παρέκαμπταν τις απαγορεύσεις, όπως εκείνο τον μαγικό ποδοσφαιρικό αγώνα με τα πολλά γκολ, και τις χαμένες ευκαιρίες, και τους πανηγυρισμούς, και την αγωνία για τη διακύμανση του σκορ. Μόνο που δεν υπήρχε μπάλα, οι παίκτες φαντάζονταν κάθε στιγμή τη θέση της και κινούνταν αναλόγως.
Θα υπάρξουν κι άλλες επιθέσεις όπως της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, της Μαδρίτης και, τώρα, του Παρισιού. Αλλά δεν έχει δίκιο ο Νάιαλ Φέργκιουσον ότι έχει φτάσει το τέλος της Δύσης και ότι το μόνο ερώτημα είναι εάν το τέλος αυτό θα είναι σταδιακό ή απότομο. Η στρατιωτική δύναμη της Δύσης είναι πολύ ανώτερη από εκείνη των τρομοκρατών και στο τέλος θα υπερισχύσει. Σε αντίθεση όμως με όσα συνέβησαν πριν από 70 χρόνια, αυτή τη φορά έχουν κινητοποιηθεί και οι απλοί πολίτες, που δείχνουν με κάθε τρόπο στους βαρβάρους ότι οι κατακτήσεις τους είναι αδιαπραγμάτευτες. Θα χάσουν κι άλλοι τη ζωή τους, φυσικά, από την τυφλή βία. Μα εντέλει, όπως λέει ο Μισέλ Χαζαναβίσιους (ο σκηνοθέτης του επίσης υπέροχου «The Artist»), «Αυτοί που θα μείνουν πίσω θα συνεχίσουν να πηδάνε, να πίνουν, να τρώνε μαζί, να θυμούνται εκείνους που σκοτώθηκαν, και να πηδάνε».