Ο στόχος

D
Τάσος Βαβλαδέλλης

Ο στόχος

Την εβδομάδα που μας πέρασε βρέθηκα για ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο στο Βέλγιο, στα περίχωρα του Σπα. Εκεί υπάρχει μία έπαυλη που χρησιμοποιείται ως εκπαιδευτικό κέντρο, όπου οι εκπαιδευόμενοι περνούν μία εβδομάδα απασχολούμενοι εντατικά και αποκλειστικά με το αντικείμενο εκμάθησής τους. Κάθε μέρα είναι γεμάτη από μαθήματα και δραστηριότητες, από τις 08:15 ώς τις 22:00, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο για οποιαδήποτε άλλη ασχολία. Αντικειμενικός σκοπός είναι η μέγιστη δυνατή απορρόφηση πληροφορίας στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.

Θέλησα να μάθω κάποια παραπάνω πράγματα για την ιστορία του χώρου που με φιλοξενούσε. Η έπαυλη χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από μία οικογένεια ευπόρων ντόπιων εμπόρων μέσα στο δάσος των Αρδεννών, δίπλα σε μία από τις διάσημες πηγές του Σπα. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που το Σπα καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, η έπαυλη χρησιμοποιήθηκε από τον Kaiser Wilhelm II, τον αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της Πρωσίας, όπως και από τον στρατάρχη Ludendorff. Περιήλθε ξανά στα χέρια των αρχικών της ιδιοκτητών το 1918. Οι ζημιές στο εσωτερικό επισκευάστηκαν και τα πράγματα ηρέμησαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή πέρασε από αλλεπάλληλες καταλήψεις και ανακαταλήψεις. Προς το τέλος του 1944, μετά τη μάχη των Αρδεννών, η συγκεκριμένη κατοικία έγινε χώρος υποδοχής αλλά και περίθαλψης Αμερικανών στρατιωτών. Όταν μετά το τέλος του πολέμου παραδόθηκε στους ιδιοκτήτες της, οι καταστροφές ήταν τόσο εκτεταμένες, που αποφάσισαν ότι τους συνέφερε να την πουλήσουν. Αγοράστηκε από μία μονή και μετατράπηκε σε ορφανοτροφείο, λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τότε αγοράστηκε από την εταιρεία που είναι και σημερινή ιδιοκτήτρια και έκτοτε χρησιμοποιείται ως εκπαιδευτικό κέντρο.

Η τοποθεσία είναι μαγική. Αποκομμένη από τους ήχους της πόλης, πάνω σε ένα λόφο μέσα στο δάσος, με τον αέρα να μυρίζει νωπό χώμα, ξύλο και δέντρο. Τα βαθιά, επιβλητικά χρώματα της φύσης κυριαρχούν και συμπληρώνονται από τα εντυπωσιακά κτίρια εστίασης και εκπαίδευσης. Δεν θέλω να επεκταθώ πολύ στις συνθήκες και στις υπόλοιπες λεπτομέρειες της φιλοξενίας, αλλά ας πούμε ότι αυτές, μαζί με την αισθητική του χώρου, δημιουργούσαν μία αίσθηση πλήρωσης που βοηθούσε στην εκπαιδευτική διαδικασία. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που αισθάνεται κάποιος και στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου ο πολιτισμός περνά και μέσα από την ομορφιά του περιβάλλοντος, της καθαριότητας και της αρχιτεκτονικής του χώρου.

Γνωρίστηκα με όλους τους συμμετέχοντες, και με κάποιους ταιριάξαμε περισσότερο. Όσοι έχουν πείρα από συνθήκες υψηλής πίεσης γνωρίζουν ότι μέσα σε αυτές οι ανθρώπινες σχέσεις εξελίσσονται ταχύτερα. Οι συνθήκες δρουν καταλυτικά στις ζυμώσεις και το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται γνωριμίες και φιλίες με μεγαλύτερο βάθος από αυτό που θα αναμενόταν σε αντίστοιχο χρόνο σε συνθήκες καθημερινότητας. Έτσι, με κάποια από τα παιδιά που βρέθηκαν εκεί συζητήσαμε πιο αναλυτικά για τις ζωές και τις δουλειές μας. Θα ήθελα να σας μεταφέρω μία από αυτές τις ιστορίες, περιληπτικά.

Ο G, Ιταλός που εργάζεται στο Λουξεμβούργο για μία μεγάλη εταιρεία, χανόταν συχνά κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων. Την τρίτη ημέρα της εκπαίδευσης, όταν τον ρώτησα σχετικά, μου είπε ότι ο μάνατζέρ του είχε την απαίτηση να είναι διαθέσιμος για τηλεφωνήματα και για δουλειά, μολονότι με το πρόγραμμα που ακολουθούσαμε κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν απαγορευτικό. Καθώς ο G. ήταν σχετικά μικρός, σκέφτηκα ότι μάλλον βρισκόταν σε μία σχετικά χαμηλή θέση στην εταιρεία και είχε την ατυχία να αναφέρεται σε κάποιον από αυτούς τους μάνατζερ που οι περισσότεροι θα θέλαμε να αποφύγουμε. Όταν το βράδυ πήγαμε να πιούμε καμιά (που λέει ο λόγος) μπίρα να ξεσκάσουμε, μου είπε περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του και για τις δουλειές του. Στα 29 του, ταυτόχρονα με τη δουλειά του στο Λουξεμβούργο, έτρεχε παράλληλα και μία δική του επιχείρηση, με τζίρο που δεν θέλω να αναφέρω, αλλά ας πούμε ότι το νούμερο ήταν πολύ μεγάλο. Δεν επαναπαυόταν εκεί όμως. Σκοπός του ήταν να πολλαπλασιάσει το μέγεθος της εταιρείας του και μου ζήτησε να συζητήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το σχέδιό του.

Με εντυπωσίασε ο τρόπος σκέψης και δουλειάς του. Τα κέρδη της εταιρείας του ήταν αρκετά για να τα βροντήξει όλα, να αγοράσει μια αμαξάρα και να κάνει το κομμάτι του, αν είχε άλλη νοοτροπία. Αντί γι’ αυτό, ο G κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά κατά τις 07:00. Ξεκινούσε τη μέρα του διαβάζοντας εφημερίδες για όλα τα θέματα, ακόμα και γι’ αυτά που δεν ήταν του άμεσου ενδιαφέροντός του, μόνο και μόνο για να μπορεί να έχει άποψη και να μπορεί να κάνει κουβέντα με τους πελάτες του για όσα ενδιέφεραν εκείνους. Έκανε μία δουλειά αντικειμενικά απαιτητική, αλλά τη χρησιμοποιούσε συνειδητά ως πεδίο εκμάθησης και άντλησης πόρων, όχι μόνο οικονομικών. Από ένα σημείο και μετά, αντιλαμβάνεσαι ότι οι σημαντικότεροι πόροι, μετά τις γνώσεις που παίρνεις, είναι οι επαφές που κάνεις και το δίκτυο που δημιουργείς. Να μην τα πολυλογούμε, έχω ελάχιστες αμφιβολίες σχετικά με τις μακροπρόθεσμες πιθανότητες επιτυχίας του G.

Επιστρέφοντας, σκεφτόμουν πόσο αυξάνονται οι ευκαιρίες κάποιου όταν συνδυάζεται η ουσιαστική γνώση με την κοινωνικότητά του, αλλά και πόσες καταστροφές κρύβονται πίσω από ανθρώπους που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, έχοντας ανελιχθεί μόνο λόγω της κοινωνικότητας ή της επικοινωνιακής τους δεινότητας, χωρίς όμως να διαθέτουν ουσιαστικά προσόντα.

ΥΓ.: Στη φωτογραφία, μία άποψη της έπαυλης.